Τολμηρή ιδέα η δημιουργία ενός μιούζικαλ με θέμα την ασθένεια, την νοσηλεία, την ζωή και τον θάνατο σ’ ένα νοσηλευτικό ίδρυμα. Γνωρίζουμε ότι εκεί που ο πεζός λόγος αδυνατεί να μεταφέρει τα μεγάλα συναισθήματα, το τραγούδι μπορεί να τους δώσει μορφή, μία εκφραστική δίοδο. Τι συνέβη και στον «Ευαγγελισμό» (του Εθνικού Θεάτρου) λόγος και μουσική δεν κατάφεραν να συγκινήσουν το κοινό, παρά τις θαυμάσιες ερμηνείες του πολυμελούς θιάσου;
Είναι ενδιαφέρουσες οι ιδέες που διατυπώνουν στα σημειώματά τους στο πρόγραμμα του «Ευαγγελισμού» ο Γιάννης Αστερής (λιμπρέτο) και ο Άγγελος Τριανταφύλλου (μουσική, και σκηνοθεσία μαζί με τον Δημήτρη Σταυρόπουλο). Επιδίωξαν έναν «εύθυμο προβληματισμό πάνω στο θάνατο» - όχι τόσο στο φυσικό, βιολογικό γεγονός όσο «στην ψυχική κατάσταση» γράφει ο Αστερής. Μάλλον εννοεί τις πολλαπλές εκδοχές των ψυχολογικών αντιδράσεων που προκαλεί η συνείδηση του πεπερασμένου της ζωής, η αρρώστια, το επερχόμενο τέλος, όχι μόνο σ’ αυτούς που είναι άρρωστοι αλλά και στους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος τους.
Η αρχική ιδέα που κινητοποίησε τον Άγγελο Τριανταφύλλου και τον λιμπρετίστα είναι η εξής: Ας υποθέσουμε ότι ο Χάρος έβγαινε εκτός υπηρεσίας, ότι οι γιατροί ενός μεγάλου νοσοκομείου, ας πούμε του Ευαγγελισμού, τον κρατούσαν σε καταστολή. Τι θα συνέβαινε τότε στην μικρή «πολιτεία» των νοσούντων και ετοιμοθάνατων; Αν αυτοί για τους οποίους ο θάνατος είναι πλέον λύτρωση, έμεναν για άγνωστης διάρκειας διάστημα σε μια μετέωρη κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου; Τι θα γινόταν με το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών των αρρώστων στο νοσοκομείο όπου, όπως λέει ο διευθυντής της Α΄ Παθολογικής του νοσοκομείου, Απόστολος Παύλου (διόλου τυχαίο το ονοματεπώνυμο του προσώπου), είναι απαραίτητη «η ισορροπία και η ανθρωπιά»; Να εμποδίζεις τον θάνατο είναι έγκλημα κατά της φυσικής ισορροπίας και είναι και επιλογή αυταρχική και τυραννική για όσους είναι έτοιμοι για την έσχατη έξοδο.
Στον δρόμο του Κρίστοφ Μαρτάλερ
Πώς να μιλήσεις για όλα αυτά και μάλιστα με τον τρόπο του μουσικού θεάτρου; Νομίζω πως οδοδείκτης για τους δύο δημιουργούς είναι το αιρετικό μουσικό θέατρο του Ελβετού σκηνοθέτη Κρίστοφ Μαρτάλερ. Τουλάχιστον δύο παραστάσεις του, η «Φρουτόμυγα» (Φεστιβάλ Αθηνών 2007) και ο «Λυγμός» (Φεστιβάλ Αθηνών 2023), έχουν επηρεάσει εμφανώς την σύλληψη του «Ευαγγελισμού». Κυρίως ο «Λυγμός», καθώς εξελίσσεται στον αποστειρωμένο χώρο ενός φαρμακείου μία συνηθισμένη μέρα, με «ήρωες» τις υπάλληλους που τακτοποιούν τα φάρμακα στα ράφια, ανταλλάσσοντας κοινότοπες σκέψεις, κι έναν άνδρα που υποφέρει από δυσποκαταποσία. Και κει το έκτακτο, η κρίση μιας ασθένειας, τοποθετείται στην καθημερινότητα σαν οικείο γεγονός και η προσδοκία της γιατρειάς από την λήψη φαρμάκων διαλύεται μέσα στην συν-παθητική ειρωνεία της αντίφασης που χαρακτηρίζει τη σχέση ζωής-θανάτου. Η φορμαλιστική σκηνική δράση, οι λούπες του λόγου και η μουσική της παράστασης (συμπεριλαμβανόμενης και της πολυφωνικής «Lacrimosa» από το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ) καθιστούσαν τον «Λυγμό» ένα στιβαρό σκηνικό επιχείρημα.
Στον «Ευαγγελισμό» ωστόσο είναι η ελληνική αναρχία και το μεσογειακό ταμπεραμέντο που δίνουν τον τόνο -πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Παλεύοντας με τον Χάρο
Αρχαίοι και νεότεροι μύθοι πραγματεύονται την πάλη με τον Χάροντα, ως έκφραση του πιο μεγάλου πόθου των ανθρώπων, της ζωής χωρίς τον φόβο του θανάτου. Ο τίτλος, ωστόσο, συνδέει το έργο με την πλέον δυνατή σχετική αναφορά, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Με τον χριστιανισμό δόθηκε διαφορετική προοπτική στο τέλος της ανθρώπινης ζωής, που μπορεί να συνεχιστεί πια και μετά θάνατον αφού ο Ιησούς Χριστός «θανάτω θάνατον πατήσας». Ο Ευαγγελισμός μ’ αυτήν την χαρμόσυνη είδηση συνδέθηκε: ο Υιός του Θεού, που θα γεννήσει η Παρθένος, θα νικήσει για πάντα το θάνατο.
Ο Γιάννης Αστερής και ο Άγγελος Τριανταφύλλου επιχειρούν να αντιμετωπίσουν ένα εξόχως πολύπλοκο θέμα με τρόπο ευχάριστο, δηλαδή με την ειρωνία που επιβάλλει η σύγχρονη συνθήκη αλλά χωρίς τον κυνισμό και την σκληρότητα που συνήθως την προσδιορίζει. Στην ιστορία τους ο Ευαγγελισμός έχει χάσει την μεταφυσική του αίγλη - ταυτίζεται μ’ ένα λειτουργικά προβληματικό δημόσιο νοσοκομείο. Ο Αρχάγγελος δεν κομίζει χαρμόσυνη είδηση με κρίνο –γίνεται μία κουήρ περσόνα (άφυλοι οι άγγελοι στην χριστιανική θρησκεία) που περιφέρεται αδιάφορα στους χώρους του νοσοκομείου, σαν να λέμε εντός ενός σουρεαλιστικού μηχανισμού όπου όλα επιτρέπονται. Ο Θεός έφυγε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Οι άγγελοι, ως μεσάζοντες και ψυχοπομποί, έμειναν άνεργοι σ’ έναν κόσμο δίχως πίστη. Δίχως πίστη αλλά όχι χωρίς αγάπη. Η μεγάλη εικόνα της Παναγίας, που κάποιες στιγμές παίρνει την θέση της στο σκηνικό είναι προβολή της Γυναίκας –Μητέρας, όπως και οι δύο ερωτευμένες γυναίκες που στέκονται στο πλευρό του ασθενή άνδρα τους «όσες μέρες ή μήνες χρειαστεί».
Τρεις πόλοι δράσης σε διαρκή αλληλεπίδραση
Οι βασικοί πόλοι της σκηνικής δράσης είναι τρεις:
Α. Ο διευθυντής της Α΄ Παθολογικής και ο γιατρός φίλος του (τους υποδύονται ο Χρήστος Λούλης και ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας), που αποφασίζουν να κρατήσουν σε καταστολή τον Χάρο. Στην δική μου ανάγνωση είναι οι εκπρόσωποι της Σκέψης και της Δράσης, αυτοί διαμορφώνουν την δραματική κατάσταση, τολμούν, μελετούν τις συνέπειες και αποφασίζουν λύσεις.
Β. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες ως ένα σχεδόν μηχανικά κινούμενο σύνολο από το οποίο προκύπτουν οι πιο κωμικές σκηνές της ιστορίας. Το νοσοκομείο δεν λειτουργεί καλά, η παροχή των υπηρεσιών είναι καθόλα προβληματική, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες, όλοι είναι πιεσμένοι, το λειτούργημα μοιάζει περισσότερο με καταναγκαστική εργασία.
Γ. Οι ασθενείς (οι οποίοι λειτουργούν ως κωμική νότα και δεν συνδέονται με πόνο και δράμα) και δύο γυναίκες ασθενών που εκφράζουν το Συναίσθημα, την αγάπη που προσφέρεται γενναιόδωρα από τους συγγενείς στους νοσούντες/ετοιμοθάνατους. Τις ερμηνεύουν θαυμάσια η Κατερίνα Παπουτσάκη και η Μαρία Διακοπαναγιώτου (η φωνή της πραγματικά ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ ένα σύνολο ηθοποιών που όλοι τραγουδούν πολύ καλά). Για τους στίχους των τραγουδιών που ερμηνεύουν, ωστόσο, γενικά για το λιμπρέτο, οι αντιρρήσεις υπερτερούν των θετικών σχολίων.
Γρήγορη ροή, περιττά επεισόδια
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Άγγελος Τριανταφύλου και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος είχε γρήγορη ροή και εύστοχη διείσδυση της μιας σκηνής στην επόμενη. Τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη αξιοποιούν τους μηχανισμούς της σκηνής, ώστε να υπάρχει διαρκής εναλλαγή και διαμόρφωση επιμέρους σκηνικών τόπων. Παρά την ευπρόσδεκτη κινητικότητα της δράσης (στην οποία συμβάλλει και η χρήση της περιστρεφόμενης σκηνής), το έργο μοιάζει να διαρκεί πολύ.
Εξηγούμαι: υπάρχουν σκηνές/πρόσωπα που θα μπορούσαν να λείπουν αφού δεν προσφέρουν κάτι στην ιστορία – αντιθέτως, χαλαρώνουν την δραματουργική δομή. Εννοώ κυρίως επιθεωρησιακού ύφους σκηνές που λειτουργούν παρενθετικά στην κύρια δράση. Όπως οι σκηνές με την κυρία Ζαφείρη, ιατρό στην Α’ Παθολογική, που όλοι την αναζητούν αλλά αυτή κλαίει και οδύρεται στο σπίτι της. Έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε στον τζόγο και κινδυνεύει να χάσει το σπίτι της. Ναι, εντάξει, σίγουρα και οι γιατροί έχουν τα δικά τους προβλήματα, αλλά ο πόνος μιας γιατρίνας εξαρτημένης από τα άλογα και στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ρόλο που ερμηνεύει η Ελένη Κοκκίδου, δεν κολλάει καλά με τον κόσμο του «Ευαγγελισμού».
Σαν επιθεωρησιακό σκετς είναι και η σκηνή με την Νατάσα Μποφίλιου/Μάρθα Φριντζήλα ως εικαστικό που καταφτάνει εν εξάλλω από την Εθνική Πινακοθήκη και την κακή τέχνη που είδε. Το έργο που απεχθάνεται, και θα ζητήσει –όπως λέει- να απομακρυνθεί όταν η ίδια κάνει έκθεση, είναι η «Λαϊκή Αγορά» του Τέτση! Προσπαθώντας να ενδυναμώσουν την ευχάριστη διάσταση της παράστασης, οι Αστερής και Τριανταφύλλου μάλλον βρήκαν πρόσφορο ένα σχόλιο για τους καλλιτέχνες, που ζουν στον «κόσμο» τους ακόμα κι όταν οι άνθρωποι γύρω τους αρρωσταίνουν και υποφέρουν. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, πάντως, δίνεται η εντύπωση ότι κάτι άλλο ήθελε να είναι ο «Ευαγγελισμός», όχι το μουσικό έργο που είδαμε.
Και Καραγκούνες;
Ναι, και Καραγκούνες υπάρχουν στον «Ευαγγελισμό», που στήνουν μάλιστα χορό, χωρίς κανείς να μπορεί να εντοπίσει τον δραματουργικό λόγο. Έχω την εντύπωση ότι αποτελεί περίπτωση ιδέας που κάποιος από τον θίασο είπε τον καιρό των προβών και υιοθετήθηκε στην παράσταση ως αυτοαναφορική, inside job, πινελιά. Ερμηνείες για την ένθεσή τους μπορούν να δοθούν διάφορες. Θα μπορούσε, λ.χ., ένας ασθενής να είδε στο όνειρό του, στο κρεβάτι του πόνου, μία σκηνή από τα παιδικά του χρόνια, χορούς και πανηγύρια στον τόπο του. Το ζήτημα είναι αν το σύνολο των γυναικών με τις παραδοσιακές στολές εξυπηρετεί κάτι στην παράσταση, πέραν της επιδίωξης για παραξένισμα του κοινού.
Δεν είναι σπάνιο στην Ιστορία της Όπερας οι συνθέτες να επανέρχονται σε ένα έργο τους, να αλλάζουν το λιμπρέτο, να κόβουν ή να προσθέτουν μέρη. Ο «Ευαγγελισμός» ίσως άξιζε άλλη μία ευκαιρία, εφόσον το δημιουργικό δίδυμο επανεξέταζε δομή και διάρκεια. Κάποια σημεία του λιμπρέτου είναι τόσο πεζά που αναρωτιέται κανείς γιατί να τραγουδιούνται αντί να ερμηνεύονται σε πρόζα. Σε κάποια άλλα οι στίχοι είναι από αντιλυρικοί έως ανούσιοι. Δεν λείπει και ένα εξομολογητικό μέρος σε στυλ Κιτσοπούλου για την αγάπη, το μόνο πράγμα που δεν έχει γιατρικό (και δεν σηκώνει ούτε σαλοσπίρ, ούτε αλγκοφρέν, όπως ακούμε). «Κι αν κάποτε μάθω να γιατρεύω την αγάπη, πάρε ένα σφουγγάρι και σβήσε το γιατρικό από το μυαλό μου» λέει η ηρωίδα και συμπληρώνει «Θέλω να είμαι καλή, δεν θέλω να ζηλεύω, δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια. Θέλω να χαίρομαι για το καλό και να ξεχνάω το κακό. Θέλω να αντέχω και να αντέχομαι». Μείζον δε τούτων η Αγάπη και τα λοιπά.
Το μιούζικαλ τελειώνει με μία μεγάλη τραγουδιστική παρένθεση από την Έλλη Πασπαλά, που εμφανίζεται ως Έλλη Πασπαλά, χωρίς άλλη δραματουργική σύνδεση. Προφανώς πρόκειται για επιρροή Νίκου Καραθάνου: Θυμάμαι ότι στην «Οπερέτα» που είχε σκηνοθετήσει το 2017-8, το τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου λίγο πριν το τέλος κατέβαζε απότομα την θερμοκρασία της παράστασης. Το ίδιο συμβαίνει και δω με το τραγούδι της Πασπαλά. Αν έλειπε, ο χρόνος της παράστασης θα ήταν πιο σφιχτός κι η παράσταση θα τελείωνε μ’ ένα φινάλε ταιριαστό σε μιούζικαλ - με τον παράδοξο πανηγυρικό του τέλους, μία αντιστροφή της χριστιανικής χαρμόσυνης είδησης: Ευτυχώς που ο Θάνατος δεν νικήθηκε, οι βαριά ασθενείς καταλήγουν και η ισορροπία των πραγμάτων επανήλθε.
Ένα μιούζικαλ που διαρκεί 150 λεπτά χρειάζεται πολλή μουσική, πόσο μάλλον όταν, όπως στον «Ευαγγελισμό», η μουσική συνοδεύει διαρκώς της δράση. Τρία-τέσσερα καλά μουσικά θέματα (άλλοτε με χατζιδακική επιρροή κι άλλοτε με αναφορές στην μεγάλη παρακαταθήκη της τζαζ και του αμερικανικού μιούζικαλ) δεν είναι αρκετά για να ισορροπήσουν με τα μεγαλύτερης διάρκειας, αδιάφορα μουσικά μέρη.
Εντέλει, με πιο συνετή δραματουργική διαχείριση, που σημαίνει αυστηρότερη επιλογή των μουσικών κομματιών και ανάλογη προσαρμογή του λιμπρέτου, ο «Ευαγγελισμός» θα μπορούσε να είναι πράγματι αξιοπρόσεκτη πρόταση ελληνικού μουσικού θεάτρου.
Μπράβο σε όλους τους ηθοποιούς (ειδική αναφορά αξίζει η Ευαγγελία Καρακατσάνη στον ρόλο της προϊσταμένης), στους τραγουδιστές και στους μουσικούς του «Ευαγγελισμού», παρά την αμφίθυμη τελική εντύπωση.