Ο γιος του φούρναρη που συνδέθηκε με την ανάδυση της πόλης του Δία στον Ολυμπο, τη δημιουργία του Μουσείου Ακρόπολης, πίστεψε στην κοινωνικοποίηση των αρχαιοτήτων. Ο Παντερμαλής έγινε ο ίδιος «μνημείο» του τρόπου που για πάντα θα βλέπουμε τον αρχαίο κόσμο.
To βλέμμα και η χροιά της φωνής που δεν άλλαζε, όποιος και αν ήσουν. Μόνος με τον Ομπάμα μέσα στο Μουσείο Ακρόπολης, πλάι στην Αμάλ Κλούνεϊ και ένα κοπάδι μίντια να παρακολουθεί, με τον πρόεδρο της Κίνας, βασιλιάδες και ηγέτες. Σκύβοντας για να εξηγήσει ένα αρχαϊκό γλυπτό σε ένα παιδί, σε έναν τουρίστα, έναν Αθηναίο που επέστρεφε για πολλοστή φορά στο Μουσείο.
Ο Δημήτρης Παντερμαλής μιλούσε, εξηγούσε, σε κοιτούσε και μετρούσε τις αντιδράσεις σου με ένα λοξό μειδίαμα όποιος και αν ήσουν, από όπου και αν ερχόσουν. Για τον επίμονο αρχαιολόγο, δάσκαλο, αλλά και μάνατζερ, το Μουσείο της Ακρόπολης ήταν η επιτομή της Δημοκρατίας και για τον ίδιο, όσοι περνούσαμε το κατώφλι ήμασταν ίσοι.
Ο γιος του φούρναρη που έγινε εθνικός πλούτος
Ο θάνατος του Δημήτρη Παντερμαλή, ίσως δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό αλλά αποτελεί εθνική απώλεια. Δεν είναι μόνο ότι από το 1973 και για σχεδόν 40 χρόνια ήταν επικεφαλής των ανασκαφών στο Δίον, φέροντας στο φως τα σημάδια, τις απτές αποδείξεις αυτού που υπήρξε ο Ολυμπος πέρα από την μυθολογία του. Δεν είναι ότι χάρη σε αυτόν, μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες διεθνών διαγωνισμών, δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε ως κορυφαίο στον κόσμο το Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι ότι ο γιος του φούρναρη, ο μειλίχιος και επίμονος Δημήτρης Παντερμαλής που πάλεψε με μεγάλα κύματα και εμπόδια στην καριέρα του, έκανε την αρχαιολογία μέρος της καθημερινότητάς μας.
Εβγαλε συνειδητά τα αρχαία από τις σκοτεινές αίθουσες και τα κοινωνικοποίησε. Τα παρέδωσε στους πολίτες, έκανε τα πάντα, με ρίσκο συχνά, με ευφάνταστους τρόπους (να, ο καθαρισμός των Καρυάτιδων με λέιζερ έγινε μπροστά στα μάτια των επισκεπτών) για να μας φέρει κοντά στις αρχαιότητες και να δούμε όσα μας ενώνουν με αυτές, να ακούσουμε τις ιστορίες τους που ακόμα καθορίζουν αυτό που είμαστε και πράττουμε.
Τον ενδιέφερε ο άνθρωπος στον διάλογό του με την αρχαιότητα και τον τόπο. Αλλά και με την εποχή του: όταν παρουσιάστηκαν τα σχέδια του αρχιτέκτονα Mπερνάρ Τσουμί, τόσο μέταλλο, τόσο γυαλί και μπετόν ξεκίνησε μια μακρά περίοδος επιθέσεων, ως και διασυρμού του Παντερμαλή. Ο ίδιος, αν και αισθητικά δεν συμφωνούσε τότε, ήξερε ότι αυτός είναι ο τρόπος να φτιάξεις ένα μουσείο για την εποχή μας και αυτές που έρχονται. Η μοντέρνα αρχιτεκτονική που περικλείει και στεγάζει τις αρχαιότητες.
Εβαλε την τσιμεντένια πόλη μέσα στο μουσείο
Όπως ο ακρωτηριασμός των Γλυπτών του Παρθενώνα τον πλήγωνε, έτσι τον ενοχλούσε και έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει έναν άλλο ακρωτηριασμό, αυτό του αρχαιολογικού πλούτου με το τοπίο όπως είναι σήμερα και τον άνθρωπο. Για αυτό αποφάσισε νωρίς ότι η εικόνα της Αθήνας, τσιμεντένια, με κεραίες στην ταράτσα, φωτεινές πινακίδες θα μπαίνει μέσα στις αίθουσες του μουσείου από τις τεράστιες γυάλινες όψεις, με τον ίδιο τρόπο που μπαίνει ο ιερός βράχος της Ακρόπολης. Και το φως του ήλιου, σε όλες τις φάσεις του, θα δίνει το χρώμα και τον τόνο του συναισθήματος μέσα στην αίθουσα, ανάμεσα στα γλυπτά και στα εκμαγεία τους.
Ετσι άλλωστε ερωτεύτηκε, κεραυνοβόλα και ανεπίστρεπτα, τόσο που εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, ήσυχα, στον ύπνο του, το Δίον. Περπατούσε στον αρχαιολογικό χώρο και έμεινε έκπληκτος να βλέπει τα κρύα νερά να αναβλύζουν από τα βάθη των πηγών του Ολυμπο και μετά, κάτω από την αρχαία γέφυρα, στον πυθμένα του ποταμού, μέσα στο νερό να φέγγει κάτω από το φως του ήλιου το αρχαίο τείχος. Θυμόταν ως τέλος την λάμψη του «ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά».
Ετσι έλεγε και για το Μουσείο της Ακρόπολης «αξιοποιούμε το καλής ποιότητας μπετόν, επειδή βοηθά στην αντίθεσή του με το μάρμαρο - είναι δύο υλικά που συμπεριφέρονται τελείως διαφορετικά, το ένα, το μπετόν, απορροφά φως, το άλλο, το μάρμαρο, το αντανακλά, και έτσι δημιουργείται αντίθεση».
130 φορές στο δικαστήριο για το Μουσείο
Οι μάχες ήταν μεγάλες και ο πάντα χαμογελαστός Δημήτρης Παντερμαλής, με τις τιράντες, τις έντονες γραβάτες, τα sur mesure πουκάμισα, τις αντιμετώπισε με γενναιότητα και πάντα με χαμηλούς τόνους. 130 φορές πήγε στα δικαστήρια μέχρι να ολοκληρωθεί η ανέγερση και να λειτουργήσει το μουσείο. Δεκάδες φορές κατέθεσε στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας. Δέχθηκε λεκτικές επιθέσεις ακόμα και στον δρόμο: λίγο μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το Μουσείο -είχαν προηγηθεί τρεις άγονοι, τρεις αποτυχημένες προσπάθειες που εγκαταλείφθηκαν άδοξα, αρχίζοντας από το 1989 με εμπνεύστρια την Μελίνα Μερκούρη- πήγε επίσκεψη στο οικόπεδο στου Μακρυγιάννη. Περπατούσε στον χώρο όταν με ντουντούκα βγήκε κάποιος από ένα μπαλκόνι δίπλα και άρχισε να τον βρίζει και να απαιτεί να φύγει και να εγκαταλείψει τα σχέδια του.
Χρόνια μετά, όταν το μουσείο δημιουργήθηκε, διαπίστωσε ότι το διαμέρισμα δεν είχε κανονικό κάτοικο. Μόνο κάποιον που με ντουντούκα πήγαινε κάποιες ώρες την ημέρα για να κάνει προπαγάνδα εναντίον της ανέγερσης του Μουσείου. Αλλά αυτό είναι αμυχή μπροστά στην μεγαλύτερη εικόνα. Επρεπε να αποφασίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, με αρμόδιο εισηγητή τότε τον Παναγιώτη Πικραμμένο, να δώσει το οριστικό πράσινο φως. Και όμως, τέσσερις μήνες πριν τα εγκαίνια στις 20 Ιουνίου του 2009, οκτώ Έλληνες αρχιτέκτονες κατέθεσαν αναφορά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζητώντας άμεση επέμβαση για να «διορθωθούν κατασκευαστικές αστοχίες».
Όταν πήγε η Μελίνα να του «τραβήξει το αυτί»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που δέχθηκε επιθέσεις για επιλογές του: όταν ήταν επικεφαλής στις ανασκαφές στο Δίον, αποφάσισε να βάλει αντίγραφα αγαλμάτων που είχαν βρεθεί στον ναό της Ισιδας. Εσπασαν τα τηλέφωνα στο υπουργείο Πολιτισμού, αναγκάστηκε να πάει επί τόπου η ίδια η Μελίνα Μερκούρη για να δει τι συμβαίνει και να του «τραβήξει το αυτί». Εφυγε εντυπωσιασμένη από την κίνηση του Παντερμαλή.
Όπως συμβαίνει κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο Μουσείο Μπενάκη και νομίζει ότι από μια γωνία θα ξεπροβάλλει ο Αγγελος Δεληβορριάς, έτσι και στο Μουσείο της Ακρόπολης, για πάντα η φιγούρα του Δημήτρη Παντερμαλή θα τριγυρίζει σιωπηλά ανάμεσα στα γλυπτά, θα κοιτάζει τους επισκέπτες, θα σκύβει να εξηγήσει κάτι. Όταν πέφτει το φως, θα παίρνει τη θέση του στο μπαλκόνι στην αίθουσα των αρχαϊκών και θα ακούει τα γλυπτά να του μιλάνε, όπως έλεγε γελώντας.
Μειδιώντας στο Μανχάταν
Ετσι τον θυμάμαι να περπατάει ανάμεσα στα γλυπτά στις τόσες και τόσες εκθέσεις που διοργάνωσε και μέσα στο υπόγειο του Olympic Tower, στο Μανχάταν, ανάμεσα στους 51 και 52 δρόμους. Όχι μόνο στα επίσημα εγκαίνια, αλλά και μετά μόνος, να βλέπει πώς οι Νεοϋορκέζοι συνομιλούν με τις αρχαιολογικές εκθέσεις που παρουσίαζε το Ιδρυμα Ωνάση με τον ίδιο να συμβάλει ως επιμελητής ή συνεργάτης. Από αυτή για τον Μέγα Αλέξανδρο, ως την συγκλονιστική «Ενας κόσμος συναισθημάτων» που εξασφάλισε διεθνή διάκριση. Βέβαια η συγκίνηση του ήταν μεγάλη στην έκθεση με αρχαιότητες από το Δίον, την «Θεοί και θνητοί στον Ολυμπο: Αρχαίο Δίον, η πόλη του Δία».
Εφυγε από τη ζωή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τις πρώτες ώρες της Τετάρτης, ήσυχος στον ύπνο του. Στο σπίτι του στο Δίον, εκεί που ρίζωσε, αν και ο ίδιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και η έδρα του ήταν στην Αθήνα. Εκεί που θα μπει στο χώμα που ο ίδιος για δεκαετίες ανέσκαπτε και έπιανε με τα χέρια αγάλματα και σπαράγματα που τραβούσε από τον ύπνο αιώνων. Ο Δημήτρης Παντερμαλής, ο άνθρωπος που οι αρχαιότητες του μιλούσαν, έκανε σκοπό της ζωής του, έκανε σώμα του το ίδιο το Μουσείο της Ακρόπολης. Εκεί που μια αίθουσα θα πάρει το όνομά του με απόφαση της Λίνας Μενδώνη. Θα μείνει για πάντα αξέχαστος, ένα μνημείο ο ίδιος.