Γιατί αρέσει τόσο πολύ ο Νταν Μπράουν; Οι επικριτές του λένε ότι τα βιβλία του είναι εύπεπτα, δεν απαιτούν προσοχή, αλλά απλά καταναλώνονται: συγνώμη αλλά όλα αυτά μου ακούγονται ως σχόλια της γνωστής αλεπούς που όσα δε φτάνει τα κάνει κρεμαστάρια.
Στις λίγες μέρες που φέτος έλειψα από την Αθήνα, καθώς το καλοκαίρι μου ήταν κομμάτι ταραγμένο, στις παραλίες είδα περισσότερα βιβλία του Νταν Μπράουν από αθλητικές εφημερίδες!
Το Inferno, το νέο πόνημα του Αμερικάνου παραγωγού best seller, είναι το απόλυτο χιτ του καλοκαιριού, όχι μόνο στην Ελλάδα, όπου και πούλησε 75 χιλιάδες αντίτυπα στον πρώτο μήνα της κυκλοφορίας του, αλλά παγκοσμίως. Πριν λίγο καιρό, στο ιταλικό περιοδικό Panorama, ένας ιταλός συγγραφέας, ο Τζίορτζιο Φαλέτι, είχε πει ότι «ο Νταν Μπράουν οφείλει να ενημερώνει πότε θα βγάλει το καινούργιο του βιβλίο ώστε οι συνάδερφοί του ανά τον κόσμο να μην κυκλοφορούν στο ίδιο διάστημα τα δικά τους». Υπερβολικό αλλά όχι άστοχο.
Γιατί αρέσει τόσο πολύ ο Νταν Μπράουν; Οι επικριτές του λένε ότι τα βιβλία του είναι εύπεπτα, δεν απαιτούν προσοχή, αλλά απλά καταναλώνονται: συγνώμη αλλά όλα αυτά μου ακούγονται ως σχόλια της γνωστής αλεπούς που όσα δε φτάνει τα κάνει κρεμαστάρια.
Ο Νταν Μπράουν έχει επιλέξει στα τελευταία του μεγάλα σουξέ ένα δύσκολο κεντρικό ήρωα: ο Ρόμπερτ Λάγκτον δεν είναι μάτσο, δεν είναι γκόμενος, δεν είναι διεθνής play boy, δεν έχει τίποτα το ηρωϊκό, δεν λέει ωραίες ατάκες, δεν είναι χιουμορίστας και οι περισσότεροι από όσους παρακολουθούν τις περιπέτειές του δύσκολα θα γίνονταν φίλοι του, αφού τα αντικείμενα με τα οποία καταπιάνεται, όπως η μελέτη των μεσαιωνικών συνήθως συμβόλων, δεν είναι συναρπαστικά. Το ίδιο παράξενοι είναι οι κακοί των αφηγημάτων του Νταν Μπράουν.
Είναι συνήθως πλούσιοι, κολλημένοι με παρανοϊκές φοβίες, άνθρωποι που είναι αδύνατο να συναντήσεις, καθόλου ευχάριστοι ή χαρισματικοί. Ο Χίτσκοκ έλεγε ότι οι ενδιαφέροντες κακοί είναι οι σαλεμένοι της διπλανής πόρτας, οι άνθρωποι που μπορεί να προκαλέσουν φόβο γιατί η παράνοιά τους δεν είναι ευδιάκριτη και είναι κρυμμένη πίσω από μια μπανάλ καθημερινότητα.
Ο Ιαν Φλέμινγκ ισχυρίζονταν ότι ο επιτυχημένος ήρωας πρέπει να είναι κάποιος με τον οποίο θα μπορούσες να ταυτιστείς, όχι γιατί του μοιάζεις, αλλά γιατί αυτός θα ήθελες να είσαι. Οι κακοί του Νταν Μπράουν είναι εγωπαθείς καρικατούρες, χαρτάκια σπάνια, κι ο κεντρικός ήρωας του είναι τόσο εστέτ, ώστε ελάχιστοι θα ονειρεύονταν να πάρουν για μια μέρα τη θέση του στο Χάρβαρντ.
Οι δε περιπέτειες του ήρωα είναι επαναλαμβανόμενες έως μονότονες: κάποιοι ζητάνε τις υπηρεσίες του, ο χρόνος για να λυθεί ένα αίνιγμα είναι ελάχιστος, ο ίδιος δεν καταλαβαίνει σχεδόν ποτέ πόσο σημαντική είναι η ιστορία στην οποία έχει μπλέξει και πάντα υπάρχουν κάποιες κυρίες με διάθεση να τον βοηθήσουν χωρίς μάλιστα αυτός να τολμά να τους πιάσει έστω το χέρι στις στιγμές που η αδρεναλίνη παίζει παιγνίδια – το σεξ είναι ανύπαρκτο, κόντρα στις απαιτήσεις των μεγάλων εκδοτικών οίκων.
Πάντα υπάρχουν και κανα δυο εκτελεστές και κάποια ανατροπή σεναριακή, ένας καλός που είναι κακός και τον οποίο από την πρώτη σελίδα υποπτεύεσαι π.χ είναι κάτι απολύτως συνηθισμένο. Κι όμως τα βιβλία του Νταν Μπράουν σπάνε κάθε ρεκόρ κι ας υπήρξαν κάκιστες και οι κινηματογραφικές μεταφορές τους, που το μόνο στο οποίο βοήθησαν τον συγγραφέα (εκτός από το να τον κάνουν ακόμα πλουσιότερο...) είναι ότι έδωσαν στον ήρωα του την ωραία φάτσα του Τομ Χάνκς.
Περιττό να πω ότι αυτή τη δεκαετία ότι αγγίζει ο αμερικάνος συγγραφέας γίνεται χρυσός. Είναι εντυπωσιακή η ιστορία της δικαστικής διαμάχης του με τους άγγλους συγγραφείς Μίκαελ Μπέγκεντ και Ρίτσαρντ Λέιχ, που το 1982 εξέδωσαν μια επιστημονική (;) μελέτη με τίτλο Holy Blood Holy Grail. Οι δυο ισχυρίστηκαν ότι τους έκλεψε το επιστημονικό τους πόνημα και πάνω του στήριξε τον Κωδικα Ντα Βίντσι. Η δικαστική διαμάχη κράτησε δυο χρόνια και ο Νταν Μπράουν κέρδισε γιατί στην Αγγλία λογοκλοπή μπορεί να υπάρξει μόνο αν το βιβλίο που κατηγορήσε ότι αντέγραψες ανήκει στο ίδιο λογοτεχνικό είδος.
Ο Νταν Μπράουν ισχυρίστηκε ότι το δικό του ήταν μυθιστόρημα και οι αντίδικοί του δεν τόλμησαν να χαρακτηρίσουν το δικό τους έτσι καθώς το παρουσίαζαν ως επιστημονική μελέτη. Του κατέβαλαν 2 εκατομμύρια λίρες για δικαστικά έξοδα και δήλωσαν απολύτως ευχαριστημένοι: η δικαστική διαμάχη μαζί του είχε απογειώσει τις πωλήσεις του ξεχασμένου βιβλίου τους. Πουλάει και το να κατηγορείς τον Νταν Μπράουν!
Κι όμως οι επικριτές του, παρόλο που συχνά υπερβάλουν γιατί ζηλεύουν το σουξέ του, έχουν κάποια δίκια: κανένα από τα βιβλία του δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή λογοτεχνία κι όταν το τελειώνεις, περισσότερο προβληματίζεσαι για τις σεναριακές τρύπες παρά έχεις νοιώσει την παραμικρή εφορία. Η γλώσσα είναι απλοϊκή, οι υποθέσεις υπερβολικές, οι ήρωες μονοδιάστατοι.
Ποιο είναι το μυστικό; Νομίζω ότι ο ίδιος είναι ένας εξαιρετικός εκπρόσωπος αυτού που οι αμερικάνοι θεωρούν δημιουργική γραφή: μπορεί σχεδόν ποτέ οι ιστορίες να μην έχουν κάτι το εξαιρετικό, ωστόσο το πλαίσιο μέσα στο οποίο όλα διαδραματίζονται είναι πάντα υποδειγματικά καλοφτιαγμένο. Ο ίδιος ο Νταν Μπράουν, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει τραγουδιστής στο Βέγκας και ηθοποιός στο Λος Αντζελες διδάσκει σήμερα δημιουργική γραφή στη Νέα Αγγλία: ξέρει δηλαδή πολύ καλά, όχι την τέχνη της αφήγησης, που είναι κάτι άλλο, αλλά την τεχνική της δημιουργίας του πλαισίου δράσης που στην περίπτωσή του είναι το μυστικό.
Οι αμερικάνοι δάσκαλοι ισχυρίζονται ότι για να αφηγηθείς μια ιστορία επιτυχημένα πρέπει να πείθεις τον αναγνώστη ότι γνωρίζεις κάθε λεπτομέρεια του χώρου και του χρόνου στην οποία αυτή διαδραματίζεται: δεν μπορείς να διδαχθείς πώς να σκαρφίζεσαι ευρήματα ή εκπλήξεις ούτε φυσικά το πώς θα χρησιμοποιείς τη γλώσσα με τρόπους που να προκαλούν αγωνία ή συγκίνηση. Αυτό που μπορείς είναι να ξέρεις τις λεπτομέρειες του κόσμου στον οποίο η ιστορία σου εξελίσσεται: για την ακρίβεια αυτές επιβάλλεται να γνωρίζεις. Ολοι σχεδόν οι νέοι αμερικάνοι συγγραφείς αυτό κάνουν: πριν γράψουν ένα μυθιστόρημα πραγματοποιούν μια εξαντλητική έρευνα, ιστορική, κοινωνική ή και επιστημονική.
Ετσι όταν διαβάζεις το Τζουράσικ Παρκ π.χ νομίζεις ότι καταλαβαίνεις τι είναι η βιογενετική κι όταν διαβάζεις τη «Λέσχη Σέρλοχ Χόλμς» είναι σαν να συναντάς τον Κόναν Ντόιλ. Η εξυπνάδα του Νταν Μπράουν έχει να κάνει με το ότι τοποθετεί ως πλαίσιο των ιστοριών του συχνά κάποιες πολύ θεαματικές συνομοσιολογικές θεωρίες, που μπορεί να αφορούν την ύπαρξη των Ιλουμινάτι, το Τάγμα της Σιόν, την αμερικανική μασονία κτλ. Ολα αυτά τα δένει με τη βοήθεια της αναγεννησιακής συνήθως Τέχνης που κι αυτή βασίζεται, λόγω της εποχής, σε κρυμμένους κώδικες: καλλιτέχνες όπως ο Ντα Βίντσι, ο Μποτιτσέλι, ο Μιχαήλ Αγγελος, αρέσκονταν να κρύβουν στα συχνά κατά παραγγελία έργα τους λεπτομέρειες που σάρκαζαν κυρίως την χριστιανοκαταπιεστική ηθική της εποχής.
Ο Νταν Μπράουν αγαπάει τη συνομοσιολογία αλλά ξέρει και την Τέχνη της παρατήρησης. Στο τελευταίο του βιβλίο αναφέρεται με λεπτομέρειες σε ένα πίνακα του Μποτιτσέλι στον οποίο περιγράφεται η Κόλαση, όπως ο Δάντης την έχει φανταστεί. Ο πίνακας αυτός, που βρίσκεται στην Πινακοθήκη των Μεδίκων στη Φλωρεντία είναι μικρός σε μέγεθος και τόσο σκούρος και βαρύς που περνά απαρατήρητος.
Με το ίδιο περίπου θέμα οι πίνακες του αγαπημένου μου Ιερόνυμου Μπος στο Μουσείο του Πράντο είναι σαφώς πιο εντυπωσιακοί. Όμως ο Νταν Μπράουν δεν ψάχνει την ανάδειξη της αισθητικής αλλά το εντυπωσιακό της αφήγησης: μου άρεσε τόσο που θα πήγαινε ευχαρίστως στη Φλωρεντία να τον ξαναδώ αφού δυο φορές που έχω περάσει από εκεί, μαγεμένος από τις Αφροδίτες, ούτε καν τον πρόσεξα. Η ικανότητα να βλέπεις ότι οι πολλοί προσπερνούν, στην περίπτωση του Νταν Μπράουν, μπορεί πραγματικά να σε κάνει πλούσιο: με το Μυστικό Δείπνο του παιγνιδιάρη Ντα Βίντσι, πριν από αυτόν, δεν είχε ασχοληθεί σχεδόν κανείς.
Στο Inferno το σεναριακό φινάλε ίσως ξενίσει τους πιστούς αναγνώστες: ο Λάγκτον παγιδεύεται σε ένα ηθικό δίλλημα - μοιάζει να κατανοεί την ανάγκη ή και τη γοητεία (για να μην πω την ηθική) του κακού. Αφού έχει παίξει με την εκκλησία, την μασονία, την Τέχνη, ο Νταν Μπράουν παίζει και με τις αντοχές των αναγνωστών του. Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στο sport24.gr