Επέστρεψε από το Λονδίνο στην Αθήνα η συγγραφέας Ελεάννα Βλαστού, πριν από περίπου τρεις εβδομάδες αφήνοντας πίσω το ακόμα θολό τοπίο του «αρκεί να πλύνουμε τα χέρια λέγοντας δυο φορές το happy birthday» και περιγράφει την εμπειρία της
Εχει περάσει λιγότερο από ένας χρόνος από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ελεάννας Βλαστού «Στο Λονδίνο» (εκδόσεις Πόλις), που με τρόπο καυστικό, κομψό, αιχμηρό, υψηλής παρατήρησης μετέφερε όλους τους χυμούς και τις παραξενιές την ασφυκτικά πληθωρικής ζωής στο Λονδίνο. Τώρα, έχοντας επιστρέψει με τους τελευταίους επιβάτες των γεμάτων πτήσεων στην Αθήνα με τον εννιάχρονο γιο της και τον σύζυγό της, αποκτά μια νέα παρατηρητικότητα και θέαση στα πράγματα μέσα από τον εγκλεισμό. Και εύχεται να μην χρειαστεί να καταφύγει σε διαιτολόγο ή σε δικηγόρο…
«Μέχρι τις 19 Μαρτίου βρισκόμασταν οικογενειακώς στο Λονδίνο, την πόλη όπου ζούμε εδώ και πέντε χρόνια. Πρέπει να ήμασταν ανάμεσα στους τελευταίους επιβάτες των γεμάτων πτήσεων που επιθυμούσαμε να επιστρέψουμε στη χώρα μας. Αφήσαμε πίσω μια πόλη που την χαρακτήριζε η απόλυτη δυστοπία. Μια προσποίηση ομαλότητας, μια προσομοίωση κανονικότητας με αντιφατικές εντολές. Ένα θολό τοπίο όπου άλλα άκουγα από την ηγεσία της χώρας, άλλα αντιλαμβανόμουν σε ό,τι διάβαζα. Ενόσω στην Ελλάδα είχαν κλείσει τα σχολεία, ο Μπόρις απλώς μας συμβούλευε, να πλένουμε τα χέρια αρκετή ώρα, τόσο ώστε να πούμε δις το Happy Birthday. Την στιγμή που οι Έλληνες είχαν κλειστεί σπίτι, τα θέατρα και τα σχολεία παρέμεναν ανοιχτά στην Αγγλία, παρόλο που μέρα με τη μέρα σχεδόν μακάβρια, έφθινε ο αριθμός των θεατών και των μαθητών. Στην εβδομάδα που προηγήθηκε της αναχώρησής συμπιεζόταν δεκαετία ως προς την κινητικότητα και την ταχύτητα που έτρεχαν τα γεγονότα και συμπύκνωνε όλα τα δυσάρεστα συναισθήματα: ανασφάλεια, φόβο, θυμό, ένταση. Οι άνθρωποι δρουν ακριβώς επειδή κυβερνούνται από συναισθήματα και έτσι αποφασίσαμε ότι ακολουθούμε εντολές Μητσοτάκη.
Την πρώτη εβδομάδα της καραντίνας είχα την επηρμένη σιγουριά ανθρώπου που έχει γνώση του τι σημαίνει «μένω σπίτι». Είμαι εξοικειωμένη με τη χρονική ρουτίνα, τους χώρους και τους ήχους του σπιτιού. Γνωρίζω πώς ν’ αποφεύγω την παγίδα του ψυγείου και την ενέδρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε ισχυρότερη της εμπειρίας. Πλέον είμαστε τρεις στο σπίτι και οι χρόνοι, οι ήχοι, ακόμα και οι χώροι μοιάζουν διαφορετικοί, κι αυτό εδώ το κείμενο όπως και ό,τι γράφω χρειάζεται ειδικό τέχνασμα για να καταφέρω να το ολοκληρώσω.
Η κάθε μέρα έχει τις προκλήσεις της και η προτεσταντική λογική της δομημένης μέρας αποδεικνύεται ένας άτοπος συλλογισμός. Οι μέρες και οι εβδομάδες όταν στοιβάζονται η μια πίσω από την άλλη εξουδετερώνουν τη μοναδικότητά τους και καταρρακώνουν τη δομή για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχουν γεγονότα και δράσεις, ραντεβού και αποφάσεις να σηματοδοτούν ή να μας εκπλήσσουν. Εμείς απλώς μένουμε σπίτι και αυτοί που καλούνται να είναι παραγωγικοί και δραστήριοι τη δεδομένη στιγμή είναι οι συνάνθρωποί μας που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Κάθομαι και γράφω ένα ημερολόγιο καραντίνας χωρίς να έχω κάποιον συγγενή ή φίλο στην ΜΕΘ, χωρίς να έχω χάσει τη δουλειά μου. Οπότε για να ξεκινήσω από εκεί, ό,τι γράφω είναι από το πρίσμα κάποιου που- προς το παρόν- δεν υποφέρει και έχει την πολυτέλεια των σκέψεων.
Η πρώτη συνειδητοποίηση ήταν το πόσο λάθος είχα υπολογίσει αυτά που χρειάζεται κάποιος σε έναν περιορισμένο χώρο. Έπρεπε να είχα στοκάρει σε χαρτιά και μελάνια, μολύβια και συνδετήρες. Έπρεπε να είχα κάνει δώρο στον γιο μου από τα προηγούμενα γενέθλιά του έναν υπολογιστή για να είναι αυτόνομος με το πρώτο ταχύρυθμο μάθημα να είναι πως να χρησιμοποιεί το skype. Έπρεπε να είχα προβλέψει βαράκια γυμναστικής που θα αντικαθιστούν τις κονσέρβες που χρησιμοποιώ. Έπρεπε να έχω υιοθετήσει όλα τα αδέποτα της περιοχής. Έπρεπε να είχα φυτέψει μια λεμονιά στην αυλή. Έπρεπε να είχα παρανομήσει χτίζοντας ένα δωμάτιο που θα γινόταν το δωμάτιό μου.
Λοιπόν όλα αυτά δεν έγιναν, ούτε να σταχυολογήσω μια λίστα περιττών αντικειμένων θα ήταν χρήσιμο. Πόσο άχρηστα όμως είναι σχεδόν όλα όσα βρίσκονται σπίτι μας. Ρούχα; Τσάντες; Παπούτσια; Ασκοπα. Σπόροι και ψαλίδι για κούρεμα θα ήταν πιο χρήσιμα. Ένα δεύτερο ζευγάρι γυαλιών για διάβασμα χρησιμότερο. Ζυγίζω τα αντικείμενα, σταθμίζω τα σημαντικά. Οι αναλογίες αλλάζουν. Η τέχνη: βιβλία, ταινίες, μουσική είναι η ευμάρεια της λιτότητας. Οι άνθρωποί μας είναι τα σημεία αναφοράς και το στήριγμα μας. Η απέριττη μεγαλοπρέπεια των σχέσεων, έστω κι αν κάνουμε συναντήσεις μέσα από το zoom, την πλατφόρμα που εχει μπει πρόσφατα στη ζωή μου και είναι τόσο έντονη η παρουσία της που μου δίνει την αίσθηση ότι ο κορωνοϊός είναι απλώς προϊόν μάρκετινγκ για να απογειωθούν οι μετοχές της. Χτες διάβασα ότι η πλατφόρμα απειλείται από χάκερς. Καθόλου δεν με πτοεί, ας τα ακούσουν κι ας τα δουν όλα, ας βρίσκεται κι ένας ακόμα στην παρέα μας ακόμα κι αν έχει διαλέξει το επάγγελμα του δικτυοπειρατή.
Όταν τρεις μοιράζονται έναν χώρο, δύο ενήλικες και ένα εννιάχρονο παιδί υπερτερεί η μειοψηφία έστω και με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Υπάρχει η άρση ορίων στο οικογενειακό πρόγραμμα. Ψυχαγωγούμαστε βλέποντας Χάρι Πότερ -κατά βάση- και την επόμενη μέρα βλέπουμε μια γαλλική ταινία, σε κάθε περίπτωση κάποιος δεν είναι καθόλου συντονισμένος με τα τεκταινόμενα. Τα οικογενειακά γεύματα έχουν πλέον άλλο κύρος, η ερώτηση «τι θα φάμε σήμερα» έχει βαρύτητα κι αν υπάρχουν όλα τα υλικά για τη συνταγή δευτερεύων παράγοντας. Έχω εκπλαγεί πόσο ταιριάζουν τα αταίριαστα προιόντα που βρίσκονται στο ψυγείο. Οι συζητήσεις στο τραπέζι έχουν αλλάξει υφή. Με χαροποιεί αφάνταστα που έχουν εκτοπιστεί οι πρακτικές ερωτήσεις «πώς τα πήγες στο διαγώνισμα μαθηματικών;», «πήρες τα ρούχα από το καθαριστήριο;», η ζωή κυλούσε πολύ γρήγορα για τις ικανότητές μου.
Μου ταιριάζει η βραδύτητα. Πλέον ρωτώ πιο ανοιχτές, πηγαία ειλικρινείς και διερευνητικές ερωτήσεις: «ποιά ήταν η καλύτερη και ποιά η χειρότερη δραστηριότητα της ημέρας;», «μπορείς να προβλέψεις το τέλος του βιβλίου που διαβάζεις;» Ακούω γιατί για πρώτη φορά με νοιάζουν οι απαντήσεις. Οι αποκρίσεις μού δείχνουν με διαύγεια τα ενδιαφέροντα τους που συνιστούν τη βάση της οικειότητας. Δεν απογοητεύομαι όταν το αποκορύφωμα της μέρας του γιου μου είναι οι διάλογοι με την Siri. Εστιάζω σε άλλα, όταν υπάρχει χρόνος, υπάρχουν επίσης και άπειροι λόγοι να τσακωθείς. Λογομαχούμε με τον άντρα μου για τον Μπόρις εδώ και εβδομηνταδύο ώρες. Δεν είναι το ρεκόρ μας.
Τι θα μείνει από το μάθημα πανδημία; Λυπάμαι, δεν είμαι τόσο φιλοσοφημένη και τείνω να είμαι μισογεμάτο ποτήρι άνθρωπος. Έχω αρκετό δρόμο μπροστά μου και όταν όλο αυτό είναι πίσω μας ελπίζω τουλάχιστον να καταλήξω να οδεύω προς τη στωική φιλοσοφία. Με ελκύει καθώς ανέχεται λάθη και αδυναμίες, απέχει από ιδανικά. Είναι γεμάτη αρετές που τις κυνηγάς, παλεύεις προς την κατεύθυνση χωρίς ποτέ να κατακτάς έναν- ίσως ανέλπιδο- σκοπό. Δεν είναι τυχαίο που ξαναδιαβάζουμε την "Πανούκλα" του Καμύ αυτή την περιόδο, εκτός από την επικαιρότητα του θέματος, ας θυμηθούμε ότι οι πρωταγωνιστές είναι οι κατεξοχήν στωικοί ήρωες. Είναι μάρτυρες ενός μοιραίου αλλά αλληλέγγυοι με τους υπόλοιπους.
Πρώτα όμως πρέπει να με στείλουν άμεσα για αποτοξίνωση από την τεχνολογία. Αν επαναλαμβάνομαι κι αν όλα τα παραπάνω που διαβάσατε είναι ασαφή σημαίνει ότι χρειάζομαι και αποτοξίνωση από το αλκοόλ. Χρειάζομαι την συνδρομή μιας ομάδας ειδικών. Τι άλλο; Ελπίζω να μην χρειαστώ διαιτολόγο και δικηγόρο.
Να τι θα κάνω, θα ακολουθήσω την εντολή του Μάρκου Αυρήλιου «σαν να πρόκειται τώρα αμέσως να φύγεις από τη ζωή, έτσι να πράττεις κάθε φορά, έτσι να μιλάς, έτσι να σκέφτεσαι» Όταν η καθημερινότητα πάψει να είναι παράλογη πρέπει να αποφασίσω πού και σε τι θα σπαταλώ τον χρόνο. Θα τα σκέφτομαι ενόσω θα φοράω τα ψηλότερα τακούνια μου ακόμα και για να πάω σε παμπ και αφού ετοιμάσω έναν μικρό σάκο με είδη πρώτης ανάγκης εάν θέλω να φύγω από κάπου γρήγορα. Δεν με νοιάζει να ταξιδέψω, ούτε να περιπλανηθώ μου αρκεί ο συμβολισμός της ξεκλείδωτης πόρτας που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα. Ίσως φτάσω στο ζητούμενο.
Θέλω πίσω τη ρευστότητα της ομαλής κανονικότητας. Αφού πρώτα ευχαριστήσω δια ζώσης και από καρδιάς τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, τους ανθρώπους που κάνουν διανομές, τους φαρμακοποιούς, τις νοσοκόμες και τους γιατρούς θ’ αφήσω τον αυθορμητισμό να εισχωρήσει και όπου με βγάλει. Μέχρι τότε ηρεμία, χιούμορ, αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη.»