Οι εκλογολόγοι και οι αναλυτές δημοσκοπήσεων των κομματικών επιτελείων έχουν πέσει με τα μούτρα στα κιτάπια τους, με το που ξημέρωσε ο νέος χρόνος, προσπαθώντας να προσδιορίσουν και περισσότερο να προβλέψουν τις επιπτώσεις από την αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό που επέφεραν οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη ως νέου προέδρου του κόμματος.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ έδειξαν μια σαφέστατη τάση αύξησης των ποσοστών του σε σεβαστά διψήφια νούμερα. Αλλά η σημαντικότερη ποιοτική διαφορά από τις παλιότερες δημοσκοπήσεις είναι το γεγονός ότι το «κανείς από τους δύο» (Μητσοτάκης/ΝΔ –Τσίπρας/ΣΥΡΙΖΑ), που… ερχόταν πρώτο στις τελευταίες μετρήσεις, αυτή η γενική και αόριστη δυσαρέσκεια του κόσμου στους δύο βασικούς «παίκτες» (ιδίως με την όξυνση της πανδημίας), δείχνει τώρα να έχει βρει το «λιμάνι» στο οποίο θα καταφύγει για να «ξεφορτώσει» τη δυσαρέσκειά του.
Η σύγκριση της κυβέρνησης και των επιδόσεών της με την αντίστοιχη εμπειρία των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο η σύγκριση Μητσοτάκη-Τσίπρα λειτουργούσε συντριπτικά υπέρ της πρώτης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που τη φθορά και δημοσκοπική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε να εισπράξει το ΚΙΝΑΛ με την εσωστρέφεια και τις ενδοκομματικές διαμάχες του.
Ακόμη και δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του παλιού ΠΑΣΟΚ που είχαν καταφύγει στον ΣΥΡΙΖΑ, οι μετρήσεις έδειχναν ότι, εγκαταλείποντας τον Τσίπρα, προτιμούσαν τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά ΝΔ του Μητσοτάκη.
Φρέσκος αέρας στα πανιά του ΠΑΣΟΚ
Με την εκλογή Ανδρουλάκη, δείχνει να φυσάει φρέσκος αέρας στα πανιά του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Φυσικά, βοηθάει η αλλαγή ηγεσίας και το άφθαρτο πρόσωπο του νέου προέδρου στη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας -αλλά και προσμονής.
Οι πρώτες θετικές εντυπώσεις και προσδοκίες θα πρέπει να επιβεβαιωθούν στην πράξη, την οργάνωση, τις πολιτικές, τον προγραμματικό λόγο, τις ουσιαστικές, εναλλακτικές, υλοποιήσιμες προτάσεις.
Αν το ΠΑΣΟΚ μείνει στην… πανηγυριώτικη αισιοδοξία και τις αυταπάτες, ότι αρκεί η αλλαγή ενός προσώπου για να φέρει την άνοιξη, κινδυνεύει να απογοητευθεί οικτρά και να δει όλους αυτούς που στις τελευταίες δημοσκοπήσεις στράφηκαν με ελπίδες προς αυτό, να λακίζουν (και θυμωμένα, γιατί τους «επετράπη» να ελπίσουν…) σε άλλα «θελκτικά» συγκριτικά κόμματα ή στο «λευκό» και την αποχή, έστω και με κρύα καρδιά…
Θα δούμε -για να καταφύγουμε κι εμείς στη μόνιμη επωδό των ημερών που ζούμε…
Με τον ΣΥΡΙΖΑ να αποδεικνύεται ανίκανος να ανασυνταχθεί (πάνε πια δύο χρόνια από την εκλογική ήττα του, κι αυτός… χορεύει σαν να μην έχει συμβεί τίποτε!), κολλημένος σε μοτίβα αντιπολίτευσης που είχε συνηθίσει μια 10ετία πίσω, αλλά πλέον οι συνθήκες δεν ευνοούν τέτοιες ξοφλημένες πολιτικές, η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης ξέρει ότι δεν απειλείται με επάνοδο στην εξουσία του κ. Τσίπρα και του… πολυκομματικού κόμματός του. Αν κάτι πρέπει να προβληματίζει το Μέγαρο Μαξίμου είναι οι προοπτικές (θεωρητικές και σε επίπεδο προσδοκιών, επί του παρόντος) εντυπωσιακής ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μέχρι την προσεχή εκλογική αναμέτρηση, με απλή αναλογική.
Η επιμονή Μητσοτάκη για εκλογές στο τέλος της 4ετίας
Ο κ. Μητσοτάκης επιμένει ότι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της 4ετίας, δηλαδή σε 18 μήνες από σήμερα. Και έχει ξεκαθαρίσει ότι ως (το πιθανότατο) πρώτο κόμμα σ’ αυτές τις εκλογές με αναλογική, δεν θα συνεργασθεί με άλλο κόμμα, αλλά θα πάει σε δεύτερες «κολλητές» κάλπες και σ’ αυτές (με τον νέο εκλογικό νόμο που θα ισχύσει) θα επιδιώξει αυτοδυναμία.
Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα και τις λογικές προβολές τους μέχρι τις πρώτες κάλπες, τα κουκιά δεν θα βγαίνουν για κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ -αν υποτεθεί ότι ο κ. Ανδρουλάκης σκέφτεται για τότε μια τέτοια «λύση».
Αν έχει αυξήσει εντυπωσιακά τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ (κάποιοι λένε ότι, αν πολιτευθεί σωστά, μπορεί να αναδειχθεί και δεύτερο κόμμα -δύσκολο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις…), και με τις επόμενες κάλπες με τον νέο νόμο σε απόσταση αναπνοής, το λογικότερο και πιθανότερο είναι να προσδοκά ότι σε αυτές θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, αναδεικνύοντας το κόμμα του σε ρυθμιστικό παράγοντα. Ίσως να μιλάμε για πολύ αισιόδοξα, σχεδόν εξωπραγματικά ενδεχόμενα. Αλλά το «λογικό» θα είναι ο κ. Ανδρουλάκης να μη δεχθεί συνασπισμό ούτε με τη ΝΔ ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το «κλειδί» είναι αν σε αυτές τις δεύτερες με τον νέο νόμο εκλογές, η ΝΔ θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία -κάτι που από πολλούς θεωρείται σχεδόν βέβαιο. Αν το πετύχει, θα έχει μπροστά της μια τετραετία να εφαρμόσει το πρόγραμμα και τις μεταρρυθμίσεις που έχει επαγγελθεί, και που σε μεγάλο βαθμό «κόλλησαν» εξαιτίας των... απανωτών κρίσεων (Έβρος, προσφυγικό, κρίση στο Αιγαίο, με αποκορύφωμα την πανδημία). Με την πανδημία σε σχεδόν πλήρη έλεγχο, όπως ελπίζουν οι επιστήμονες, και την οικονομία (που ήδη και τώρα πάει καλά) να μην επηρεάζεται από τις επιπτώσεις που μας ταλανίζουν δύο χρόνια, θα έχει μπροστά της έναν καθαρό τετραετή πολιτικό ορίζοντα.
Αν, όμως, δεν πετύχει την αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές, και ο ενισχυμένος Ανδρουλάκης έχει αποκλείσει έναν συνασπισμό κέντρου-κεντροαριστεράς, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Μητσοτάκης θα πάει σε… τρίτες εκλογές (το έργο το έχουμε ξαναδεί…), επισείοντας το δίλημμα «ή μου δίνετε αυτοδυναμία, ή η χώρα μπαίνει σε περιπέτειες και αστάθεια», ποντάροντας στον φόβο της μεσαίας τάξης από… το χάος και την απογοήτευση ικανής μερίδας ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ από την άρνηση Ανδρουλάκη να το αποσοβήσει μετέχοντας σε κυβέρνηση συνασπισμού.
Αν περάσει κανείς από την… κρησάρα της λογικής όλα τα παραπάνω, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αν στο επόμενο 18μηνο ο Ανδρουλάκης καταφέρει να ανασυγκροτήσει και εκσυγχρονίσει το ΠΑΣΟΚ, θα μπορεί να ελπίζει σε πιθανή ανάληψη της εξουσίας… μετά τη δεύτερη θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που είτε στις δεύτερες είτε στις τρίτες εκλογές θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα την εξασφαλίσει -και μετά εναπόκειται σε αυτόν τι μέλλον θα έχει η Νέα Δημοκρατία.
Αλλά και πάλι… θα δούμε!