Η Λίζι Σίνταλ υπήρξε η μούσα πολλών καλλιτεχνών στα μέσα του 19ου αιώνα, μια καλλονή με μακριά, πλούσια, κόκκινη χαίτη, αλαβάστρινη επιδερμίδα και γαλαζοπράσινα μάτια, το πρώτο αυθεντικό supermodel στην Ιστορία της Τέχνης, όπως έχει χαρακτηριστεί, που άφησε πίσω της θρύλους έρωτα και απόγνωσης.
Κι όχι τυχαία, αφού η Ελίζαμπεθ Σίνταλ συνέδεσε το όνομά της και την τραγική της ιστορία με την εποχή των Προραφαηλιτών ζωγράφων (των Βρετανών, κυρίως, καλλιτεχνών που ίδρυσαν το κίνημά τους το 1848 με αίτημα την ανανέωση της ζωγραφικής με την μίμηση προγενέστερων του Ραφαήλ Ιταλών ζωγράφων) και ενέπνευσε μεταξύ άλλων τον Έζρα Πάουντ στο ποίημά του “Hugh Selwyn Mauberley”.
Η «ανακάλυψη» της Λίζι Σίνταλ
Η ανακάλυψή της έγινε τυχαία το χειμώνα του 1849. Ένα μέλος της αδελφότητας των Προραφαηλιτών εισέβαλε στο στούντιο των συναδέλφων του, Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι και Γουίλιαμ Χόλντεν Χαντ, αναφωνώντας ενθουσιασμένος: «δεν θα πιστέψετε τι πανέμορφο πλάσμα ανακάλυψα. Είναι σαν βασίλισσα, απίστευτα ψηλή». Μ’ αυτά τα λόγια ξεκίνησε η Λίζι Σίνταλ να γράφει ιστορία αρχικά ως μοντέλο, αλλά και αργότερα ως ζωγράφος και ποιήτρια, όπως αναφέρει η βιογράφος της, Λουσίντα Χόκσλεϊ στο βιβλίο της με τίτλο “The Tragedy of a Pre-Raphaelite Supermodel”.
Την εποχή εκείνη η Λίζι Σίνταλ μοχθούσε για το μεροκάματο σ’ ένα κατάστημα με καπέλα κοντά στην πλατεία Λέστερ στο κέντρο του Λονδίνου με την οικογένειά της να ανησυχεί για την εύθραυστη υγεία της. Ίσως γι’ αυτό κι η μητέρα της της επέτρεψε να ποζάρει ως μοντέλο για ζωγράφους, επάγγελμα που θεωρείτο την εποχή εκείνη σχεδόν συνώνυμο της πορνείας. Ο Ουόλτερ Χάουελ Ντεβερέλ, που την ανακάλυψε, έστειλε με μια άμαξα την μητέρα του στο φτωχικό της για να κάμψει τις αντιρρήσεις της, να συζητήσουν το ενδεχόμενο συνεργασίας και το οικονομικό της σκέλος – μια μεγαλόπρεπη εμφάνιση που έκανε εντύπωση στη νεαρή γυναίκα.
Αρχικά η Λίζι Σίνταλ πόζαρε μόνον περιστασιακά και συνέχισε να εργάζεται στο πιλοποιείο. Ο Ντέβερελ την απαθανάτισε ως Βαϊόλα στη «Δωδεκάτη Νύχτα», ο Χόλμαν Χαντ ως Σύλβια στο έργο «Ο Βαλεντίνος απελευθερώνει τη Σίλβια από τον Πρωτέα», ενώ πόζαρε για πρώτη φορά το 1850 ως “Rossovestita” στον Ροσέτι, που τη ζωγράφισε χιλιάδες φορές στη διάρκεια της σχέσης τους, σύμφωνα με τον μαικήνα του, Τζον Ράσκιν.
Πώς άλλαξε η Λίζι Σίνταλ τα πρότυπα της ομορφιάς
Αν και σήμερα οι περισσότεροι θα εξυμνούσαν την ομορφιά της, η ψηλή, αδύνατη, κοκκινομάλλα καλλονή δεν θεωρείτο ελκυστική σύμφωνα με τα πρότυπα της βικτωριανής εποχής. Ωστόσο, με την δουλειά της ως μοντέλο και την επιτυχία των έργων Τέχνης, που την απεικόνιζαν, η Λίζι Σίνταλ συνέβαλε στο να αλλάξει η κοινή γνώμη την αντίληψή της για την γυναικεία ομορφιά, σημειώνει η Χόκσλεϊ.
Μέσα από το φημισμένο έργο «Οφηλία» του Τζον Έβερετ Μίλαι (1851-1852) η φήμη της εκτοξεύτηκε και άρχισε να κερδίζει αρκετά, ώστε να εγκαταλείψει τη δουλειά της στο πιλοποιείο. Καλλιτέχνες άρχισαν να την πολιορκούν, αλλά εκείνη απέρριπτε τις προτάσεις της να ποζάρει, αφού άρχισε να τη ζηλεύει ο εραστής της – στο μεταξύ – Ροσέτι, ο οποίος διεκδικούσε και τα αποκλειστικά δικαιώματα…
Η ολέθρια σχέση της Λίζι Σίνταλ με τον Ροσέτι
Ο ερωτικός δεσμός της Λίζι με τον Ροσέτι θυμίζει τραγική εφηβική νουβέλα. Επί δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν αρραβωνιασμένοι, αλλά εκείνος αρνιόταν να ορίσει ημερομηνία γάμου και με τις συχνές του απιστίες η Λίζι εθίστηκε στο λάβδανο – το αγαπημένο ναρκωτικό της βικτωριανής εποχής και ολόκληρου του 19ου αιώνα, ένα βάμμα οπίου αναμεμειγμένο με αλκοόλ, που χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό για να ανακουφίζει τον πόνο-. Το 1854 και με τη βοήθεια του Ροσέτι ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία ως ζωγράφος και παρά τις αρχικές αρνητικές κριτικές ο Ράσκιν τη χαρακτήρισε «ιδιοφυία», όταν είδε ένα έργο της και της έκοψε ετήσιο μισθό 150 λιρών (στο πιλοποιείο έβγαζε μόλις 24) για να μπορεί να ασχολείται αποκλειστικά με την Τέχνη.
Τρία χρόνια αργότερα με την κατάσταση της υγείας της να χειροτερεύει και θέλοντας να ξεφύγει από τον ασφυκτικό έλεγχο του Ροσέτι – αλλά και του Ράσκιν – η Λίζι Σίνταλ επισκέφθηκε αρχικά με μια αδελφή της μια λουτρόπολη και στη συνέχεια επέστρεψε στη γενέτειρα του πατέρα της στο Σέφιλντ όπου γράφτηκε σε σχολή Καλών Τεχνών θέλοντας να ακολουθήσει δική της καριέρα. Ο αρραβωνιαστικός της την επισκεπτόταν τακτικά, αλλά οι επιστολές από φίλους στο Λονδίνο αποκάλυπταν τα παραστρατήματά του και η σχέση τους έληξε στα μέσα του 1858. Πέπλο μυστηρίου καλύπτει την επόμενη διετία της ζωής της μέχρι την άνοιξη του 1860 που νόσησε βαριά. Όταν έμαθε τα νέα ο Ροσέτι έσπευσε κοντά της και της έκανε την πρόταση γάμου και μόλις εκείνη ένιωσε καλύτερα, ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου.
Η αρχή του τέλους για τη μούσα των Προραφαηλιτών
Οι νεόνυμφοι πήγαν ταξίδι του μέλιτος στο Παρίσι, ενώ ο Ροσέτι συνέχισε να τη ζωγραφίζει. Η Λίζι ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, αλλά ενώ περίμενε με λαχτάρα την έλευση του πρώτου της παιδιού στον κόσμο, η κόρη της γεννήθηκε νεκρή τον Μάιο του 1861, ίσως λόγω του εθισμού τους στο λάβδανο. Η Λίζι Σίνταλ έπεσε σε κατάθλιψη και μαύρα σύννεφα άρχισαν να σκιάζουν το γάμο, όταν της μπήκαν υποψίες ότι ο άνδρας της την απατούσε και πάλι, αν και οι φίλοι του επέμεναν ότι της ήταν πιστός από τη στιγμή που διάβηκαν το κατώφλι της εκκλησίας. Η αρχή του τέλους είχε σημάνει.
Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου, επιστρέφοντας από τη δουλειά του, ο Ροσέτι βρήκε τη Λίζι νεκρή στο κρεβάτι μ’ ένα μισοάδειο μπουκάλι λάβδανου δίπλα της κι ένα σημείωμα αυτοκτονίας, που εκείνος έκρυψε για να μην απαγορευτεί η χριστιανική ταφή της. Η Λίζι Σίνταλ ήταν μόλις 32 ετών και έγκυος και πάλι. Ίσως φοβόταν μήπως χάσει κι αυτό το παιδί…
Όμως η ιστορία της δεν τελειώνει εκεί. Ο άνδρας της έθαψε μαζί με τα Λίζι και τα ποιήματα που είχε γράψει. Επτά χρόνια αργότερα, όμως, το μετάνιωσε κι έστειλε τον φίλο του, Τσαρλς Ογκούστους Χάουελ, να τα ανακτήσει από τον τάφο της στο κοιμητήριο Χάιγκεϊτ του Λονδίνου. Η νύχτα ήταν βαθιά, φώτα δεν υπήρχαν κι ο Χάουελ άναψε φωτιά για να βλέπει. Όπως είπε στον Ροσέτι, η ομορφιά της γυναίκας του παρέμενε αναλλοίωτη και τα μαλλιά της ακτινοβολούσαν μ’ ένα φλογερό κόκκινο χρώμα στο φως της φωτιάς… Τα ποιήματα του Ροσέτι εκδόθηκαν αργότερα, αλλά η ιστορία της προέλευσής τους παρέμενε ένα καλοδιατηρημένο μυστικό…