Με μεστό τρόπο ο φωτογράφος Γιώργης Γερόλυμπος, που έχει φωτογραφίσει εμβληματικά τοπία και τοπόσημα της Ελλάδας, ενώ μόλις κυκλοφόρησε ο οδηγός του Wallpaper για την Αθήνα με αποκλειστικές φωτογραφίες του, γράφει για αυτή την πρωτόγνωρη συνθήκη.
Οι άδειοι δρόμοι θα ήταν μια ονειρική κατάσταση για έναν φωτογράφο τοπίου σε άλλες συνθήκες, γράφει ο Γιώργης Γερόλυμπος. Ο φωτογράφος που κατορθώνει μέσα σε μια εικόνα να αποτυπώσει τον ορίζοντα, την κλίμακα, με ένα τρόπο μοναδικό -από την ανέγερση του ΚΠΙΣΝ από το χώμα ως την κορύφωση, ως εμβληματικά κτίρια και τώρα την έκδοση του θρυλικού Wallpaper με τον ταξιδιωτικό οδηγό για την Αθήνα που κυκλοφορεί παγκοσμίως από αυτή την εβδομάδα. Στο ημερολόγιό του τον βλέπουμε να κάνει ένα βήμα πίσω και να εντοπίζει ευκαιρίες, και προκλήσεις μέσα στη νέα συνθήκη που ζούμε. Δεν αποτυπώνει με ένα κλικ, αλλά ερμηνεύει.
«Είναι βράδυ, η γυναίκα μου και εγώ μόλις βάλαμε τα παιδιά για ύπνο. Είναι η μόνη στιγμή της ημέρας που μπορούμε να ησυχάσουμε και να βρούμε λίγο χρόνο μεταξύ μας, ή απλά να ακούσουμε μια σκέψη μας. Όλη η υπόλοιπη μέρα κινείται αποκλειστικά και μόνο γύρω από τα μικρά.
Επιλέγει κανείς ένα επάγγελμα, φαντάζομαι, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του ως ανθρώπου. Είμαι φωτογράφος αρχιτεκτονικής και τοπίου. Έχω συνηθίσει, έχω επιλέξει καλύτερα, να είμαι μόνος σε έναν τόπο -συνήθως μακριά- και να περνώ ώρες περιμένοντας το φως να αναδείξει ένα κτίριο μέσα στη σιωπή του τοπίου. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να γίνω νηπιαγωγός. Και όμως, κατά τη διάρκεια αυτής της απίστευτης περιόδου που περνάμε όλοι μας, και καθώς οποιοδήποτε ταξίδι ή μετακίνηση είναι έκτος συζήτησης, περνώ την ημέρα μου προσπαθώντας να αναπληρώσω τον ρόλο τους, που οφείλω να ομολογήσω ότι η γυναίκα μου και εγώ έχουμε βαθύτατα εκτιμήσει.
Η ανταμοιβή, όμως, είναι τεράστια. Τα παρακολουθώ να μεγαλώνουν μπροστά στα μάτια μου. Περιορισμένα σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, μακριά από τους συμμαθητές και τις δασκάλες τους, τα παιδιά μου εφευρίσκουν απίστευτες ιστορίες για κάθε χώρο του σπιτιού, μεταμορφώνοντάς τον αντίστοιχα. Κυρίως όμως, στράφηκαν το ένα προς το άλλο. Παίζουν, κάνουν παρέα, συνδέονται.
Και δεν είναι το μόνο κέρδος από όλη αυτή την ασύλληπτη κατάσταση. Συμβαίνει κάτι παράξενο: έχω τη βεβαιότητα, πια, ότι όταν περάσει η καταιγίδα, θα βγούμε με απερίγραπτη δύναμη, κουράγιο και κυρίως αυτοπεποίθηση. Μετά από χρόνια ήττας, απωλειών, σύγκρουσης και αυτολύπησης, η γονατισμένη από ό,τι έχει περάσει χώρα μας, αναδεικνύεται, προ εκπλήξεως όλων μας, σώφρων, πειθαρχημένη, και κυρίως δυνατή. Δεν γνωρίζω πως ακριβώς συνέβη, αλλά ξαφνικά αποδεικνύουμε, στους εαυτούς μας κατ’ αρχήν, ότι είμαστε ικανοί να τα καταφέρουμε στα δύσκολα. Φαίνεται ότι μπορούμε να επιλέξουμε σοβαρή διοίκηση, μπορούμε να αφήσουμε τα ηνία σε καταρτισμένους επιστήμονες και έχουμε την ικανότητα να συμπεριφερόμαστε οι περισσότεροι, έστω, από εμάς, ως υπεύθυνοι πολίτες, υποστηρίζοντας όσους βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
Πριν από λίγες μέρες ένας σημαντικός Ισραηλινός φιλόσοφος και συγγραφέας, ο Γιούβαλ Νόα Χαράρι ανέφερε τη χώρα μας ως παράδειγμα προς μίμηση αντιμετώπισης της πανδημίας και πολύς κόσμος εστίασε σε αυτό. Συμφωνώ και εγώ, ήταν υπέροχο να ακούς καλά λόγια μετά από τόσο καιρό, έχει να μας συμβεί εδώ και μια δεκαετία. Το πλέον σημαντικό όμως σημείο της συνέντευξής του, κατά τη γνώμη μου, ήταν άλλο. Είπε: «σε όλο τον κόσμο έχουν κλείσει συναγωγές, τζαμιά και εκκλησίες. Γιατί; Γιατί το είπαν οι ειδικοί. Στις δύσκολες στιγμές, όταν κινδύνευσε η ζωή του, ο κόσμος άκουσε την επιστήμη.» Μετά από χρόνια λοιδορίας και εχθρικότητας προς κάθε είδος κοινής λογικής, γνώσης, κατάρτισης και εξειδίκευσης, θεωρώ ότι αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη και μεγάλο κέρδος η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας. Ό,τι και αν πιστεύουμε, όποιον κι αν λατρεύουμε, όταν εμφανίστηκε το κακό, προστρέξαμε στην επιστήμη και στη λογική. Είναι τεράστια κατάκτηση.
Όταν μου ζητήθηκε να μοιραστώ τις σκέψεις μου για την κατάσταση που ζούμε είπα στον εαυτό μου ότι δεν θα κουβεντιάσω τους άδειους δρόμους, (όνειρο για έναν φωτογράφο τοπίου υπό άλλες συνθήκες). Τις μέρες που περνάμε, δεν επιθυμώ να μείνω στη αποτύπωση της στιγμής. Προτιμώ, αν είναι εφικτό, να προσφέρω στην ερμηνεία της. Στην αρχή της οικονομικής κρίσης πριν από δέκα περίπου χρόνια, έκλεινα το κείμενο που συνόδευε την έκθεσή μου "Default Landscapes", με τοπία εκείνης της εποχής με τα εξής λόγια:
τα τοπία αυτά είναι τοπία μιας χώρας υπό τη συνεχή αγωνία πτώχευσης, οικονομικής αλλά και ηθικής. Ταυτόχρονα, είναι τοπία επιστροφής στα ουσιώδη. Είναι η μέρα και η νύχτα μου, η πραγματικότητα που ζω και το όνειρο που ελπίζω. Είναι ο τόπος που έφερα κι εγώ σ’ αυτή την κατάσταση και ο τόπος που πρέπει κι εγώ να ξαναφτιάξω.
Είναι ο τόπος μου. Θα μείνω.
Δέκα χρόνια μετά, υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, με τη συνδρομή όλων μας, παρακολουθώ μια χώρα που επιστρέφει στα ουσιώδη και ξαναφτιάχνεται από την αρχή. Και ναι, είναι το όνειρο που ελπίζω. Όλα θα πάνε καλά, καλή αντάμωση.»