Την ώρα που οι περισσότερες χώρες αίρουν τα μέτρα κατά της COVID-19, ένας εσωτερικός φόβος για μια νέα, αόρατη προς το παρόν, έξαρση κατακλύζει τον κόσμο.
Το πρώτο διάστημα, τα κύματα της COVID-19 δεν ήταν τόσο δύσκολο να εντοπιστούν. Ακόμη και στην αρχή της πανδημίας, όταν ο κόσμος είχε απελπιστικές ελλείψεις σε τεστ, οι άνθρωποι αναζητούσαν συνεχώς ιατρική βοήθεια, κάτι που φάνηκε στα δεδομένα νοσηλειών. Αργότερα, όταν οι πολίτες σε όλο τον κόσμο μπορούσαν να έχουν εύκολα πρόσβαση στα PCR τεστ, τα αποτελέσματά τους αναφέρονταν αυτόματα στις κρατικές υπηρεσίες. Αλλά αυτό που κάνει την κατάσταση τόσο μπερδεμένη τώρα είναι ότι οι μετρήσεις της νόσου που αποκαλύπτουν τα περισσότερα για τον τρόπο εξάπλωσης του κορωνοϊού μάς λένε όλο και λιγότερα.
«Το γιατί βλέπουμε αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ένα από τα πιο απαιτητικά επιστημονικά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε. Όχι μόνο είναι περιορισμένη η κατανόησή μας για τον αριθμό των κρουσμάτων, αλλά όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα που υπάρχουν στις ΗΠΑ είναι γεμάτα προκαταλήψεις, επειδή συλλέγονται εντελώς τυχαία και όχι μέσω τυχαιοποιημένης δειγματοληψίας», δήλωσε στη δημοσιογράφο του Atlantic ο Σαμ Σκαρπίνο, αντιπρόεδρος επιτήρησης παθογόνων στο Rockefeller Foundation.
«Τα σύνολα δεδομένων στα οποία βασιζόμαστε -καταμέτρηση κρουσμάτων, λύματα και νοσηλείες- είναι θολές εικόνες που προσπαθούμε να συνδυάσουμε για να καταλάβουμε τι συμβαίνει», δήλωσε με τη σειρά της η Τζένιφερ Νούτζο, επιδημιολόγος στο Brown.
Γιατί είναι πιθανό να βρισκόμαστε στη μέση ενός νέου κύματος της COVID-19
Ένα αόρατο κύμα είναι πιθανό επειδή τα κρούσματα αφορούν μόνο τον αριθμό των θετικών στον ιό ατόμων, κάτι που διαφέρει από αυτό που πραγματικά θέλουν να μάθουν οι επιδημιολόγοι: πόσα άτομα έχουν μολυνθεί στον γενικό πληθυσμό. Αυτό πάντα οδηγούσε σε μια υπομέτρηση του αριθμού των ανθρώπων που έχουν πραγματικά μολυνθεί, αλλά οι αριθμοί γίνονται ακόμη πιο αβέβαιοι καθώς τα κρατικά σημεία ελέγχων κλείνουν και τα τεστ στο σπίτι γίνονται όλο και συχνότερα.
Επίσης, η προφανής κόπωση από την πανδημία πιθανότατα δεν βοηθά. Τα άτομα που έχουν ξεπεράσει τον ιό θα μπορούσαν να αγνοούν τα συμπτώματά τους και να συνεχίζουν κανονικά την καθημερινότητά τους, ενώ τα άτομα που μολύνονται εκ νέου μπορεί να εμφανίζουν πιο ήπια συμπτώματα που δεν αναγνωρίζονται ως COVID-19, σημειώνει η Νούτζο.
«Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου υπάρχει μια σημαντική έξαρση, ένα μεγαλύτερο ποσοστό της οποίας είναι κρυμμένο από τους συνήθεις αισθητήρες που έχουμε για να την ανιχνεύσουμε και να εκτιμήσουμε το μέγεθός της», δήλωσε ο Ντένις Νας, επιδημιολόγος στο City University of New York. Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος του Atlantic, ο Νας ήταν ο μόνος εμπειρογνώμονας που υπέδειξε ότι μπορεί να βρισκόμαστε σε ένα νέο κύμα το οποίο δεν έχουμε αντιληφθεί λόγω των κακών δεδομένων από τους ελέγχους.
Να μη μετράμε αποκλειστικά τον αριθμό κρουσμάτων
Αντί να βασιζόμαστε αποκλειστικά στον αριθμό των κρουσμάτων για να μετρήσουμε το μέγεθος ενός κύματος, είπε ο Νας, είναι καλύτερο να ληφθούν υπόψη άλλες μετρήσεις, όπως οι νοσηλείες και τα δεδομένα των λυμάτων, για να τριγωνοποιήσουμε το τι συμβαίνει. Το ποσοστό θετικότητας -δηλαδή το ποσοστό των τεστ που γίνοται και έχουν θετικό αποτέλεσμα- μπορεί να είναι πιο κατατοπιστικό από την εξέταση των απλών αριθμών. Και αυτή τη στιγμή, το ποσοστό θετικότητας σε διεθνές επίπεδο μάς λέει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αρρωσταίνουν.
Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς ελέγχους για την COVID-19, η επιτήρηση των λυμάτων, η οποία είναι μια διαδικασία ανίχνευσης του SARS-CoV-2 στα αστικά λύματα, δεν αποκαλύπτει ποιος ακριβώς μπορεί να έχει μολυνθεί σε μια συγκεκριμένη κοινότητα. Αλλά αναλύοντας τα δεδομένα αυτά για ενδείξεις του κορωνοϊού, μπορεί να δώσει ένα πρώιμο μήνυμα ότι υπάρχει μια έξαρση, εν μέρει επειδή ο ιός φαίνεται στα λύματα πολύ πριν το άτομο αρχίσει να αισθάνεται άρρωστο. Είναι ενδεικτικό ότι τα επίπεδα της COVID-19 στα λύματα στις ΗΠΑ επίπεδο έχουν ανέβει σταθερά τις τελευταίες έξι εβδομάδες, υποδηλώνοντας μεγαλύτερη έξαρση από ό,τι υποδεικνύουν οι μετρήσεις των κρουσμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της πανδημίας θα ήταν πολύ λιγότερο αβέβαιη αν είχαμε δεδομένα που αντανακλούσαν πραγματικά αυτό που συνέβαινε. Κατά κάποιο τρόπο, το να μην γνωρίζουμε αν βρισκόμαστε σε ένα αόρατο κύμα είναι πιο ανησυχητικό από το να το γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Μας αφήνει πολύ λίγα δεδομένα για να αποφασίσουμε για την ασφάλειά μας, όπως να αποφασίζουμε αν θα βάλουμε μάσκα ή θα αποφύγουμε το φαγητό σε εσωτερικούς χώρους, ειδικά εφόσον οι κυβερνήσεις αίρουν σιγά-σιγά τα όποια μέτρα προστασίας υπήρχαν.
Πιο κοντά στο τέλος της πανδημίας, παρά στην αρχή
Αλλά η αδυναμία μας να καταλάβουμε αν βρισκόμαστε σε ένα νέο κύμα έξαρσης του κορωνοϊού είναι, επίσης, μια ένδειξη ότι βρισκόμαστε πιο κοντά στο τέλος αυτής της κρίσης παρά στην αρχή. Ένα ενθαρρυντικό σημάδι είναι ότι οι νοσηλείες για την COVID-19 αυτή τη στιγμή δεν αυξάνονται με τον ρυθμό όπως τα κρούσματα και τα δεδομένα των λυμάτων.
Ακόμα κι αν η παραλλαγή Όμικρον 2 (BA.2) μολύνει σιωπηλά τους ανθρώπους, δεν φαίνεται να προκαλεί ακόμη τόσο σοβαρή ασθένεια όσο τα προηγούμενα κύματα, χάρη στην ανοσία και ίσως και στα αντιιικά φάρμακα. Εάν αυτή η τάση διατηρηθεί, μπορεί να σημαίνει ότι βλέπουμε μια αποσύνδεση κρουσμάτων και νοσηλειών (και, επομένως, και θανάτοων). «Αυτό είναι που πραγματικά θέλουμε να δούμε -μπορούμε να απορροφήσουμε ένα μεγάλο κύμα χωρίς πολλοί άνθρωποι να νοσούν σοβαρά και να πεθαίνουν», καταλήγει ο Νας. Ωστόσο, είναι αδύνατο να το πούμε με βεβαιότητα. Για αυτό, για άλλη μια φορά, χρειαζόμαστε καλύτερα δεδομένα.