Πολύ λίγοι γκάνγκστερ έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου, όπως το έχει καταφέρει ο Μπέντζαμιν «Μπάκσυ» Σίγκελ.
Ήταν ένας playboy κακοποιός με κομψά κοστούμια, με πολύ θάρρος και έντονη γοητεία. Κάτω όμως από τα ακριβά του ρούχα, κρυβόταν ένας αδίστακτος δολοφόνος, που ήταν επιρρεπής στη βία.
Η περιβόητη ευαιρέσθητη ιδιοσυγκρασία του, του χάρισε το παρατσούκλι «Bugsy». Ήταν πραγματικά τρελός, παρορμητικός, θύμωνε γρήγορα και ήταν πάντα πρόθυμος να σκοτώσει. Μαζί με τον παιδικό του φίλο, Μέγιερ Λάνκσι, ίδρυσαν τη Murder Inc., μία οργάνωση, που η Μαφία χρησιμοποιούσε για «συμβόλαια θανάτου» και που είναι υπεύθυνη για σχεδόν χίλιους θανάτους.
Έγινε λαθρέμπορος οινοπνευματωδών κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, κάτω από τον Άρνολντ Ρόθσταϊν. Μετά την άρση της ποτοαπαγόρευσης το 1933, στράφηκε προς τα τυχερά παιχνίδια. Το 1936, έφυγε από τη Νέα Υόρκη και μετακόμισε στην Καλιφόρνια.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η Daily Mail, αφού έληξε η ποτοαπαγόρευση, ο Σίγκελ έφυγε από τη Νέα Υόρκη, όπου καλλιέργησε τη μυστική του επιθυμία να γίνει αστέρας του κινηματογράφου. Το ήθελε τόσο πολύ, που οργάνωσε ένα δοκιμαστικό για τον εαυτό του μόνος του, πραγματοποίησε κοινωνικές επισκέψεις σε επικεφαλής στούντιο, όπως οι Louis B. Mayer και Jack Warner και έγινε τακτικός επισκέπτης στα hotspot μαγαζιά του Χόλιγουντ όπως τα Ciro's, το Trocadero και το Clover Club.
Ο Σίγκελ με τους τρόπους του και τα κοστούμια των 200 δολαρίων του, κατάφερε να κάνει παρέα με την αφρόκρέμα του Χόλιγουντ, όπως με τους Κλαρκ Γκέιμπλ, Κάρι Γκραντ, Φρεντ Αστέρ, Γκάρι Κούπερ, Τόνι Κέρτις, Μάρλεν Ντίτριχ και Φρανκ Σινάτρα. Φυσικά είχε επίσης σχέσεις με πολλές ηθοποιούς της εποχής, όπως οι Τζιν Χάρλοου, Κέτι Γκέλμαν και Γουέντι Μπάρι. Όλες τους είχαν γοητευτεί από την «όμορφη απειλή» που άκουγε στο όνομα Μπεν Σίγκελ.
Η νέα βιογραφία του Μάικλ Σνάιερσον, με τίτλο «Μπάγκσυ Σίγκελ: Η σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου» αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία, για το πώς ο Μπάγκσυ Σίγκελ πέτυχε σχεδόν στην προσπάθεια του να γίνει σταρ της μεγάλης οθόνης. Ήταν «τόσο όμορφος όσο και βίαιος» γράφει ο
Σνάιερσον, «ένα εκθαμβωτικό μείγμα από ενθουσιασμό, αισθησιασμό και φόβο».
Πώς ο φτωχός Μπέντζαμιν έγινε ένας από τους πιο αιμοδιψείς γκάνγκστερ
Ο Μπέντζαμιν «Μπάκσυ» Σίγκελ, γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1906 σε μια φτωχή οικογένεια μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη και μεγάλωσε στα Εβραϊκά γκέτο της Νέας Υόρκης. Από μικρός πήρε τον άσχημο δρόμο, διαπράττοντας μικρές ληστείες και εκβιάζοντας ντόπιους.
Ο νεαρός εκκολαπτόμενος γκάνγκστερ, ήταν αποφασισμένος να μην καταλήξει σαν τον πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν εξαντλητικές ώρες ως εργάτης για έναν πενιχρό μισθό. Οι Σίγκελ ζούσαν σε απόλυτη φτώχεια και ο Μπάγκσι είδε ότι οι δρόμοι προσέφεραν έναν ευκολότερο και πιο προσοδοφόρο τρόπο για να ξεφύγουν από τη μιζέρια τους.
Όταν ο Μπάγκσι δεν ήταν απασχολημένος με το να εκβιάζει τους εμπόρους της Rivington Street, περνούσε το χρόνο του βλέποντας ταινίες, γοητευμένος από τα αστέρια του βωβού κινηματογράφου, όπως ο Γουάλας Ρέιντ και και ο Ροδόλφο Βαλεντίνο.
Ήταν στους δρόμους που ο Μπάγκσυ συνάντησε τον «συνάδελφο» του, επίσης γκάνγκστερ Μέγιερ Λάνσκι. Ο Λάνσκι ήταν 16 ετών όταν έπεσε πάνω στον 12χρονο Σίγκελ, ο οποίος έπιασε ένα όπλο την ώρα που γλιστρούσε από τα χέρια του Λάνσκι κατά τη διάρκεια ενός καβγά στον δρόμο. Την ώρα που οι αστυνομικοί έστριβαν στη γωνία, ο Λάνσκι παρενέβη και διέταξε τον Σίγκελ να «ρίξει το όπλο», σώζοντας τον από τις χειροπέδες.
Από τότε τα αγόρια συνδέθηκαν στενά και έγιναν δια βίου φίλοι και συνεργάτες στο έγκλημα. Και οι δύο μεγάλωσαν σε ορθόδοξες εβραϊκές οικογένειες που μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη για να ξεφύγουν από τις θρησκευτικές διώξεις και να κυνηγήσουν την ευκαιρία μιας καλύτερης ζωής, μόνο για να βρουν περισσότερη φτώχεια και προκατάληψη.
Το ξεκίνημα του Μπάγκσυ Σίγκελ ως γκάνγκστερ
Καθιέρωσαν τη δική τους συμμορία προστασίας και οι δραστηριότητες τους επεκτάθηκαν στον τζόγο και την κλοπή αυτοκινήτων. Στη συνέχεια, το "Bugs and Meyer Mob" μετατράπηκε σε "Murder Inc.".
Ενώ ο Λάνσκι ήταν «κοντός, φιλόξενος και προσεκτικός», όπως έγραψε ο Σνάιερσον, ο Σίγκελ ήταν «εντυπωσιακά όμορφος, με βαθιά μπλε μάτια και ένα πλατύ χαμόγελο». Η επιθυμία του για βία, του προσέδωσε μια τρομακτική φήμη στον υπόκοσμο.
Σε όσους βίωσαν την κυκλοθυμία του, ο Σίγκελ φαινόταν τρελός, και έτσι κέρδισε το ψευδώνυμο που μισούσε: «Μπάγκσυ». «Ήταν νέος, αλλά πολύ γενναίος», είπε ο Λάνσκι στους βιογράφους του. «Του άρεσαν τα όπλα. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν ότι ήταν πάντα έτοιμος να τρέξει πρώτος και να πυροβολήσει. Κανείς δεν αντιδρούσε πιο γρήγορα από τον Μπένι».
Η ποτοαπαγόρευση το 1920 παρείχε μια προσοδοφόρα ευκαιρία στην παράνομη διακίνηση για τους Σίγκελ και Λάνσκι. Ο Άρνολντ Ρότσταϊν ήταν ο πρώτος που προχώρησε την «επιχείρηση» σε διεθνές επίπεδο. Πήρε τον Σίγκελ και τον Λάνσκι κάτω από τη φτερούγα του, αφού εντυπωσιάστηκε από τους δύο εφήβους που γνώρισε στο Μπρούκλιν.
Σύντομα έβγαλαν πολλά λεφτά και ο Μπάγκσυ Σίγκελ άρχισε να ντύνεται με κομψά και πανάκριβα κοστούμια και παπούτσια κατά παραγγελία. Σύχναζε σε δημοφιλή νυχτερινά μαγαζιά, που κανένας Εβραίος γκάνγκστερ δεν θα ήταν καλοδεχούμενος πριν από την ποτοαπαγόρευση, όπως τα Club Durant, το 21 Club και το Chumley's στο West Village.
«Κλάση, αυτό είναι το μόνο πράγμα που μετράει στη ζωή», είχε πει ο Σίγκελ. «Χωρίς κλάση και στυλ, ένας άντρας είναι αλήτης, μπορεί επίσης να είναι νεκρός». Ξόδευε αλόγιστα, σαν τα χρήματα να μην αποτελούσαν πρόβλημα. Το να τα πάρεις ήταν ένα παιχνίδι και το να το ξοδέψεις ήταν δικαιολογία για να τα παίξεις.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι δυο φίλοι γκάνγκστερ έφεραν περισσότερο ποτό στις Ηνωμένες Πολιτείες από οποιονδήποτε άλλο παράνομο διακινητή στη χώρα. Είχαν επιρροή, δύναμη και πολλά μετρητά. Αλλά ο Σίγκελ επρόκειτο να κερδίσει περισσότερα και λίγοι γνώριζαν ότι καλόβλεπε το Χόλιγουντ.
Το τέλος της ποτοπαγόρευσης το 1933 σήμαινε ότι το οργανωμένο έγκλημα έπρεπε να ψάξει αλλού για εισόδημα. Έτσι, επικεντρώθηκαν στην ανάπτυξη των ενδιαφερόντων τους για τυχερά παιχνίδια και εκβιασμό εκτός της Νέας Υόρκης. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικής παρέμεινε ταπί λόγω της Μεγάλης Ύφεσης, τα αφεντικά της μαφίας ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να βγάλουν χρήματα στο Χόλιγουντ, όπου ο κινηματογράφος και οι παραγωγοί είχαν ακόμα πολλά χρήματα για να «κάψουν». Έτσι, ο Σίγκελ εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια.
Χωρίς να χάσει στιγμή, ο Σίγκελ παντρεύτηκε την Έσθερ (τη μακρόχρονη σύζυγό του) και έμειναν με τις δύο κόρες τους στο αρχοντικό του στο Σκάρσντεϊλ με μια υπηρέτρια, πισίνα και μπάτλερ προτού ξεκινήσει το ταξίδι του ως γυναικάς στις παλιές καλές μέρες του Χόλιγουντ.
Ενας γκάνγκστερ που λάτρευε το Χόλιγουντ
Όταν έφτασε για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες, ο Σίγκελ ήταν ένας γκάνγκστερ χωρίς φίλους, εκτός από τον Τζορτζ Ραφτ, ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στη θρυλική πρώτη ταινία του «Σημαδεμένου» (1932).
Ο Μπάγκσυ λαχταρούσε να συναντήσει τα αστέρια και τους επικεφαλής του στούντιο με τους οποίους ο Ράφτ έπαιζε, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να αποδείξει την αξία του πρώτα. Με μια υπερφυσική κατανόηση της σημασίας της εμφάνισης, ο Σίγκελ ενοικίασε ένα τεράστιο σπίτι στο Μπέβερλι Χιλς από τον τραγουδιστή της Metropolitan Opera, Λόρεν Τιμπέτ.
Σε όποιον ρωτούσε, ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «αθλητή». Ήταν ένας τίτλος που πίστευε ότι εκπέμπει πλούτο και κομψότητα. Αλλά πραγματικά, ήταν ένας ευφημισμός για τυχερά παιχνίδια, εκβιασμούς και δολοφονίες. «Ξανά εφηύρε τον εαυτό του στην πόλη της εφευρέσεως», έγραψε ο Σνάιερσον.
Παράλληλα με τις δράσεις του, ήταν τότε που «χώθηκε» στους κύκλους του Χόλιγουντ και άρχισε να δημιουργεί ερωτικές και φιλικές σχέσεις με θρυλικούς σταρ. Όλο και περισσότερο οι κινήσεις του Μπάγκσυ άρχισαν να καλύπτονται από κουτσομπολίστικες στήλες και ενώ λαχταρούσε να βρίσκεται στο επίκεντρο, ήξερε ότι ήταν κάτι που έπρεπε να απολαύσει προσεκτικά.
Όταν ο Μπάγκσυ οργάνωσε δοκιμαστικό μόνος του
Ο Σνάιερσον περιγράφει την ιστορία για το πώς ο γκάνγκστερ διοργάνωσε ένα αυτοσχέδιο δοκιμαστικό για τον εαυτό του, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά στο σετ μιας ταινίας που έκανε ο Ραφτ με τη Μάρλεν Ντίτριχ. Ο Σίγκελ καθόταν σαγηνευμένος στις σκιές, απορροφώντας κάθε λεπτομέρεια. Κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος στη μαγνητοσκόπηση, άφησε έκπληκτο το συνεργείο ανοίγοντας ένα χαρτοφύλακα και τραβώντας μια κάμερα 16 mm. Ζήτησε από τον ηθοποιό Μακ Γκρέι να τον κινηματογραφήσει καθώς προχώρησε στην αναπαράσταση της σκηνής του Ραφτ που μόλις είχε ολοκληρωθεί, αφού είχε απομνημονεύσει τις ατάκες του ηθοποιού και μιμούνταν τις χειρονομίες του.
Ένας γκάνγκστερ που του άρεσε να περιποιείται τον εαυτό του
Ο Μπάγκσυ διατηρούσε τον εαυτό του σε άψογη κατάσταση κάνοντας γυμναστική και κολύμπι. Μετά από το ντους, ο Μπάγκσυ θα επέστρεφε στο σπίτι και θα περπατούσε μέσα από τη φωτιζόμενη γυάλινη ντουλάπα όπου τα ρούχα του κρέμονταν σαν τα κομμάτια ενός μουσείου. Επισκεπτόταν επίσης πολύ συχνά, το Drucker's, ένα από τα πιο διάσημα και ακριβά κουρεία στο Χόλιγουντ, έβαζε κρέμες και του άρεσε να θαυμάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Η ευνοϊκή μεταχείριση στη φυλακή
Είναι αξιοσημείωτο ότι, μέχρι το 1941, ο Σίγκελ είχε ακόμα καθαρό ποινικό μητρώο, κάτι για το οποίο υπερηφανευόταν. Αυτό όμως κράτησε μέχρι το φθινόπωρο όταν οδηγήθηκε σε δίκη για τη δολοφονία του μαφιόζου συνεργάτη του, Χάρι Γκρίνμπεργκ. Στη φυλακή δέχτηκε προνομιακή μεταχείριση. Είχε ειδικές χειροποίητες στολές, του επιτράπηκε να κοιμηθεί στο άνετο κρεβάτι του γιατρού της φυλακής και να χρησιμοποιήσει το ιδιωτικό του ντους. Σύμφωνα με τον Σνάιερσον, μπορούσε ακόμα και να παραγγείλει φαγητό από τοπικά εστιατόρια, όπως χαβιάρι και φασιανό ψητό από το Ciro's. Κατά τη διάρκεια των 49 ημερών του στη φυλακή, στον Σίγκελ επιτράπηκε να βγει 19 φορές. Ο γκάνγκστερ αθωώθηκε τελικά όταν δύο μάρτυρες του κράτους μυστηριωδώς, «εξαφανίστηκαν».
Ο Σίγκελ ταξίδεψε στο Λας Βέγκας, της Νεβάδα, όπου χειρίστηκε και χρηματοδότησε χαρτοπαικτικές λέσχες. Μπορεί να είχε φέρει την οικογένειά του να ζήσει μαζί του, αλλά αυτό δεν το σταμάτησε ποτέ από το να έχει ερωμένες. Αφού ανέχτηκε πολλά, η σύζυγος του, τον χώρισε. Ο Σίγκελ, είχε τώρα σχέση με τη Βιρτζίνια Χιλ, με την οποία είχε ξετρελαθεί και της αγόραζε πανάκριβα δώρα. Η σχέση τους χαοτική και παθιασμένη, με έρωτα και έντονους καβγάδες. Η Χιλ, έμελλε να συνδεόταν με το άδοξο τέλος του, καθώς στις 20 Ιουνίου 1947, ο Σίγκελ πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε στο σπίτι της, στο Μπέβερλι Χιλς.
Ο Μπάγκσυ Σίγκελ, προηγουμένως είχε συνεργαστεί με τον Γουίλιαμ Γουίλκερσον, ιδιοκτήτη του The Hollywood Reporter και μιας επιτυχημένης σειράς νυχτερινών κέντρων στο Λος Άντζελες (όπως το Ciro's και το Trocadero). Ο Γουίλκερσον αγόρασε αρχικά τα 33 στρέμματα της ερήμου, όπου τελικά θα γινόταν το «Ξενοδοχείο Φλαμίνγκο». Αλλά μέσα σε λίγους μήνες, ο Σίγκελ εξανάγκασε τον επιχειρηματικό του συνεργάτη να πουλήσει όλα τα μερίδιά του στο Φλαμίνγκο υπό την απειλή του θανάτου. Αυτός και οι υποστηρικτές του Εθνικoύ Συνδικάτου Εγκλήματος έγιναν επίσημα οι μοναδικοί ιδιοκτήτες του καζίνο.
Το όνομα φημολογείται ότι ήταν εμπνευσμένο από τα μακριά πόδια
της Βιρτζίνια Χιλ που έμοιαζαν με αυτά των φλαμίνγκο. Μάλιστα, ο Σίγκελ εισήγαγε ζωντανά ροζ φλαμίνγκο για το μεγάλο άνοιγμα, μόνο που τα εξωτικά πουλιά δεν άντεξαν και πέθαναν στη ζέστη της ερήμου.
Για τον Σίγκελ, το Φλαμίνγκο πρόσφερε μια ευκαιρία στη νομιμότητα, μια διέξοδο από το οργανωμένο έγκλημα. Το Εθνικό Συνδικάτο Εγκλήματος (Syndicate) υποστήριξε το φιλόδοξο σχέδιό του με δάνειο 1 εκατομμυρίου δολαρίων, αλλά γρήγορα έμεινε δυσαρεστημένο με τις περιττές δαπάνες και την κακή διαχείριση χρημάτων κατά την εποπτεία της κατασκευής του Flamingo Hotel. Το Συνδικάτο αποφάσισε ότι ο Μπάγκσυ Σίγκελ, δεν ήταν πια άξιος εμπιστοσύνης. Η ακριβή αποτυχία του Φλαμίνγκο, του κόστισε τελικά τη ζωή του.
Την ίδια στιγμή, η σχέση του με τη Χιλ είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο ταραχώδης. Οι σκηνές ζηλοτυπίας κατέληξαν στην απόπειρα αυτοκτονίας της Χιλ, γεγονός που αποδείχτηκε σημείο καμπής στη σχέση τους.
Λέγεται πως το συμβόλαιο θανάτου του, διατάχθηκε και υπογράφηκε από τον Λάκι Λουτσιάνο, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ σε μια μυστική συνάντηση του Συνδικάτου στην Αβάνα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει ο πιστός φίλος του, ο Μέγιερ Λάνσκι, για να το σταματήσει.
Ο αδίστακτος και ατρόμητος γκάνγκστερ Μπάγκσυ Σίγκελ, πυροβολήθηκε στον καναπέ του σαλονιού της Χιλ, ενώ διάβαζε εφημερίδα. Σκοτώθηκε ακαριαία. Θάφτηκε στο εβραϊκό τμήμα του νεκροταφείου Hollywood Forever, όχι μακριά από τα παιδικά του είδωλα, τον Ροδόλφο Βαλεντίνο και τον Ντάγκλας Φέρμπανκς.
44 χρόνια αργότερα, το μεγάλο καθυστερημένο όνειρο του Μπέντζαμιν «Μπάγκσυ» Σίγκελ για το Χόλιγουντ, θα γινόταν τελικά πραγματικότητα. Μόνο που αυτός δεν βρισκόταν εν ζωή. Τον υποδύθηκε όμως στον κινηματογράφο που τόσο λάτρευε, ο διάσημος ηθοποιός Γουόρεν Μπίτι, στην ταινία του 1991 για τον εκθαμβωτικό γκάνγκστερ. Επιτέλους, ο Μπάγκσυ τα είχε καταφέρει.