Επί τρεις ολόκληρες δεκαετίες η διαβόητη Βρετανίδα γκάνγκστερ Λίντα Κάλβεϊ ήταν η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα του λονδρέζικου υποκόσμου.
Ληστείες, φόνοι, μια μακριά καριέρα στο έγκλημα... Οι πιο επικίνδυνοι κακοποιοί σέρνονταν στα πόδια της «Μαύρης Χήρας». Όποιος ήταν τυχερός κατέληγε πίσω απ’ τα σίδερα της φυλακής. Οι υπόλοιποι έπεφταν νεκροί από σφαίρες -φέρεται μάλιστα να εκτέλεσε η ίδια εν ψυχρώ τον μεγάλο έρωτα της ζωής της-. Η συναρπαστική βιογραφία της, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στη Βρετανία, αποκαλύπτει το σκοτεινό παρελθόν της γκάνστερ, που τα τσιράκια της αποκαλούσαν “Lady Boss”...
Η «άνοδος» της Lady Boss
Γεννημένη το 1948 στο Ίλφορντ του Έσεξ η Λίντα Κάλβεϊ μυήθηκε από την εφηβική της ηλικία στα μυστικά του υποκόσμου του Ιστ Εντ του Λονδίνου. Ήταν 19 ετών, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ερωτεύτηκε τον ληστή τραπεζών, Μίκι Κάλβεϊ, έναν εγκληματία εξ’ επαγγέλματος, που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία το 1978. «Παντρεύτηκα έναν ληστή τραπεζών όταν ήμουν 22 ετών γιατί τον ερωτεύτηκα», λέει σήμερα η ίδια. «Ήξερα ότι ο Μίκι Κάλβεϊ ήταν ένας γκάνγκστερ, όταν τον συνάντησα στο πάρτι που έκανε για την αποφυλάκισή του. Γεννήθηκα με ανοικτά μάτια...»
Η Κάλβεϊ ξεκίνησε την καριέρα της στο έγκλημα ως τσιλιαδόρος, στη συνέχεια ως οδηγός των οχημάτων που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της συμμορίας της για τη διαφυγή τους, αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε δεινή πιστολέρο. Αλλά μετά τον θάνατο του άνδρα της απογειώθηκε. Η «Μαύρη Χήρα» ορκίστηκε στον τάφο του ότι θα αναλάμβανε αυτή τη φροντίδα της οικογένειας. «Η αγάπη μου γι’ αυτόν με τρέλαινε. Εξωτερικά ήμουν ο εαυτός μου. Εσωτερικά ήμουν ένας δαίμονας», λέει.
Η πλανεύτρα γκάνγκστερ
Η Κάλβεϊ αποχωρίστηκε απ’ τα παιδιά της για να εξελιχθεί σε μια ηγετική φιγούρα του υποκόσμου του Λονδίνου. Μαζί με τα τσιράκια της -«τη συμμορία της Μαύρης Χήρας», όπως τους αποκαλούσε η βρετανική αστυηνομία-, διέπραξε πάνω από 30 ληστείες. Απαιτούσε απ’ τους συνεργάτες της να τον αποκαλούν “Lady Boss” κι έκανε τρελή ζωή στα νάιτ κλαμπ με τις ντουλάπες της γεμάτες γούνινα παλτό. Η διαβόητη γκάνγκστερ άλλαζε τους άνδρες σαν τα πουκάμισα, αφού ασκούσε ακαταμάχητη γοητεία στο λεγόμενο «ισχυρό φύλο» -ένας από τους λόγους για τους οποίους απέκτησε το παρατσούκλι «Μαύρη Χήρα», μαζί με την βίαιη φύση της. «Ήμουν μια πλανεύτρα», λέει η Κάλβει. «Παρέσερνα τους άνδρες στον ιστό μου κι ήξερα πάντα ποιον είχα στο πλάι μου».
Η Λίντα Κάλβεϊ ήταν ήδη βασίλισσα του Λονδρέζικου υποκόσμου όταν συνάντησε τον γκάνγκστερ Ρόνι Κουκ, τον άνθρωπο που φέρεται αργότερα να δολοφόνησε εν ψυχρώ. Όταν ο Κουκ οδηγήθηκε στη φυλακή το 1981, η Κάλβεϊ έκανε το όνομά του τατουάζ στο σώμα της. Ο Κουκ καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη για τη συμμετοχή του σε μια ληστεία, που απέφερε λεία 26 εκατ. λιρών στη συμμορία. Όταν μπήκε κι η ίδια στη φυλακή ήλθε σε επαφή με ορισμένους απ’ τους πιο βίαιους εγκληματίες της χώρας.
Μοιραζόταν το κελί της με την Μάιρα Χίντλεϊ -την πιο μισητή γυναίκα στη Βρετανία μέχρι το θάνατό της λόγω της συμμετοχής της στους βίαιους φόνους παιδιών- και την serial killer Ρόουζ Γουέστ, που είχε δολοφονήσει δέκα ανθρώπους. Την ίδια εκείνη περίοδο, ένας παλιός της γνώριμος από τα κλαμπ της δεκαετίας του 1960, ο διαβόητος για την ωμότητά του Ρέτζι Κρέι -από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες μαζί με τον αδελφό του στον λονδρέζικο υπόκοσμο-, άρχισε να αλληλογραφεί μαζί της και να την πολιορκεί ερωτικά. «Με εκλιπαρούσε στο τηλέφωνο να τον παντρευτώ, αλλά εγώ του είπα ότι αυτό δεν θα είναι καλό για κανέναν απ’ τους δυο μας». Η Κάλβεϊ φοβόταν ότι αν παντρευόταν έναν απ’ τους γνωστότερους γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1960 δεν θα έβγαινε ποτέ απ’ τη φυλακή.
Εκτέλεση εν ψυχρώ από την «Μαύρη Χήρα»
Η διαβόητη γκάνγκστερ έκανε 18 χρόνια στη φυλακή μέχρι το 2009 που αποφυλακίστηκε. Στα 71 της σήμερα επιμένει ότι είναι αθώα για το φόνο του Ρόνι Κουκ. Ελπίζει μάλιστα ότι κάποιος συνταξιούχος επιθεωρητής της αστυνομίας θα διαβάσει τη βιογραφία της και θα πειστεί ότι της είχαν φορτώσει άδικα τον φόνο όταν καταδικάστηκε. Σύμφωνα με τη δική της εκδοχή ο Κουκ την είχε επισκεφθεί στη διάρκεια μιας ολιγοήμερης άδειάς του από τη φυλακή στο σπίτι της, όταν μπούκαρε ένας πληρωμένος δολοφόνος. «Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος όταν έσπασε η πόρτα», λέει. «Ο Ρον δέχθηκε μια σφαίρα στο χέρι. Ο άντρας τράβηξε τη μάσκα του κι έριξε μια δεύτερη σφαίρα που σκότωσε τον Ρον και μετά έφυγε, αφήνοντας πίσω εμένα στην κουζίνα και τον Ρον νεκρό στο πάτωμα.»
Για την αστυνομία, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά: όσο ο Κουκ ήταν στη φυλακή, η Κάλβεϊ τα έμπλεξε με έναν άλλο γκάνγκστερ, ονόματι Μπράιαν Θόροουγκουντ. Η γυναίκα του τελευταίου, όμως είχε προσλάβει έναν ντέτεκτιβ και έμαθε για το δεσμό του άντρα της με τη «Μαύρη Χήρα». Η διαβόητη γκάνγκστερ φοβήθηκε μήπως ο Κουκ μάθει από την ζηλιάρα σύζυγο του εραστή της για τη σχέση της και του έστησε παγίδα. Φρόντισε να πάρει ο Κουκ ολιγοήμερα άδεια απ’ τη φυλακή για να τον παρασύρει στο σπίτι της, όπου τους περίμενε ο εκτελεστής. Μόνον που αστόχησε και πέτυχε τον Κουκ στο χέρι. Τότε, σύμφωνα με την αστυνομία, άρπαξε η Κάλβεϊ το όπλο. Ο λαβωμένος εραστής της ήταν γονατιστός μπροστά της, αλλά η «Μαύρη Χήρα» δεν δίστασε να του δώσει τη χαριστική βολή...