Σαν τους μάγους που κουνάνε ένα ρολόι μπροστά στα μάτια σου και σε υπνωτίζουν, για να τους ακολουθήσεις, η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου στο δεύτερο podcast που ετοίμασε για την Επιτροπή Ελλάδα 2021, ταξιδεύει από το 1900 ως το 1930 με διαρκείς ανατροπές.
Αν στο πρώτο podcast που βρήκε ανήμερα το Πάσχα ένιωθες ότι ανοίγεις τα χέρια για να αγγίξεις τον ώμο του άλλου και να χορέψετε, ή βγάζεις ένα μαντήλι για ένα επικό τσάμικο, τώρα, το δεύτερο podcast που βγήκε στον αέρα την Κυριακή, μετριάζει κάπως το γλέντι. Βαθαίνει, γίνεται πιο πολιτικό, πιο πικρό με συνειδητοποιήσεις και αυτοκριτική, με κάθε τόσο μικρές αναπάντεχες εκρήξεις χαράς ή γέλιου, πριν επιστρέψει σε μοιρολόγια, σε λόγια χωρισμού, ξενιτεμού. Και επιφυλάσσει μια μέγιστη έκπληξη: τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σε μια ηχογράφιση ντοκουμέντο, να τραγουδά τον Διγενή. Ακούγοντας τη φωνή του, a capella, χωρίς μουσική, είναι αδύνατον να μην νιώσεις το ρίγος μιας σχεδόν πρόσωπο-πρόσωπο συνάντησης με έναν θρύλο. Με ένα πρόσωπο που καθόρισε την Ελλάδα.
Φωνές προτομές, αρχετυπικές: Σαμίου, Αηδονίδης, Δανάη…
Το δεύτερο podcast που εκκινεί με ιδανικό σαββοπουλικό τρόπο: από την πρώτη πτήση του Ζέπελιν το καλοκαίρι του 1900, την ευφορία, την δημιουργία προσδοκιών για κάτι μεγάλο, ανίκητο. Διανύει την απόσταση από το 1900 ως το 1930. Και σαν ένα μικρό χαστούκι στον παραζαλισμένο που έχει χάσει το κέντρο του, μας θυμίζει την καθηλωτική δύναμη των φωνών, της ερμηνείας. Δόμνα Σαμίου, Δανάη, Χρόνης Αηδονίδης, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιώργος Νταλάρας… Φωνές προτομές, αρχετυπικές. Μέσα σε μια μιντιακή καθημερινότητα πνιγμένη σε διαρκή φάλτσα και φαλτσέτα, φωνές ναρκισσιστικές που υποτάσσονται στη χορογραφία, μέσα σε τηλεοπτικές ακαδημίες και talent show, το να ακούσεις τον Χρόνη Αηδονίδη μπορεί να σου κόψει την ανάσα. Και η φωνή της Δόμνας Σαμίου, ξαφνικά, μέσα στον ορυμαγδό των φωνών ολούθε, να σε κάνει να θες να σταματήσεις το αυτοκίνητο στην άκρη, για να την ακούσεις.
Η κυριαρχία μιας μόδας εντελώς χαζής
Ο Σαββόπουλος -αν και το είχαμε υποψιαστεί ήδη από το πρώτο podcast- αποκαλύπτει την αδυναμία του στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη, τον πρύτανη της οπερέτας, που κυριαρχεί με πλήθος τραγουδιών. Η αρχή της ακρόασης γίνεται μουσικά με όλες τις ελληνικές εκδοχές δημοφιλών γαλλικών τραγουδιών, όπως το «Η Κική και η Κοκό», το «Είναι πεταχτή». Με το Ζέπελιν να πετά στους ουρανούς και να κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα, «υπάρχει βουβή ανάγκη για μεγάλες χειρονομίες, θριαμβεύει ο ρομαντισμός», όμως κάτι έρχεται, το νιώθεις στον αέρα, φοιτητές επιχειρούν να κάψουν το Βασιλικό Θέατρο γιατί ανεβάζει Αισχύλο στη δημοτική.
Μουσικά κυριαρχεί μια «μόδα εντελώς χαζή» εκεί στα 1900 με τα ξένα σουξέ που τα κλέβουν σχεδόν οι συνθέτες και βάζουν ελληνικούς στίχους. Ακόμα και ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης το παραδέχθηκε σε συνέντευξή του που επικαλείται ο Σαββόπουλος. Όταν ο Αττίκ επιχειρεί να γράψει τη μουσική για μια επιθεώρηση, αποτυγχάνει παταγωδώς, το έργο κατεβαίνει άρον άρον. Η χώρα, πληγωμένη από την ήττα του 1897, τις πολεμικές αποζημιώσεις, τις διαρκείς αλλαγές πρωθυπουργών, θέλει να ξεχαστεί, θέλει να νιώσει ότι ανήκει στη Δύση. Κινδυνέψαμε να γίνουμε μουσική αποικία, «ανθυποβέλγιο» όπως λέει ο Σαββόπουλος. Ωσπου ήρθαν να μας σώσουν οι καντάδες. Δομικά τους στοιχεία συναντάμε αργότερα στα ρεμπέτικα, ακόμα και στα έντεχνα. Ακούμε την εμβληματική «Ανθισμένη αμυγδαλιά» και ο γητευτής Σαββόπουλος μας μεταφέρει μέσα στον πίνακα του Ιάκωβου Ρίζου από το 1897, με τον νεαρό αξιωματικό που διαβάζει το βιβλίο του μαζί με δυο γυναίκες σε μια βεράντα που νομίζεις ότι αν απλώσεις το χέρι θα αγγίξει την Ακρόπολη. Και ως ιδανικός «πωλητής» δίνει και πάσα στους ακροατές: να επισκεφθούν την Πινακοθήκη όπου και βρίσκεται ο πίνακας.
Ο Βενιζέλος τραγουδά «ε, να ανέβαινα στον ουρανό»
Ο Παύλος Μελάς είναι ένα από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτό το podcast. Aλλωστε, λέει ο Σαββόπουλος που αποκαλύπτει πολλά μυστικά εδώ, η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» ήταν αγαπημένο του τραγούδι. Και έτσι, ακαριαία, περνάμε μουσικά από το άκουσμα της καντάδας στο μοιρολόι για τον Μελά «Εκεί ψηλά στην Καστοριά» και αμέσως μετά σε ένα σλαβόφωνο μοιρολόι «Παύλε Καπετάντε». Ο Σαββόπουλος ξέρει ότι η γιορτή, δεν μπορεί να μην περικλείει την απουσία, τον πόνο. Και ότι οι κορυφές είναι ο έρωτας και ο θάνατος.
«Ε να ανέβαινα στον ουρανό, να ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω». Μια ανδρική φωνή, που βγαίνει βαθιά από τα βαθιά σπήλαια του λαιμού. Νιώθεις ότι προσπαθεί να στρογγυλέψει κάπως τους στίχους, να δώσει έναν στόμφο, χωρίς να λείπει ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στη φωνή του. Είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε ένα ντοκουμέντο που εξασφάλισε ο Σαββόπουλος. Τραγουδά μόνος, χωρίς μουσική Aργότερα, ακούμε και μια σπάνια ηχογράφηση από το 1919 του «Της Αμύνης τα παιδιά». Στη συνέχεια ακούμε και άλλες εκτελέσεις του τραγουδιού, με κλείσιμο από «τη δύναμη της φύσεως που λέγεται Γιώργος Νταλάρας». Aλλά και το «Τρία καράβια πάνε» με τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη.
Η πατριδογνωσία του νόστου και της περηφάνειας
Και από αυτό δέος αμέσως ο Σαββόπουλος μας βγάζει στο ξέφωτο του παιχνιδιού, της ερωτικής χαράς, με διηγήσεις για τη μάνα του, τον έρωτα τον κεραυνοβόλο που ένιωσε για τον πατέρα του όταν τον πρωτοείδε στην οδό Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη. Μόλις είχε φτάσει από το Φανάρι, κάτι που ίσως της αρκούσε αρχικά για να τον θαυμάσει. Ο Σακελλαρίδης με το «Σφίξε με» επελαύνει, ακολουθεί το «Κοριτσάκι» και κρυφές ματιές του Σαββόπουλου σε αυτό που ήταν η σχέση των γονιών του.
Και μετά, πατριδογνωσία του νόστου και της περηφάνειας. «Τι σε νοιάζει εσένανε από που είμαι εγώ» και ο Σαββόπουλος μας μεταφέρει σε ένα μπαρ στο Μανχάταν να ακούει έκπληκτος τον διπλανό του Αμερικάνο να λέει ότι κατάγεται από τη Smyrna των ΗΠΑ. Ρωτώντας τον βυζαντινολόγο Σπυρίδωνα Βρυώνει, έμαθε: τον 17ο αιώνα ένας Αγγλος πλοιοκτήτης με δυο σκάφη έψαχνε πλήρωμα για να πάει στην Αμερική. Ηταν αδύνατο να βρει ναυτικούς. Φτάνοντας στη Χίο, ερωτεύθηκε μια Σμυρνιά, παντρεύτηκαν και αυτή έπεισε πατριώτες της να πάνε όλοι μαζί στην άγνωστη ήπειρο. Εφτασαν. Αφησαν τα πλοία, περπάτησαν για μέρες, η καπετάνισσα πέθανε από τις κακουχίες. Προς τιμή της ονόμασαν την πόλη Smyrna. Και κάθε 23 Ιουνίου, ακόμα και τώρα, στην πόλη αυτή της Τζόρτζια, πηδάνε φωτιές.
Πρώτα ήρθε ο ήχος τους, μετά οι σκιές με τους μπόγους των προσφύγων
Η ροή του podcast συνεχίζει με διάφορες εκδοχές του «Τζιβαέρι» -και με ένα κλείσιμο του ματιού του ως προς την υπεροχή του σε σχέση με τη φορτισμένη σουφραζέτα του «Είμαι η νέα γυναίκα», πάλι του Σακελλαρίδη. Και μετά έρχονται τα τραγούδια της Σμύρνης, αυθεντικά, στη συνάντησή τους με το ρεμπέτικο, ακόμα με το αμερικάνικο ragtime. Ερχεται όμως και μια υπόκλιση και μαζί μια συγνώμη του Σαββόπουλου για τους σπουδαίους μουσικούς, τους συνθέτες, τους μαέστρους της Μικράς Ασίας που ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1922 και οι «κομπλεξικοί» συνάδελφοί τους δεν τους υποδέχθηκαν όπως άρμοζε -αν και βαθιά τους θαύμαζαν. «Πρώτα ήρθε ο ήχος τους στην Ελλάδα» λέει ο Σαββόπουλος και μετά άρχισαν να φαίνονται οι σκιές με του μπόγους.
Η λάγνα Ανατολή κυριαρχεί, το πλοίο της Δύσης εγκαταλείπεται, ο κόσμος θέλει τώρα Νότο, οριενταλισμό, σωματικότητα. Η Μεγάλη Ιδέα θρυμματίστηκε όπως και το Ζέπελιν που έσκασε με δεκάδες θύματα «εξερράγη ο Τιτανικός του ουρανού» Και κάπως έτσι μπαίνει η «Μισιρλού» με την πέραν του κόσμου τούτου φωνή της Δανάης. Για το κλείσιμο, και πάλι η τιτάνια φωνή που περικλείει την Ελλάδα. Η Δόμνα Σαμίου με το «Εχε γεια Παναγιά». Αποχαιρετισμός μέχρι την επόμενη συνάντηση με τα podcasts του Σαββόπουλου. Ακούγοντάς του, κατάλαβα σχεδόν πώς ένιωθε ο παππούς μου που θεωρούσε ιερές τις στιγμές κάθε απόγευμα πλάι στο μεγάλο Grundig στο σαλόνι.
Αυτά ήταν μερικά μόνο από τα σχεδόν 30 τραγούδια που ακούγονται στα 60 λεπτά του podcast. Tην εικαστική επιμέλεια έχει ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, την έρευνα επιμελήθηκαν ο Λάμπρος Λιάβας και ο Γιώργος Κοντογιάννης, τον ήχο τα Sierra Studios. Ακούστε το podcast στο https://www.greece2021.gr/to-zepelin/