Κλειστές πόρτες ξαναβρήκε η πρόταση της ελληνικής πλευράς για επιβολή ειδικού τέλους από κάποιο ύψος τραπεζικών συναλλαγών και πάνω, καθώς οι δανειστές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το μέτρο αυτό θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που θεωρητικά μπορεί να λύσει.
«Η πρόταση δεν έφυγε ποτέ από το τραπέζι» σημειώνει κυβερνητική πηγή με άμεση γνώση της διαπραγμάτευσης, συμπληρώνοντας ότι πρόκειται για μέτρο που προτείνει η ελληνική πλευρά προκειμένου να καλυφθεί μέρος των 1,8 δις ευρώ (1% του ΑΕΠ), που βάσει Μνημονίου πρέπει να «κλειδώσουν» τώρα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% στο τέλος του 2018. Υπενθυμίζεται ότι μετά από μια από τις συναντήσεις της προηγούμενης εβδομάδας με το Κουαρτέτο, ο Ε. Τσακαλώτος είχε αποσυνδέσει το Ασφαλιστικό από το Φορολογικό και είχε τονίσει ότι το «κενό» θα καλυφθεί από τη φορολογία εισοδήματος «και άλλα μέτρα», χωρίς να διευκρινίσει ποια μπορεί να είναι αυτά τα μέτρα.
Η επιμονή της ελληνικής πλευράς σε ένα τέτοιο μέτρο αναμφίβολα επιβεβαιώνει την αίσθηση της ασφυκτικής πίεσης που δέχεται από τους δανειστές, προκειμένου να διευρύνει τη φορολογική βάση όχι επιβαρύνοντας περαιτέρω τα μεσαία εισοδήματα, αλλά συρρικνώνοντας την «ομπρέλα» του αφορολογήτου μόνο πάνω από εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τις 7.000 ευρώ. Ήδη, μετά από την τελευταία συνάντηση, άρχισε να διαφαίνεται το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική πλευρά, καθώς αν επιλέξει να διατηρήσει το αφορολόγητο στα σημερινά επίπεδα των 9.500 ευρώ, τότε ο πήχης των επιβαρύνσεων θα πρέπει να μπει πολύ χαμηλότερα από τις 30.000 ευρώ του αρχικού ελληνικού σχεδίου, πλησιάζοντας επικίνδυνα στο όριο των 20.000 ευρώ.
Με δεδομένο, δε, ότι η ελληνική πλευρά επιθυμεί να συμπεριλάβει και τους αγρότες στην κλίμακα των μισθωτών- με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό δημοσιονομικά- θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτο ένα μικρό- το πόσο μικρό θα φανεί στη σημερινή συνάντηση- «ψαλίδισμα» στο αφορολόγητο, έτσι ώστε να μοιραστούν κάπως καλύτερα τα βάρη αλλά και οι εντυπώσεις.