Ο Προμηθέας δεν είναι δεμένος σε έναν βράχο. Είναι δεμένος σε ένα σπίτι, τα σπλάχνα του κατατρώει η συγγένεια, η κακοποίηση είναι τα νέα δεσμά. Στην παράσταση του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη, ο μύθος για αυτόν που έδωσε τη φωτιά στον άνθρωπο αποκτά νέο νόημα, βαθαίνει, σε ταράζει.
Ενάμιση χρόνο πριν, σε μια μεγάλη συνέντευξη εδώ, στο iefimerida, μιλώντας για όσα βίαια άλλαξαν στη ζωή μας από τον κορωνοϊό, κάποια στιγμή ο Νίκος Καραθάνος μου είπε: «Θυμάσαι μια είδηση ότι ένας ποταμός στη Νέα Ζηλανδία απόκτησε ανθρώπινα δικαιώματα, έχει νομική υπόσταση; Είναι το ίδιο να καταλάβεις ότι αυτός ο ποταμός έγινε μετά από τη μάχη ενός θεού με έναν άνθρωπο. Εχασε και μεταμορφώθηκε σε ποτάμι. Αυτό το διάβασμα του κόσμου σου ξυπνά την προμηθεϊκή σου διάσταση. Κάθε βράδυ κάθε πολιτικός θα έπρεπε να διαβάζει τον Προμηθέα. Ο πρώτος αυτοκράτορας της Βραζιλίας με το που διέρρηξε τη σχέση του με την Πορτογαλία πήγε και μετέφρασε τον Προμηθέα του Αισχύλου. Δηλαδή το κατεξοχήν έργο για τον ρυθμό του κόσμου και για τη δόξα της φυλής του ανθρώπου». Στις 10 Οκτώβρη, αυτή η πρώτη τομή στον Προμηθέα από τον Νίκο Καραθάνο, πήρε το μορφή παράστασης. Ουσιαστικά μέσα από ένα από αυτά τα απολύτως ιδιοσυγκρασιακά Big Bang του Καραθάνου, ένας νέος ολόκληρος πλανήτης αναδύθηκε στη σκηνή, νοηματοδόντας εξαρχής, συνδέοντας βαθιά και επώδυνα τον μύθο του Προμηθέα με αυτό που ζούμε σήμερα, με ότι μας δένει και μας πληγώνει με την οικογένεια, το σπίτι, τους άλλους.
Ενα σπίτι μετεωρίτης στροβιλίζεται στη σκηνή
Βγαίνει ο Καραθάνος -ερμηνεύει τον Προμηθέα- στη σκηνή με μια στίβα πιάτα στα χέρια. Η μάνα του, μας λέει, έδινε ένα πιάτο φαγητό στο πατέρα του, και αυτός το πέταγε με δύναμη στο έδαφος. Τα πιάτα αρχίζουν να σπάζουν, να πέφτουν με ορμή στη σκηνή, θραύσματα να καταλήγουν στην ορχήστρα κάτω από τη σκηνή. Το χέρι του Νίκου Καραθάνου είναι σαν να βρίσκεται ήδη στον λαιμό μας, να τον σφίγγει, με μια εικόνα που πολλοί ονομάζουν ξένη, αλλά είναι τόσο βαθιά οικεία. Και μετά, ο Καραθάνος φεύγει και ένα σπίτι-βράχος, ένα σπίτι μετεωρίτης, αρχίζει να περιστρέφεται, να μπαίνει στη σκηνή, να ανοίγει για να εμφανίσει το δωμάτιο που έγινε ο χώρος που διαδραματίστηκε η παράσταση. Μια κουζίνα. Με ξύλινη επένδυση, με πράσινη ταπετσαρία, ένα ψυγείο που ώρες ώρες όταν άνοιγε ένα τσάμικο ακουγόταν, οικογενειακές φωτογραφίες που ανεβοκατέβαιναν στους τοίχους -κάπως σαν τα δεσμά, τις αλυσίδες που έδεναν τον Προμηθέα στον βράχο.
Αν ο φωτογράφος Gregory Crewson ζούσε στην Δραπετσώνα
Είναι σαφές: σε ένα μινιμαλιστικό σκηνογραφικά περιβάλλον, με το μίνιμουμ των αντικειμένων, φωτισμό απόκοσμο σαν να μπαίνει ο ήλιος από την οροφή σε μια γοτθικού τύπου εκκλησία, με το σπίτι βράχο να περιστρέφεται μέσα στο μεγάλο μαύρο σκοτάδι της σκηνής (τα σκηνικά υπογράφει η Εύα Μανιδάκη). Δεν είναι αμελητέο: εικονογραφικά, εικαστικά, ο Καραθάνος δημιούργησε μια πινακοθήκη εικόνων εγκλεισμού μοναδικών – αν ο φωτογράφος Gregory Crewson ζούσε στην Δραπετσώνα, τέτοιες εικόνες θα έδινε στο παγκόσμιο κοινό του.
Το σπίτι που κάθε τόσο γυρίζει και γίνεται βράχος ή ανοίγει για να φανεί μέρος του δωματίου, κυριαρχεί φυσικά. Και καθώς οι ηθοποιοί το σπρώχνουν κάθε τόσο, μοιάζει να γίνεται ο βράχος του Προμηθέα, το σπίτι της σκηνής, κάτι σαν τον βράχο που σπρώχνει χωρίς νόημα, εγκλωβισμένος στη μοίρα του ο Σίσυφος. Και κάπως έτσι, ο Νίκος Καραθάνος, μέσα από ένα σπίτι κλειστό με ιστορίες μυστικές και ξεσπάσματα είναι σαν να έφερε μαζί στη σκηνή τον Προμηθέα και τον Σίσυφο. Σαν να έφερε κομμάτια του εαυτού μας, βαθιά εσωτερικά, κρυμμένα.
Τους έμαθα τη λέξη που είναι βοηθός της μνήμης
Το κείμενο υπέροχο, πιστό στον Αισχύλο με μικρές εμβόλιμες παραθέσεις του Καραθάνου, σαν χάδια στο μάγουλο, ο γνωστός του τρόπος να επικοινωνεί με το κείμενο και με το κοινό (την μετάφραση έκανε ο Γιάννης Αστέρης, στη διασκευή συμμετείχε ο Καραθάνος). «Η τέχνη μπροστά στη ανάγκη είναι ένα τίποτα» μονολογεί αυτός, ο κλέφτης της φωτιάς που στους ανθρώπους «τους έμαθα τη λέξη που είναι βοηθός της μνήμης». Ο Αγγελος Τριανταφύλλου έγραψε τη μουσική, που λειτούργησε ως λόγος, πρόσθεσε όγκο και έννοιες και λέξεις στη δράση επί σκηνής, έδωσε σώμα στους ήχους που σχημάτισαν τις λέξεις (έξι μουσικοί βρίσκονταν κάτω από τη σκηνή).
Στον Προμηθέα, ενώ τα πάντα θα μπορούσαν να έχουν μια ακαδημαϊκή ανάγνωση, ή μια εντελώς σουρεαλιστική αφαιρετική προσέγγιση στα όρια του avant garde, τελικά είδαμε τη ζωή μας με έναν ρεαλισμό που δεν θα πίστευες ότι ταιριάζει στον μύθο του Προμηθέα. Με σωματική στάση και ερμηνείες που σε πήγαιναν στη ζωή έξω στον δρόμο, σε όσα κρυφοκοιτάξαμε στα ισόγεια διαμερίσματα, στις ιστορίες που είδαμε να εξελίσσονται στα χωριά, στις ειδήσεις που φτάνουν στο σαλόνι από την τηλεόραση – και κυρίως αυτές της κακοποίησης που τόσο έχουν πληθύνει μέσα στα χρόνια της πανδημίας και του εγκλεισμού. «Είναι φοβερό πράγμα η συγγένεια», όπως μονολογεί ο Προμηθέας ήδη από την αρχή της παράστασης.
Οι Θεοί που έμοιαζαν θνητοί
Πλάι του, σπουδαίοι, ηθοποιοί: Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ως Βία και Ιώ, με ενέργεια που ένιωθες να κυκλώνει τη σκηνή, όπως το σπίτι που περιστρεφόταν, πληθωρική και μαζί με μια εσωτερική δωρικότητα, ένα μέτρημα, σαν ακροβάτρια μεταξύ συναισθήματος που υπερχειλίζει και ψυχρής αφηγήτριας. Μια δύναμη της θεατρικής φύσης. Ο Χρήστος Λούλης ως Κράτος (τραμπούκος κανονικός, σε έκανε να θες να αποστρέψεις το βλέμμα και να μην μπορείς) και ως Ερμής κατόρθωσε να αφήσει πίσω του την ταυτότητα του -δεν έβλεπες τον Λούλη, δεν διέκρινες τίποτα από αυτό που ξέρεις για τον γνωστό ηθοποιό, ήταν το Κράτος, ήταν ο Ερμής, δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Βαθιά ανθρώπινος, εύθραυστος, σε τεντωμένο σκοινί, ο Γιάννης Κότσιφας ως Ωκεανός και Ηφαιστος, ήταν το εκκρεμές του συναισθήματος και της συμπόνοιας, βαθιά θνητός αν και έπαιζε δυο θεούς.
Ολοι οι ήρωες στο κείμενο είναι θεοί ή μέλη βασιλικής οικογένειας, όμως η θνητότητά τους στη σκηνή ήταν σαν το δέρμα που ξεφλουδίζει μετά από την έκθεση στον ήλιο. Η συγκλονιστική στιγμή της προφητείας για το πότε θα λυθούν τα δεσμά του Προμηθέα και θα έρθει το τέλος της εξουσίας του Δία καθώς οι καπνοί πλημμύριζαν τη σκηνή σαν αφροί θάλασσας μανιασμένης, υπήρξε μεγαλειώδης -και ας καθόταν ο Προμηθέας με την Ιώ σε δυο καρέκλες, σαν έξω στον κήπο και τα έλεγαν μια νύχτα καλοκαιριού. Ολοι οι χαρακτήρες έμοιαζαν να κρέμονται στην άκρη ενός σχοινιού, ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να βρεθούν στον γκρεμό. Και όμως ένα μέτρο σταθερό, ένα γκέμι αόρατο, κράτησε τον ρυθμό, την ισορροπία ως το τέλος. Ως τη στιγμή που οι ήρωες έσμιξαν γύρω από ένα τραπέζι με το φαγητό να αχνίζει.
Για την Ελλη που έβγαζε από τη στάχτη πρόσφορο
Βλέποντας την παράσταση θα νιώσεις άβολα, θα βουρκώσεις, θα ξυπνήσουν μνήμες, ένας μικρός τρόμος, μικρές συνειδητοποιήσεις. Αλλά θα θες να γραπωθείς σε αυτό τον πλανήτη που έφτιαξε ο Καραθάνος. Και να μοιραστείς την συγκίνηση όταν στέλνει το δικό του μήνυμα στην επί χρόνια στενή συνεργάτιδά του Ελλη Παπαγεωργακοπούλου που έφυγε από τη ζωή πριν λίγους μήνες. «Να δώσετε τους χαιρετισμούς μου στην Ελλη μου που έβγαζε από τη στάχτη πρόσφορο».
Φεύγοντας από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στη βροχή, βγαίνω στη Χαμοστέρνας. Κάτω από μια γέφυρα μια γκρι μεταλλική σκηνή και απέξω τραπέζια, καρέκλες, σκούπες, αραδιασμένα. Το σπίτι βράχος και μαζί νομάς κάποιας οικογένειας -άστεγοι, τσιγγάνοι, ποιος ξέρει. Ηδη λίγα λεπτά μετά την αυλαία, είδα τον Προμηθέα του Καραθάνου στην άσφαλτο, στη ζωή. Μια παράσταση που θα μας ακολουθεί, θα μας τσιμπάει και θα μας φουρκίζει. Και θα θυμίζει «έι, είσαι άνθρωπος». Η παράσταση συνεχίζεται ως τις 30 Οκτωβρίου.