Όλα τα στάδια της καραντίνας είναι εδώ, στο ημερολόγιο του διεθνούς φήμης και βραβευμένου δημιουργού κοσμημάτων Γιάννη Σεργάκη. Γράφει για την καταδυνάστευσή μας από τα «πρέπει» της καραντίνας -να μαγειρέψεις, να γυμναστείς, να διαβάσεις- και κυρίως για την επόμενη μέρα και όσα μάθουμε από το σημερινό σοκ.
Ενας συνεπής ταξιδευτής, ένας επίμονος διεκδικητής της ομορφιάς και της ομορφιάς, ένας συστηματικός παρατηρητής των μεταβολών της αγοράς και της κοινωνίας, ο Γιάννης Σεργάκης επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα από το Παρίσι και μπήκε στην καραντίνα. Από την αίσθηση της χαλαρότητας της πρώτης εβδομάδας, ακολούθησαν μέρες με μικρές διαφυγές από τους καταναγκασμούς των ευτυχισμένων έγκλειστων του ίνσταγκαμ ως αυτές τις μέρες που σκέφτεται το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησαν οι Ελληνες και πώς φέτος και τις επόμενες χρονιές θα έρθουν τα πάνω κάτω.
«Το Σάββατο 14 Μαρτίου, πήρα την πρώτη πρωινή πτήση από το Παρίσι και γύρισα στην Αθήνα. Είχα αρχίσει να ανησυχώ με όσα άκουγα από την Ελλάδα και δεν έβλεπα να λαμβάνουν αντίστοιχα μέτρα στη Γαλλία. Η Αθήνα έμπαινε σε καραντίνα και το Παρίσι απλώς περιόριζε τα φιλιά και τις χειραψίες (και η αλήθεια είναι ότι οι Γάλλοι σε φιλάνε αδικαιολόγητα συνέχεια).
Την πρώτη εβδομάδα νόμιζα ότι ήμουν σε άδεια. Ο καιρός ήταν ωραίος, η πόλη ήταν στο mute, τα πουλιά ξεσάλωναν. Επομένως ακολούθησα πρόγραμμα σχεδόν διακοπών. Η δίωρη μεσημεριανή σιέστα έγινε καθημερινή συνήθεια, ατελείωτα μηνύματα και τηλέφωνα, ποτάκια στο zoom και φυσικά μαγειρική -όπως μας προέτρεπε κάθε ηλεκτρονικό μέσο- με ασύλληπτη αποτυχία. Η δεύτερη εβδομάδα μπήκε με περισσότερο ψυχαναγκασμό. Επρεπε να δουλέψουμε όλοι όπως πριν, αλλά τα πράγματα δεν τσουλάγανε όπως τα υπολόγιζα, γιατί απλά εγώ ο ίδιος δεν ανταποκρινόμουν.
Έπρεπε να διαβάσω τώρα που είχα περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά κατέληγα να σερφάρω χωρίς λόγο για ώρες στο κινητό. Επρεπε να κάνω όλες αυτές τις επισκευές που πάντα ήθελα στο σπίτι. Κατέληγα να τις γράφω σε ένα χαρτί για να την προγραμματίσω. Το χαρτί αυτό κρέμεται στο ψυγείο. Τέλος, ήταν ο μεγάλος διακαής πόθος της γυμναστικής. Κάθε φορά έκανα σύσκεψη με τον εαυτό μου και αμαχητί κέρδιζε το NETFLIX. Το μόνο που κέρδιζε ήταν η απραξία και η μουσική .
Την τρίτη εβδομάδα αποφάσισα να πάω στο γραφείο έστω και μόνος μου, αφού οι συνεργάτες μου ήταν στο σπίτι τους από τις 13 Μαρτίου. Η ενέργεια μου δια μαγείας ανέβηκε στα γνώριμα μου επίπεδα, η αποτελεσματικότητα μου πλησίασε σχεδόν τις παλιές καλές εποχές. Γυρνώντας σπίτι πάτησα και ένα 6 και πήγα για απολαυστικότατο τζόκινγκ. Αλλά γιατί όλα αυτά μου συνέβησαν τις προηγούμενες εβδομάδες;
Η τεμπελιά τελικώς, θέλει να έχεις γνώση της διαχείρισής της. Και εγώ δεν την έχω. Πάντα εργαζόμουν και πάντα θέλω να εργάζομαι. Επίσης, αυτή η υποχρεωτική άδεια είναι μια συγχυσμένη κατάσταση. Δεν είναι διακοπές, αλλά δεν είναι και εργασία. Είναι κάτι που για τους περισσότερους από εμάς δεν υπάρχει στον εγκέφαλό μας το ανάλογο λογισμικό για να λειτουργήσουμε. Και το κυριότερο είναι ο φόβος. Ο φόβος του φυσικού θανάτου, ο φόβος του κοινωνικού και οικονομικού θανάτου.
Μια χώρα ταλαιπωρημένη, αλλά και σκληραγωγημένη μετά από δέκα χρόνια κρίσης, καλείται αρχικά να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση, αλλά και να πάρει αποφάσεις όπως όλος ο πλανήτης για το πού θα στρέψει το βλέμμα της. Πώς θα θέλουν οι πολίτες της να ζήσουν στην καινούρια εποχή στην οποία σιγά σιγά και με αρκετή ταλαιπωρία θα μπούμε. Θα προσποιηθούμε ότι business as usual. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι αυτό και πάλι δεν λειτουργεί. Ότι όλα έχουν αλλάξει χωρίς να ξέρει κανείς πού πάει. Θα περιμένουμε τον νέο αυτοκράτορα να μας δείξει τον δρόμο, τον καινούριο τρόπο ζωής.
Η Ελλάδα λειτούργησε πρώτη φορά proactive. Aυτό μας κάνει να νιώθουμε ώριμοι. Μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε το καινούριο μοντέλο, μόνοι μας; Τα τελευταία πέντε χρόνια οι περισσότεροι στην χώρα ασχολούνται με τον τουρισμό. Την καλύτερη βιομηχανία του πλανήτη αλλά και την πιο ευάλωτη. Φέτος, θα το ζήσουμε στο πετσί μας αυτό το λάθος της εύκολης λύσης που είναι ο τουρισμός. Τριαντάρηδες και σαραντάρηδες στην πιο δημιουργική τους ηλικία ασχολήθηκαν με το να νοικιάζουν τα σπίτια τους Airbnb. Φτιάξαμε εκατοντάδες εταιρείες για τα νέα σουβενίρ, όπου η μία αντέγραφε την άλλη.
Το ίδιο έγινε με τα κοσμήματα. Αποφασίσαμε να κατακλύσουμε με κεραμικά όλο τον πλανήτη και με μπουκάλα λαδιού που είναι σαν κολόνιες για να τα αγοράσουν οι τουρίστες στα duty free. Aνοίξαμε ατελείωτα boutique ξενοδοχεία με copy paste αισθητική. Καφετέριες, μπαρ και φυσικά στηρίξαμε την οικονομική μας ευημερία στο να πουλάμε τα σπίτια μας σε τουρίστες. Η πλήρης παραγωγική απραξία. Και όλο αυτό σε συνδυασμό με την καταστροφή του φυσικού προϊόντος που κληρονομήσαμε.
Δεν θα είναι μόνο το 2020 μια δύσκολη χρονιά τουριστικά, προβλέπω ότι θα είναι και οι επόμενες χρονιές. Επομένως το ερώτημα είναι: χρειαζόμαστε 30 εκατομμύρια τουρίστες; Ή μπορούν οι επαγγελματίες του τουρισμού να πουλήσουν σε 10 εκατομμύρια τουρίστες πιο αναβαθμισμένο, πιο οικολογικό προϊόν και να έχουν τα ίδια έσοδα που θα είχαν με τα 30 εκατομμύρια τουριστών; Γιατί να μη διαφυλάξουμε το προϊόν μας; Γιατί να είμαστε για όλους; Ένα brand χτίζεται με τα όχι, δεν χτίζεται με τα ναι. Αυτό θα απαιτήσει άνοιγμα μιας εξωστρεφούς νέας παραγωγικής ανάπτυξης, που θα απασχολήσει και θα εμπνεύσει δημιουργία και απασχόληση σε νέους τομείς. Τομείς που θα πρέπει να μας ταιριάζουν. Μήπως ήρθε η ώρα να τους βρούμε;»