Μαραθώνιος συσκέψεων για τη Μπιενάλε της Αθήνας, τη διδασκαλία στην ΑΣΚΤ. Βιταμίνες με αλλόκοτα ονόματα. Ζεστό γαλακτομπούρεκο, ένοχες απολαύσεις στο Netflix. Λίγο πριν εκπνεύσει η καραντίνα ο Poka-Yio, διευθυντής της Μπιενάλε της Αθήνας και υπεύθυνος Οπτικού Πολιτισμού στο Ιδρυμα Ωνάση περιγράφει όσα ζει ως και την Κυριακή.
Εργάζεται κανονικά με την ομάδα του και τους εκατοντάδες καλλιτέχνες και επιμελητές ανά τον κόσμο για την 7η Μπιενάλε της Αθήνας, που ναι ως τώρα δεν έχει αλλάξει τίποτα στον προγραμματισμό: έναρξη στις 25 Σεπτεμβρίου. Περίπου κανονικά, όλα γίνονται διαδικτυακά μέσα από δεκάδες εφαρμογές. Ο Poka-Yio γράφει για την καραντίνα του και το το hashtag της επόμενης μέρας #xemenoumespiti.
«Η πρώτη βδομάδα ήταν φουλ χωμένη στην κατάθλιψη. Σχεδόν απόλυτα μη λειτουργικός. Ύπνος στον καναπέ, στο κρεβάτι, repeat. Ενώ συνήθως κοιμάμαι από 3 ως 6 ώρες τώρα μπήκα σε ένα ζεστό μαύρο τούνελ, ξαναχώθηκα σαν έμβρυο στη μήτρα και δεν έλεγα να βγω. Η συνηθισμένη μου κατάσταση υπομανίας, φορτηγό χωρίς κόφτη ταχύτητας, τρακάρισε με 200 στον τοίχο του μονόχωρου διαμερίσματος που ζω και έγινα συντρίμμια. Όταν και αν σηκωνόμουν θα τσακωνόμουν με τη σύντροφό μου σαν δύο γάτες μέσα σε ένα τσουβάλι.
Μετά από 10 μέρες κάτι άρχισε να διαφαίνεται. Ένα κόκκινο γράμμα Ν. Και δειλά-δειλά αρχίσαν τα τιγράκια πολυγαμικών αμερικανών βλάχων να ξεχύνονται από μέσα. Ναι δεν ντρέπομαι να πω πως με έσωσε κι εμένα ο Τζο Εξότικ του Νέτφλιξ. Αν αυτός ο μπαγάσας χαίτουλας με τα λαμέ μπόρεσε να γίνει Βασιλιάς των Τίγρεων τότε μπορώ κι εγώ τουλάχιστον να σηκωθώ από τον καναπέ και να ανοίξω το skype. Just Do it!
Και κλείσιμο δεν είχε από τότε. Σιγά σιγά τα ραντεβού που περιμένανε σε ατελείωτες λίστες To-Do πήραν φωτιά. Μια, δύο, τρεις, πέντε, επτά, εννιά ώρες την ημέρα. Skype, Zoom, Whereby, Webex, Teams, Whatsapp, Messenger, Hangouts, Slack μια διάρροια τηλεδιασκέψεων. Με τους φοιτητές μου στο LAB12 της Σχολής Καλών Τεχνών, με τις ομάδες παραγωγής και επικοινωνίας της Μπιενάλε, με τους συναδέλφους επιμελητές στο Ίδρυμα Ωνάση. Κόκκινα μάτια και ακτινοβολία. Τι λες σε μια Νιγηριανοαμερικανή καλλιτέχνη που θέλει να φέρει αιμοσταγή μυρμήγκια από τη Νιγηρία στη Μπιενάλε και την vegan επιμελήτρια που επιμένει πως τα μυρμήγκια πρέπει να αφεθούν στην ελληνική ύπαιθρο με ευλάβεια πρόωρης γηροκόμησης; Τα προβλήματα της σύγχρονης τέχνης εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές.
Τα παιδάκια μου στη Σχολή, ένα προς ένα αγαπημένα, μου φτιάχνουν το κέφι όπως στέκονται μαχμουρλίδικα με τις πιτζάμες τους ακόμα βαριά μέσα στο απόγευμα βουτηγμένα σαν μπισκοτάκια στην κατάθλιψη κι αυτά. Πως να τα ξεσηκώσω όταν μόνο το TikTok το καταφέρνει κι αυτό με δυσκολία; Μετά τις πρώτες εβδομάδες το σκηνικό έχει αλλάξει. Είμαι σχεδόν απόλυτα λειτουργικός πια. Με 8 ώρες ύπνο. Με 13 συνταγογραφημένες βιταμίνες με ονόματα όπως Ορνιθίνη και Ταυρίνη νιώθω κάθε μέρα και πιο υβριδοζωώδης σαν σε πείραμα στο Νησί του Δόκτωρος Μορώ. Ανταπεξέρχομαι πια στις απαιτήσεις των καλλιτεχνών που γιγαντώθηκαν κι αυτές σε εισαγωγή γιγαντιαίων σαλιγκαριών από τη Δυτική Αφρική.
Το σπίτι από αφόρητο έγινε θελκτικό, μια σκήτη του Χάνσελ και της Γκρέτελ, μυρίζει φρεσκοψημένο γαλακτομπούρεκο και κέικ. Δεν παραπονιέμαι εγώ πια, η ζυγαριά παραπονιέται. Βγαίνω βραδιάτικα να τρέξω να ξελαμπικάρω μετά τα webconference του θανάτου. Τις προάλλες είδα ένα ζευγάρι να κρυφοφασώνεται κάτω από σκοτεινά δέντρα. Μου έδωσε μια κάποια ελπίδα για το μέλλον. Μετά σκέφτηκα να τραβήξω και μια selfie να αποθανατίσω τα χιλιόμετρα που έκανα και είδα τη φάτσα του χειρουργού με τη μάσκα και τα αθλητικά. Τόσο γελοία. Έβαλα αμέσως το κινητό στην τσέπη και περπάτησα πίσω να φάω το υπόλοιπο γαλακτομπούρεκο. Ο Mao, ένας φίλος που συναντώ πια μόνο στο διαδίκτυο, εφηύρε το hashtag της επόμενης μέρας #xemenoumespiti. Τη βλέπω αυτή τη μέρα να πλησιάζει. Το κάνω copy.»