"Με γράφουν στην ταυτότητα Σταύρο Καραμανιώλα/ είμαι γλεντζές, καλαμπουρτζής και δημοκράτης φόλα/ Μικροί μεγάλοι στο χωριό με λένε μπάρμπα Σταύρο/ μέρα και νύχτα τραγουδώ, πίνω κρασάκι μαύρο".
Με τον στίχο αυτό μας συστήθηκε ο υπεραιωνόβιος λαϊκός ποιητής και συνθέτης Σταύρος Καραμανιώλας, όταν τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στον Πρίνο της Θάσου, όπου ζει με την κυρά του, έχοντας στο πλάι του την οικογένεια του εγγονού του Απόστολου Βουρβουτσιώτη.
"Η ταυτότητα γράφει το '11, αλλά είμαι το '09 γεννηθείς. Το '12, που απελευθερωθήκαμε, ήμουν κοτζαμάν παιδί, όλα τα θυμάμαι", λέει στην τηλεοπτική κάμερα του ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μπάρμπα Σταύρος.
Η συζήτηση μαζί του είναι καθόλα απολαυστική, μας "αιχμαλωτίζει" με τη ζωντάνια και το χιούμορ του, που ενίοτε ... τσακίζει κόκαλα, ειδικά όταν αναφέρεται στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Τον ρωτάμε πώς ξεκινάει τη μέρα του και μας δείχνει το μπαχτσεδάκι που καλλιεργεί ο ίδιος, ακόμα και σήμερα, αν και πλέον δεν τον βοηθούν πολύ τα μάτια του, γι΄ αυτό και αναγκάζεται να κρατάει μπαστούνι.
"Δεν μπορώ να κάτσω έτσι ... Πρέπει κάτι να κάνω. Περνάω την ώρα μου με τις ντοματίτσες, τις πιπεριές, τις μελιτζάνες, το δυόσμο, τη ρίγανη, τη μαντζουράνα ... Κάνω και ωραίο τσιπουράκι, σωστό ελιξίριο. Πίνω λίγο κάθε μέρα. Από τον Οκτώβριο και ύστερα πίνω κρασί μπρούσκο κόκκινο", μας λέει ο μπάρμπα Σταύρος.
Ποιο, όμως, είναι το μυστικό της μακροζωίας του και πού οφείλεται το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν ξέρει τι θα πει κρυολόγημα, ούτε έχει κάποια πάθηση; "Έχω στη ζωή μου ρέγουλα. Πρώτα-πρώτα, πίνω για να πίνω και όχι να με πίνει αυτό. Και το φαγητό με μέτρο. Άμα κάνω την προσευχή μου, ό,τι να μου δώσεις μετά, δεν παίρνω ούτε μπουκιά. Άμα φτάσω να πάρω φάρμακα, θα αρρωστήσω", μας εξηγεί ο υπεραιωνόβιος ... έφηβος.
Μια μόνο φορά έκανε εγχείριση. Είχε "καβατζάρει" τα 80, όταν έπαθε ειλεό. Μεσάνυχτα ήταν, στο νοσοκομείο της Καβάλας, και αφού δεν τολμούσαν οι γιατροί, λόγω ηλικίας, να κάνουν την επέμβαση με ολική νάρκωση, πάνω στο μαχαίρι αυτός τους έλεγε τραγούδια του για να τους διασκεδάσει. Και φυσικά τους αφιέρωσε αργότερα κι ένα χιουμοριστικό ποίημα, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.
Και η ζωή συνεχίζεται- όπως μας λέει περιπαικτικά- με το "σύμφωνο μη επίθεσης που έκανα με το χάρο, να συνεχίσω με κρασί, να κόψω το τσιγάρο".
Πάνω στην κουβέντα έρχονται οι μεζέδες και τα ποτηράκια με το παγωμένο τσίπουρο, για να κυλήσει αβίαστα η συνέχεια της ιστορίας του, διανθισμένη με τα στιχάκια του, που μας τα τραγουδάει. Μπορεί να μην έμαθε γράμματα πολλά- "δεν πήγα στο γυμνάσιο ούτε και στον Ευκλείδη, τετάρτη του δημοτικού πήγα στον Τσανακλίδη"- έχει όμως από παιδί το Θείο χάρισμα να εκφράζεται σε έμμετρο λόγο και να τον μετατρέπει σε τραγούδι.
Έχει γράψει πάνω από 250 στίχους, με θέματα ποικίλα, που ακόμα και σήμερα τους θυμάται όλους. Στη δισκογραφία, όμως, εμφανίστηκε για πρώτη φορά μόλις το 1991, με έξι τραγούδια στο δίσκο "Οι Δακοκτόνοι", των Χειμερινών Κολυμβητών.
Αφορμή στάθηκε η γνωριμία του με τον Αργύρη Μπακιρτζή, που αγόρασε σπίτι στο γενέθλιο χωριό του μπάρμπα Σταύρου, τον όμορφο Καζαβίτη. Ήταν σ' ένα πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων. Ως τότε, τον περνούσε για θεολόγο, βλέποντας τα μακριά μαλλιά που είχε και τη γενειάδα. Εκείνο το βράδυ, ο Θεσσαλονικιός αρχιτέκτονας-τραγουδοποιός μπήκε στην ψυχή του.
"Άκουσε τα τραγούδια μου και του άρεσαν. Το πρώτο μου τραγούδι, τον 'Ποδηλατιστή', που έγραψα όταν ήμουν 15 χρονών, αυτός το έκανε γνωστό. Δούλευα τότε στην Καβάλα. Έκανα κουμπαρά- ένα κουλούρι έτρωγα μόνο- και σιγά-σιγά, το Πάσχα, πήρα το ποδήλατο. Από τη χαρά μου έκατσα και έγραψα το τραγούδι:
"Έχω ποδήλατο καλό, όπου κι αν θέλεις πάει/ σαν πεις, κι ο ποδηλατιστής σαν το πουλί πετάει/ Έχω και πένσα/ Έχω και πένσα, τρόμπα, οχτάκλειδο και πένσα/ Έχω τιμόνι, κούρσα και μπροστινό φτερό...".
Έκτοτε, χαρές και λύπες στη ζωή του έπαιρναν μορφή σε στίχους και τραγούδια, που χρωμάτιζαν την καθημερινότητα όσων τον συναναστρέφονταν.
Φυσικά, με τίποτα δεν θα μπορούσε ο μικρός Σταύρος να φανταστεί τότε ότι, ύστερα από πολλές δεκαετίες, το 1987, θα τραγουδούσε τον "Ποδηλατιστή" και άλλα δικά του τραγούδια στη συναυλία που έδωσε στο Λυκαβηττό με τους "Χειμερινούς Κολυμβητές", μπροστά σε τρεις χιλιάδες κόσμου, που τον αποθέωσε.
Η γνωριμία με τον Μάρκο Βαμβακάρη
Έμαθε μόνος του να παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά και από τα βαλς και τα ταγκό πέρασε ανεπιστρεπτί στα ρεμπέτικα. Στην Καβάλα, αντάμωσε τους μεγάλους της εποχής, Στράτο Παγιουμτζή, Παπαϊωάννου, αλλά και τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα.
"Στην αρχή άκουγα ταγκό και τέτοια. Ήμουν και χοροδιδάσκαλος. Έτσι γνώρισα και την Καλλιόπη, που την έκλεψα και μετά τη στεφανώθηκα με την αστυνομία. Δεκαεπτά αυτή, τριάντα δύο εγώ", θυμάται ο μπάρμπα Σταύρος.
Ενώ για τη γνωριμία του με το Βαμβακάρη, μας λέει: "Εμένα ο Μάρκος με έκανε ρεμπέτη. Παίξαμε μαζί σ' ένα κέντρο στην Καβάλα, στον 'Παράδεισο' και μου είπε: κάτσε μάγκα, γουστάρω να τα πιούμε, να πω σαν πάω στον Πειραιά πως έχει μάγκες κι η Θάσος".
Και μεμιάς το γυρνάει στο τραγούδι που έγραψε τότε: "Εμένανε η μάνα μου με γέννησε ρεμπέτη/ γι' αυτό και τα χρονάκια μου φύγανε στο κουρμπέτι/ Μάγκας είμαι, κουκλάκι μου, ρεμπέτης από κούνια/ το λέει το καβουράκι μου και τα ψηλά τακούνια...".
Το καβουράκι δεν το αποχωρίζεται ακόμη και σήμερα ο μπάρμπα Σταύρος, που καθόλου δεν του αρέσει να τον αποκαλούν οι ξένοι παππού. "Είναι πολύ βαρύς καημός/ παππού για να σε λένε.../ Μα κι αν σου λένε πως είσαι παππούς/ κλείσε τα μάτια να μην ακούς/ Ποιος έκανε πολλά παιδιά, δισέγγονα και εγγόνια/ Χαρούμενα θε να περνάν τα υστερνά του χρόνια".
Αυτή είναι και η ευτυχία του και, όπως μας είπε, με τίποτα δεν θα άλλαζε τα όσα πέρασε μέχρι σήμερα. Παραμένει αισιόδοξος και το κακό δεν το βάζει ποτέ στο νου, όπως έπραττε σε όλη του τη ζωή. Το μόνο που τον βαραίνει είναι ότι δεν έχει φίλους συνομήλικους, εκτός από τα αδέλφια του, Γιάννη και Ανάστω.
Η συνάντηση μ' έναν ακόμη αιώνιο "έφηβο"
Στη Θεσσαλονίκη έσμιξαν, το 1988, για πρώτη φορά σε μία συναυλία, δύο "έφηβοι"-ο εκατοντάχρονος Γιώργος Κατσαρός, δεξιοτέχνης της κιθάρας, τραγουδοποιός και ερμηνευτής παραδοσιακών και ρεμπέτικων τραγουδιών από την Αμερική και ο μπάρμπα Σταύρος, κατά πολύ νεότερός του τότε, έχοντας πατήσει μόλις ... τα 78.
"Μπράβο, πολύ μικρός είσαι, μου είπε ο Κατσαρός, όταν με γνώρισε. Και οι δημοσιογράφοι έβαλαν και το αλατοπίπερο- τάχα ότι μου είπε- πήγαινε τώρα να μου πάρεις τσιγάρα", λέει ο μπάρμπα Σταύρος και θυμάται τις συγκινητικές στιγμές, που έζησε, με την Μπάντα της Φλώρινας να τους υποδέχεται και ο κόσμος να τους αποθεώνει. Όλοι μιλούσαν για τους δύο γέρους, με τη νεανική καρδιά.
"Ενθουσιάστηκα, δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ μετά τη συναυλία. Και έγραψα τότε: 'Κάτι βάλθηκα να γράψω στα βαθιά χαράματα/ που με έκανε να κλάψω τώρα στα γεράματα.../ Τέτοια χάρη να ευρώ την περίμενα καιρό/ και την βρήκα ψες το βράδυ με τον Γιώργο Κατσαρό/ Είμαστε και οι δύο γέροι, με νεανική καρδιά/ που το βρήκαν, ποιος το ξέρει/ και μας βάφτισαν παιδιά;/ Μα εκείνος τώρα φεύγει, πάει στην Αμερική/ Φεύγω πάω κι εγώ στη Θάσο για να μείνω πάντα εκεί'", θυμάται με νοσταλγία.
Μερικές από τις πιο γνωστές καλλιτεχνικές στιγμές στη ζωή του μπάρμπα Σταύρου ήταν οι μεγάλες συναυλίες στη δεκαετία του '80, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων και σ' αυτό της Θάσου.
Μια ζωή γεμάτη στίχους
Τον βίο του, ο μπάρμπα Σταύρος κι αυτόν τον έκανε στίχους, όπως και την ιστορία της Θάσου, για να μείνουν παρακαταθήκη πρώτα απ΄ όλα στα τέσσερα εγγόνια που απέκτησε από τις δύο κόρες του, τη Μαρία και τη Γιάννα και τα τρία, μέχρι σήμερα, δισέγγονά του.
Ο εγγονός του Απόστολος, αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, του έκανε πέρυσι ένα μεγάλο, όπως λέει, δώρο- συγκέντρωσε τους πιο χαρακτηριστικούς στίχους και τραγούδια του σ' ένα βιβλιαράκι. Κάποια απ' αυτά χειρόγραφα, άλλα τα απομαγνητοφώνησε από κασέτες που τον κατέγραψε.
Στην τρυφερή ηλικία των 9 χρόνων, οι ανάγκες της επταμελούς οικογένειάς του, που δεν τα έβγαζε πέρα, τον έστειλαν εργάτη στα καπνομάγαζα της Καβάλας. Δύσκολη δουλειά, αναφέρει και ανασύρει από τη μνήμη του εκείνη την εποχή: "Πήγα πολύ μικρός στα καπνομάγαζα. Στην αρχή ήταν καλά τα λεφτά, γι' αυτό παράτησα και το σχολειό. Πήρα στην αρχή 10 δραχμές, όταν η λίρα ήταν 22. Μετά έπαιρνα 14 δραχμές".
Εκεί, ανδρώθηκε και συμμετείχε συνειδητά στο εργατικό κίνημα των 14.000 καπνεργατών της Καβάλας, στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ΄30, μετά το παγκόσμιο κραχ του 1929. Ήταν "παρών" και στη μεγάλη απεργία του 1936. Ίσως αυτό να τον έκανε να μην φοβάται στη ζωή του καμιά δουλειά και καμιά να μην τη θεωρεί παρακατιανή. Στην ανάγκη μάζευε ξύλα στη Θάσο για την παραγωγή ξυλάνθρακα, έπλεκε καλάθια και ό,τι άλλο περνούσε από το χέρι του.
Το ΄40 ο Σταύρος Καραμανιώλας πάει εθελοντής στο μέτωπο. "Άλλοι έκαναν τον άρρωστο για να μην πάνε κι εγώ σηκώθηκα και έφυγα από το νοσοκομείο, με 39 πυρετό και πήγα στο μέτωπο εθελοντής. Έγραψα τότε: 'Εγώ για την πατρίδα μου θυσίασα τα πάντα/ και εθελοντής στο πόλεμο, φώναξα το 'Όχι' του ΄40/ Στης Αλβανίας τα βουνά θ΄ άφηνα το κορμί μου/ και τα κρυοπαγήματα ήταν η αμοιβή μου' ".
Επέστρεψε από το μέτωπο το 1941, με υψηλό πυρετό και κρυοπαγήματα. "Θεραπεύτηκα μόνος μου, με βραστό νερό. Πού το έριχνα; Σε πέτρα, σε ξύλο; Δεν καταλάβαινα. Έξι μήνες έκανα να πατήσω στα πόδια μου", σημειώνει.
"Ο βιός μου", μαζί με άλλα δυο τραγούδια- τους "Δακοκτόνους" και το "Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες, περιλαμβάνονται στο δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών "Όχι λάθη, πάντα λάθη", που κυκλοφόρησε το 1997.
Επίσης, ένα χασικλίδικο τραγούδι του μπάρμπα Σταύρου, "Ο μάγκας στην παράγκα", συμπεριέλαβε στο CD που κυκλοφόρησε το 1983 ο Γιάννης Καρής, στη Γερμανία, με τίτλο "Salto Orientale".
Πέρα από τους "ύμνους" στις γυναίκες και στους πότες, ο μπάρμπα Σταύρος έχει γράψει στίχους για θέματα της επικαιρότητας, όπως για παράδειγμα για την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το πέρασμα από το ευρώ στη δραχμή, αλλά και την απόπειρα να στηθούν κεραίες του ΝΑΤΟ στη Θάσο, ενώ καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της τηλεόρασης στις μέρες μας, που μόνο διασκέδαση δεν προσφέρει στον κόσμο, όπως υπογραμμίζει.
Τραγούδι έγραψε και για τη γνωστή ρεμπέτισσα Μαριώ, που τη γνωρίζει από παλιά, ένα ζεϊμπέκικο, που την καλεί να το ακούσει.
Όσο για εμάς, μας αποχαιρετά με τι άλλο; Έναν στίχο: "Εμείς σήμερα είχαμε την πιο καλή παρέα/ Ήπιαμε, τραγουδήσαμε, περάσαμε ωραία".
Κι εμείς του υποσχόμαστε ότι θα βρεθούμε ξανά και- πρώτα ο Θεός- θα είμαστε κοντά του στην επόμενη στρογγυλή επέτειο, στα 105α γενέθλιά του, στις 13 Μαΐου του 2013.
Διαμαντένια Ριμπά για το AΠΕ-ΜΠΕ