Η δικαστική διένεξη ανάμεσα σε δύο ιδιωτικές αεροπορικές εταιρίες έριξε φως στις μυστικές πτήσεις της CIA για την μεταφορά υπόπτων που είχαν συλληφθεί στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», που άρχισε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο, σε μυστικές φυλακές, γράφουν σήμερα εφημερίδες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post, δεκάδες πτήσεις, με προορισμούς --μεταξύ άλλων-- το Βουκουρέστι (Ρουμανία), το Μπακού (Αζερμπαϊτζάν), το Κάιρο (Αίγυπτος), το Τζιμπουτί, το Ισλαμαμπάντ (Πακιστάν) και ακόμα και την Τρίπολη (Λιβύη), έγιναν από μια ατομική επιχείρηση, την Sportsflight, με έδρα το Λονγκ Άιλαντ (στην πολιτεία της Νέας Υόρκης) η οποία υπενοικίαζε ένα αεροσκάφος της Richmor Aviation. Η τελευταία την μήνυσε για παραβίαση συμβολαίου.
Τα σχέδια πτήσης, τα ακριβή δρομολόγια και άλλα στοιχεία, όπως τα κόστη των πτήσεων της CIA, αποκαλύφθηκαν στην εκδίκαση της διένεξης των δύο εταιριών στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με την Ουάσινγκτον Ποστ, η οποία ειδοποιήθηκε για την υπόθεση από μια βρετανική μη κυβερνητική οργάνωση, τη Reprieve, που προασπίζει τα δικαιώματα των κρατουμένων, ειδικά των κρατουμένων στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Γκουαντάναμο, στην Κούβα.
Η Richmor χρέωνε τη χρήση ενός αεροσκάφους Gulfstream IV, που ήταν διαθέσιμο μέσα σε 12 ώρες, 4.900 δολάρια την ώρα (η τιμή της ενοικίασης ενός αεροσκάφους του τύπου αυτού στην αγορά ήταν την εποχή εκείνη 5.450 δολάρια) και κέρδισε τουλάχιστον 6 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε τρία χρόνια βάσει του συμβολαίου της με τη Sportsflight, σύμφωνα με έγγραφα τα οποία παρουσιάστηκαν στην δίκη.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα The Guardian, η οποία ειδοποιήθηκε για την διαδικασία επίσης από τη Reprieve, η Richmor ανέφερε πως «ο πελάτης μας είπε ότι επρόκειτο να έχουμε πολλή, πολλή δουλειά».
Τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο επικαλούνται μεταξύ άλλων τον πρόεδρο της Richmor Μάλον Ρίτσαρντς, ο οποίος ανέφερε πως «μεταφέρουμε κυβερνητικό προσωπικό και προσκεκλημένους τους».
Η Ποστ περιγράφει μια από τις πτήσεις, που ξεκίνησε την 12η Αυγούστου του 2003 με το Gulfstream IV, από το αεροδρόμιο Ντάλες στην Ουάσινγκτον με έξι επιβαίνοντες προς την Μπανγκόκ. Πριν από την επιστροφή του τέσσερις ημέρες αργότερα το αεροσκάφος έκανε σταθμούς στο Αφγανιστάν, στη Σρι Λάνκα, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στην Ιρλανδία.
Η πτήση, η οποία χρεώθηκε συνολικά 339.228,05 δολάρια, μοιάζει να συμπίπτει χρονολογικά με τη σύλληψη του Ινδονήσιου Ριντουάν Ισαμουντίν, ο οποίος θεωρείτο ο 'εγκέφαλος' στις επιθέσεις στο Μπαλί που είχαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν 202 άνθρωποι το 2002.
Είχε συλληφθεί την 14η Αυγούστου στην Ταϊλάνδη. Ακολούθως κρατείτο για τρία χρόνια σε μυστικές φυλακές της CIA, πριν από την μεταφορά του στο Γκουαντάναμο το Σεπτέμβριο του 2006.
Σύμφωνα με την Γκάρντιαν, το αεροσκάφος της Sportsflight ενδέχεται να χρησιμοποιήθηκε και για την μεταφορά του Χάλιντ Σέιχ Μοχάμεντ, θεωρούμενου ως ενορχηστρωτή των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ο Μοχάμεντ υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα σκληρές τεχνικές ανάκρισης τις οποίεςοργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων χαρακτηρίζουν βασανιστήρια, ειδικά σε εικονικούς πνιγμούς--183 φορές μέσα σε ένα μήνα.
Το Gulfstream IV της Sportsflight ταυτοποιήθηκε ενώ χρησιμοποιείτο για την απαγωγή, στην Ιταλία, του Αιγυπτίου Αμπού Όμαρ, ενός ιμάμη το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Οσάμα Χάσαν Νασρ, μέλους της ισλαμιστικής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στον οποίο είχε χορηγηθεί πολιτικό άσυλο.
Είχε απαχθεί σε ένα δρόμο του Μιλάνου την 17η Φεβρουαρίου 2003 στην διάρκεια μιας συντονισμένης επιχείρησης των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών και της CIA και μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο όπου οι δικηγόροι του καταγγέλλουν ότι βασανίστηκε.
Στα τέλη του 2010, 23 πράκτορες της CIA είχαν καταδικαστεί ερήμην σε ποινές κάθειρξης 7 ως 9 ετών για την απαγωγή αυτή.
Στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», που εξαπέλυσε η κυβέρνηση του Τζορτζ Ου. Μπους μετά τις επιθέσεις της 11/9, η CIA προέβη σε συλλήψεις, απαγωγές και μυστικές μεταγωγές υπόπτων ως τρομοκρατών σε χώρες όπου οι υπηρεσίες ασφαλείας έκαναν χρήση βασανιστηρίων.