Ο πολυβραβευμένος Γάλλος αρχιτέκτονας Βernard Cuomo που μαζί με τον Πρόδρομο Νικηφορίδη υπογράφει μεταξύ άλλων τον σχεδιασμό της εμβληματικής Νέας Παραλίας στη Θεσσαλονίκη, αποκαλύπτει μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία που ανακάλυψε αυτές τις μέρες του εγκλεισμού. εκκινώντας από μια παλιά φωτογραφία.
Οι συμπτώσεις (ή μήπως είναι κοινές ρίζες, φλέβες που διατρέχουν τις αφηγήσεις κάποιων οικογενειών) της ιστορίας είναι συχνά καθηλωτικές. Αυτό συμβαίνει με την περίπτωση του διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα Bernard Cuomo, που ψάχνοντας σε κάποια κειμήλια που έχει φέρει μαζί του στη Θεσσαλονίκη, στον ελεύθερο χρόνο της καραντίνας, οδηγήθηκε σε μια μεγάλη έρευνα. Και από αυτήν έμαθε ότι ο παππούς του γνώρισε τους δρόμους και τα σοκάκια της Θεσσαλονίκης, την εποχή που ήταν ακόμη οθωμανική πόλη, έζησε τη μεγάλη φωτιά του 1917 και περπάτησε σίγουρα στα ερείπιά της. «Ογδόντα χρόνια μετά και εν αγνοία μου αποφάσισα να αγκυροβολήσω εδώ» σημειώνει στη δική του σελίδα, που είναι μια επιστολή στον Joseph Antoine Cuomo, στον παππού του. Αλλά και στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.
«Εδώ και μερικά χρόνια, ψάχνω αυτή τη φωτογραφία όπου κάποτε πόζαρες με τη στρατιωτική σου στολή μετά την επιστράτευση για να πας στο μέτωπο του “Μεγάλου Πολέμου”. Μία από τις θείες μου που ζει στο Saint-Malo, όταν έμαθε ότι μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη, ανάφερε την ύπαρξή της και έμαθα τότε για πρώτη φόρα, ότι ο πάππους μου είχε έρθει στην «Salonique».
Πέρα από τις εικόνες, τα αρώματα, μερικές εκφράσεις ή ιστορίες που κρατάω μέσα μου, τα λίγα αντικείμενα που έχουν επιβιώσει από τα ταξίδια και τις πολλές μετακινήσεις που έκανα, ίσως είναι και τα πιο πολύτιμα, συνοψίζονται σε ένα πλεκτό πάπλωμα που ξεκίνησε η γιαγιά μου από την Μάλτα, το οποίο ολοκλήρωσε η μητέρα μου και μου το είχε κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα, ένα παλιό μεταλλικό σουρωτήρι που θυμάμαι από πάντα, οι βέρες των γονιών μου που μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου τις έλιωσε για να τις κάνει μία, την οποία φορούσε μέχρι το τέλος της ζωής της, υπήρχε και ένα πακέτο με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανήκαν στους γονείς μου. Μετά από το θάνατό τους, τις είχα ρίξει χύμα σε μια τσάντα και τις είχα σχεδόν ξεχάσει μέχρι την πανδημία του covid 19 και το «Μένουμε σπίτι». Ήταν επιτέλους μια ανέλπιστη ευκαιρία να κοιτάξω πιο προσεκτικά, αυτές τις παλιές αναμνήσεις.
Κατά τύχη λοιπόν βρήκα αυτή τη φωτογραφία. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που τραβήχτηκε σε ένα στούντιο όπου πόζαρες όρθιος με την στολή ενός απλού στρατιώτη, στηριζόμενος σε ένα βάθρο και κρατώντας με το δεξί σου χέρι ένα ζευγάρι γάντια και ένα σπαθί. Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για την ιστορία σου, πέθανες όταν ήμουν 10 χρονών και ο πόλεμος της ανεξαρτησίας στην Αλγερία δεν έδωσε πλέον θέση σε οποιαδήποτε άλλη ιστορία. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας μια ημερομηνία και μία τοποθεσία "Γκρενόμπλ 11 Μαρτίου 1917, ενθύμιο της αναχώρησής μου από τη Λυών" και τα πρώτα ερωτήματα, μια αναχώρηση για πού; Το 1917 και ένα χρόνο πριν από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή η αναχώρηση σήμαινε επιστροφή;
Τις πρώτες μέρες του εγκλεισμού ξεκινώ μία έρευνά που επικεντρώθηκε σε πρώτη φάση στην στολή, -το ένδυμα δίνει πάντα ενδείξεις, οδηγεί- και με αυτήν την αφορμή, άρχισα να σκαλίζω στο παρελθόν σου εκείνη την περίοδο, όταν έφυγες από την Αλγερία το 1915, στα 19 σου χρόνια, για να πας να πολεμήσεις στις τάξεις του γαλλικού στρατού. Αφού αναγνώρισα, νομίζω, την στολή του συντάγματος του πεζικού των ορέων, με το κοντό χιτώνιο, το κολάρο του αξιωματικού, την μονή σειρά μεταλλικών κουμπιών, το παντελόνι του πυροβολητή, την ζώνη και τις μπότες. Βέβαια, θα περίμενα να δω άρβυλα και ένα πηλίκιο που είναι μάλλον τοποθετημένο πάνω στο βάθρο.
Στα πλούσια αρχεία που βρήκα στο διαδίκτυο, όπως στρατιωτικά φυλλάδια, ιστορία των εκστρατειών του πολέμου 14-18, πιστοποιητικά γάμου, γέννησης, θανάτου, εντόπισα την ιστορία από την πλευρά του παππού μου, έφθασα μέχρι το νησί Ischia, απέναντι από την Νάπολη, το 1711, μία πραγματική ευχαρίστηση να διασταυρώνω ονόματα και ημερομηνίες, να αναζητώ τελικά την οικογενειακή καταγωγή για να ανακαλύψω ότι όλοι είχαν μια ισχυρή σχέση με την γη, οινοποιοί, αγρότες ή κηπουροί.
Αυτή η έρευνα αναζητά μαρτυρίες από την διαμονή σου εδώ στην «Salonique», αλλά ανακάλυψα επίσης την παραμονή από το 1915 έως το 1917 ενός άλλου προγόνου μου, του Antoine Cuomo, θείος του παππού μου που τον επιστράτευσαν σε ηλικία 40 ετών. Πήρε μέρος στην Στρατιά της Ανατολής από τις 16 Νοεμβρίου 1915 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 1917 στο 2ο τάγμα των Ζουάβων. Ο παππούς μου Joseph Antoine Cuomo, μαύρα μαλλιά, μαύρα μάτια, κάθετο μέτωπο, γαλλική μύτη, μακρύ πρόσωπο, 1,67 ύψος, ουλή στο δεξί πόδι, όλα τα παραπάνω σύμφωνα με το στρατιωτικό φυλλάδιο, ενσωματώθηκε στις 8 Απριλίου 1915 στην 5η Μοίρα Εφοδιασμού και Μεταφορών πριν ενταχθεί στην 3η Αφρικανική Ομάδα Πυροβολικού στις 30 Απριλίου 1915. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο Κέντρο Μεταγωγών των αφρικανικών ομάδων στη Λυών και εντάχθηκε στο 115ο Σύνταγμα Βαρέων Όπλων Πυροβολικού στις 16 Δεκεμβρίου 1917. Στις 28 Φεβρουαρίου 1917, κατατάχθηκε ως μέλος του 1ου Συντάγματος Πυροβολικού Βουνού στην Στρατιά της Ανατολής.
"Κατά τη διάρκεια του 1917, η Στρατιά της Ανατολής θα αυξήσει τις άμυνες, θα ενισχύσει το μέτωπο θα διαθέσει στρατεύματα, θα οργανώσει τη χώρα πίσω από το μέτωπο, θα δημιουργήσει δρόμους, θα συσσωρεύσει προμήθειες όλων των ειδών.
Στις πεδιάδες οι στρατιώτες πολεμούσαν την ελονοσία».*
Από τις 4 Μαρτίου 1918 έως τις 26 Μαρτίου 1918 παρέμεινε στο Προσωρινό Νοσοκομείο 3 "Zeitenlik". Πήρε εξιτήριο στις 5 Μαρτίου 1918. Από τις 23 Απριλίου έως τις 26 Απριλίου ήταν στο πλωτό νοσοκομείο "BIEN-HOA" στη θάλασσα, στη συνέχεια, από τις 27 Απριλίου 1918 έως τις 13 Μαΐου 1918 στο προσωρινό νοσοκομείο αριθμό 2, «S. Abdallah» στην Αλγερία. Στη συνέχεια, θα του χορηγηθεί άδεια ανάκτησης 40 ημερών. Του απονεμήθηκε το Μεγάλο Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου.
Διατηρεί τις συνέπειες της ελονοσίας και του τυφοειδούς πυρετού και θα του απονεμηθεί πολεμική σύνταξη. Παντρεύτηκε το 1921 στη Φιλίπβιλ της Αλγερίας με τη Μαρί-Ρόζ, Ζαν η οποία γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1903 στο Γκόζο (Ναντούρ) της Μάλτας. Όπως αναφέρεται στο στρατιωτικό βιβλιάριο του, "απαλλάχθηκε από όλες τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις 7 Νοεμβρίου 1938, έχοντας προσκομίσει δικαιολογητικά αυτήν την ημέρα, ότι ήταν ήδη πατέρας έξι παιδιών".
Ο παππούς μου γνώρισε τους δρόμους και τα σοκάκια της Θεσσαλονίκης, την εποχή που ήταν ακόμη οθωμανική πόλη, γνώρισε τη μεγάλη φωτιά του 1917 και περπάτησε σίγουρα στα ερείπιά της. Ογδόντα χρόνια μετά και εν αγνοία μου αποφάσισα να αγκυροβολήσω εδώ.
Bernard Alexandre Albert Cuomo,
Γάλλος υπήκοος και κάτοικος Θεσσαλονίκης από το 1996.»
*Historique du 1er Régiment d’Artillerie de Montagne pendant la guerre 1914-1918, imprimerie Berger Levrault. Nancy-Paris-Strasbourg