Και ξαφνικά, η ανεπίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού στο ΕΜΣΤ, η εικόνα του να παρατηρεί ένα έργο τέχνης σημαντικού Αμερικανού εικαστικού νιγηριανής καταγωγής, έγινε η αφορμή για ένα άνευ προηγουμένου τρολάρισμα για τη σύγχρονη Τέχνη και τι δικαιούται να φέρει αυτόν τον τίτλο...
Ηταν τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν το ΥοuGov και το think tank Data for Progress έκαναν ένα ενδιαφέρον γκάλοπ. Παρουσίασαν στους συμμετέχοντες στην έρευνα το έργο του Sam Gilliam «Coffee Thyme» (1980) χωρίς την παραμικρή επεξήγηση ή πληροφορία και τους ρώτησαν αν θεωρούν ότι είναι Τέχνη ή όχι. Προηγουμένως τους είχε δοθεί ένα ερωτηματολόγιο σχετικό με τον Τραμπ και την πολιτική του.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, όσοι απάντησαν ότι «ναι, είναι ένα έργο Τέχνης» ήταν κυρίως αυτοί που αποδοκίμαζαν τον Τραμπ. Συγκεκριμένα, από όσους είδαν ένα έργο Τέχνης στην εικόνα, μόλις το 36% θα ψήφιζαν τον Τραμπ τον Νοέμβριο του 2020. Θα έλεγε κανείς πώς η πίστη στην πρόοδο, τις επιστήμες, τις αρχές της Δημοκρατίας συνάντησε την ταυτοποίηση του έργου ως Τέχνης…
Εχει ενδιαφέρον, αν και ενδεχομένως μοιάζει εκκεντρικό να συνδέει κανείς την πρόσληψη της σύγχρονης Τέχνης με τις πολιτικές πεποιθήσεις. Και όμως, η σύγχρονη Τέχνη είναι κυτταρικά πολιτική, φέρει μέσα της αφηγήσεις σύγχρονων αγώνων, εκπληρώσεων, προσδοκιών. Είναι πολιτική, είναι ακτιβιστική, διατρανώνει τη διαρκή ανάγκη για επανάσταση. Και δεν το κάνει διδακτικά, δεν το κάνει χαϊδεύοντας το κοινό με εικόνες εύπεπτες, εικόνες που μπορούν να τέρψουν την αισθητική του θεατή και να τον στείλουν στο κατάστημα του μουσείου ή της γκαλερί για να αγοράσουν ένα πόστερ για τον τοίχο τους. Κάθε άλλο. Συχνά τα υλικά, η φόρμα, έχουν μια επιθετικότητα, μια ανατροπή που προκαλεί έκπληξη. Αναστάτωση.
Είναι ένας ουρητήρας Τέχνη; Ναι, είναι!
Είναι γνωστές οι αντιδράσεις που υπήρξαν το 1917 όταν ο Marchel Duchamp παρουσίασε το έργο του «Η Πηγή» σε έκθεση Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Ένας ουρητήρας τοποθετημένος πάνω σε ένα βάθρο. Ονόμασε το έργο του «Πηγή». Oι διοργανωτές δεν μπορούσαν να μην το εκθέσουν -είχε πληρώσει ήδη για τη συμμετοχή του στην έκθεση ο Duchamp, αλλά μέσα σε λίγες ώρες φρόντισαν να το κρύψουν. Χλευασμός, οργή, ιαχές απαξίωσης εναντίον του Duchamp -τόλμησε να κάνει ένα έργο Τέχνης που δύσκολα να έβαζε κάποιος στο σαλόνι του. Σήμερα το έργο είναι σύμβολο της Τέχνης στον 20ό αιώνα.
Oταν στη δεκαετία του ’60 εμφανίστηκε το κίνημα Arte Povera, πρωτεργάτης του οποίου ήταν ο Πειραιώτης Γιάννης Κουνέλλης, ξανά ένα μικρό σοκ διαπέρασε επισκέπτες μουσείων και «πρεσβευτές» της κοινής γνώμης. Η βαθύτατη πολιτική ταυτότητα των έργων και των μέσων, η επαναστατικότητα στη φόρμα και το υλικό θριάμβευσαν φυσικά και καθόρισαν τη σύγχρονη Τέχνη. Θα θυμάμαι πάντα τον Γιάννη Κανέλλη, στην τελευταία μας συνάντηση, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, δύο χρόνια πριν πεθάνει να μου λέει ανάβοντας ένα ακόμα τσιγάρο «κάνω τον ζωγράφο», ενώ πριν με τα χέρια μαυρισμένα έβαζε κάρβουνα σε σακιά, έστηνε καδρόνια, έστρωνε ένα σκονισμένο σακάκι. Παριστάνω τον ζωγράφο. Δεν με ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά ο καλλιτέχνης, έλεγε ο Duchamp. Kαμία αναφορά στο φωτογενές που απλοϊκά συνδέεται με την Τέχνη.
Eίναι Τέχνη η «σπασμένη καρέκλα»;
Γιατί να ανακινεί ξανά κάποιος αυτή τη συζήτηση, σήμερα; Διότι αίφνης στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2020, αρχικά από τα social media, πυροδοτήθηκε ένα ανέξοδο, άγριο τρολάρισμα εναντίον της σύγχρονης Τέχνης και των δημιουργών. Αφορμή μια εικόνα από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο ΕΜΣΤ και δη ένα έργο τέχνης. Το «Thrown for Chinua Achebe» του εικαστικού Ρασίντ Τζόνσον. Μια καρέκλα που με το λογοπαίγνιο του πεταμένου στον τίτλο του έργου «thrown» παραπέμπει σε θρόνο σε πτώση.
O νιγηριανής καταγωγής Τζόνσον μεγάλωσε στο Σικάγο, ζει στη Νέα Υόρκη, είναι από τους πλέον επιδραστικούς δημιουργούς αυτή τη στιγμή στη σκηνή της σύγχρονης Τέχνης, καταφεύγοντας σε πολλά και διαφορετικά μέσα με έργα που συνδέονται με έντονα κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά ζητήματα. Εργα του εκτίθενται σε σημαντικές γκαλερί και μουσεία, είναι βραβευμένος… Είναι κάπως αμήχανο, αλλά αυτή η παράθεση πληροφοριών για την καριέρα του δεν γίνεται χάριν παράθεσης πληροφοριών, αλλά για να γίνει κατανοητό ότι το έργο του καταγράφεται ως σημαντικό, καταγράφεται ως Τέχνη, όσο και αν στην Ελλάδα χρήστες των social media ή κάποιοι αρθρογράφοι έχουν αντίθετη άποψη. Και μάλιστα δεν έχουν δει καν το έργο, δεν έχουν επισκεφθεί την έκθεση. Δεν έχουν καν επισκεφθεί το ΕΜΣΤ. Τι οπλίζει λοιπόν αυτή την επίθεση; Τι πυροδοτεί και δαιμονοποιεί τη σχέση μας με τη Σύγχρονη Τέχνη; Και μάλιστα τώρα, που επιτέλους η Αθήνα απόκτησε μουσείο σύγχρονης Τέχνης;
Εργαλειοποίηση και αντιπολίτευση
Το πρώτο έναυσμα ήταν απλώς μια απόπειρα αρνητικού σχολιασμού του πρωθυπουργού -μάλιστα, αντίστοιχα σχόλια είδαμε ακόμα και πλάι σε φωτογραφίες του όταν βρισκόταν στο συγκλονιστικό έργο του Βλάση Κανιάρη «Το κουτσό» 1974. Είδαμε μια συνειδητή προσπάθεια, σε σαθρή βάση, να ασκηθεί κριτική όχι για τον τρόπο άσκησης πολιτικής, αλλά για τη σχέση του με την Τέχνη και το γεγονός ότι επέλεξε να σταθεί με ενδιαφέρον μπροστά στην «σπασμένη καρέκλα» και να ακούσει την ιστορία του έργου και του δημιουργού. Κριτική που δεν ασκήθηκε από ειδικούς -διότι σε αυτή την περίπτωση θα είχε ενδιαφέρον ένα debate για το τι είναι και δεν είναι Τέχνη. Μου θυμίζει τους αρνητές του κορωνοϊού -δεν υπάρχει γιατί δεν έχει αρρωστήσει κάποιος γνωστός μου, ας λένε ότι θέλουν οι επιστήμονες.
Ό,τι είναι ξένο, διαφορετικό, ανοίκειο αποκαθηλώνεται. Στην περίπτωση της Τέχνης με περισσή ευκολία μάλιστα και σχεδόν με άγρια χαρά, αφού υπάρχει αυτή η στρεβλή αλλά εδραιωμένη αντίληψη ότι η Τέχνη είναι πολυτέλεια, είναι ο αφρός, είναι το αξεσουάρ της ελίτ. Στην προκειμένη περίπτωση, η «σπασμένη καρέκλα» όπως ονομάστηκε από χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης το έργο του Τζόνσον ήταν απλά μια ευκαιρία να περιπαίξει κάποιος το πρόσωπο, τον πολιτικό. Μέσα στο ΕΜΣΤ που επιτέλους λειτουργεί, όπου παράλληλα με τη μόνιμη συλλογή παρουσιάζεται αυτή την εποχή μια έκθεση διεθνών προδιαγραφών με αριστουργηματικά έργα, την Ubuntu που ήδη έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον του διεθνούς Τύπου, δόθηκε επιχείρημα για να παραχθεί αντιπολιτευτικός λόγος. Το κακό είναι ότι αυτό επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την ήδη κακοφορισμένη σχέση με τη σύγχρονη τέχνη και μια επιθεωρησιακού τύπου αφήγηση γύρω από αυτήν.
Το γούστο, το διαφορετικό, η παρανόηση
Κάπως έτσι, ο δρόμος άνοιξε για να ακολουθήσει μια παράθεση σχολίων με κυρίαρχο στοιχείο την απαξίωση με σαρκασμό και ύφος αυθεντίας -χωρίς ποτέ να έχουν δει το συγκεκριμένο έργο τέχνης από κοντά. Η μονοσήμαντη πρόσληψη της Τέχνης ως αισθητικό αποτέλεσμα. To 1928 o Μαγκρίτ ζωγράφισε το έργο «Η προδοσία των εικόνων». Μια ξύλινη πίπα, σε μπεζ φόντο και από κάτω με καλλιγραφική γραφή η επισήμανση «Ceci n’est pas une pipe». Αυτή δεν είναι μια πίπα, όσο και αν νομίζεις ότι είναι. Το φαίνεσθαι και το είναι. «A, η περίφημη πίπα» έλεγε αργότερα ο Μαγκρίτ. «Πολλοί με κατηγόρησαν… Αν όμως σας ζητούσα να μου τη γεμίσετε, θα τα καταφέρνατε; Όχι, είναι απλά ένα σύμβολο, σωστά; Αν λοιπόν κάτω από τη ζωγραφιά μου είχα γράψει "Αυτή είναι μία πίπα", θα είχα πει ψέματα!». Πόσο υπέροχα αποστομωτικός ο Μαγκρίτ. Αυτή, λοιπόν, δεν είναι μια σπασμένη καρέκλα…
Η ανάρτηση του Νικόλα Γιατρομανωλάκη
Η έλλειψη εκπαίδευσης και εξοικείωσης με τη σύγχρονη Τέχνη εντείνει την αμηχανία, την έλλειψη επικοινωνίας με τα έργα και τους δημιουργούς. Σε μια χώρα όπως η δική μας, που δεν είχε καν Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης σε πλήρη λειτουργία, που στην εκπαίδευση η έννοια του σύγχρονου έργου δεν υφίσταται, κάνει αυτές τις παρεξηγήσεις ή την εργαλειοποίηση της Τέχνης ακόμα πιο πρόσφορη.
Ο γενικός γραμματέας σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης έκανε μια ανάρτηση που χωρίς να σχολιάζει ή να χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις, μίλησε για το έργο του Τζόνσον, για τη δύναμη που κίνησε τον δημιουργό. Αλλά εμβάθυνε στην ουσία του ζητήματος γράφοντας μεταξύ άλλων: «Υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για τα εμπόδια πρόσβασης στον πολιτισμό και την τέχνη. Συνήθως αυτά ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες: (1) εξωτερικά, (2) προσωπικά, (3) εμπόδια που έχουν να κάνουν με ένα συγκεκριμένο έργο. Συχνά αναφερόμαστε στα φυσικά εμπόδια (π.χ. απόσταση, δυσκολία προσπέλασης (ειδικά για ΑμεΑ)) αλλά και σε οικονομικά εμπόδια (π.χ. τιμή εισιτηρίου, κόστος ευκαιρίας/χρόνου), και αγνοούμε τα προσωπικά εμπόδια που όμως είναι εξίσου σημαντικά αν όχι σημαντικότερα. Κανείς δεν θέλει π.χ. να νιώσει άσχετος μπροστά σε ένα έργο που δεν το καταλαβαίνει, οπότε πολύ συχνά θα απορρίψει το έργο αντί να αναρωτηθεί γιατί δεν το καταλαβαίνει. Κανείς δεν θέλει να νιώσει άβολα και αμήχανα έξω από το comfort zone του, κι έτσι συχνά θα πει «αυτά δεν είναι για μένα», «αυτά είναι για τους πλούσιους» «αυτά είναι για τους νέους», «αυτά είναι για τους κουλτουριάρηδες» κ.ο.κ. Αυτά τα επιχειρήματα, ειδικά όταν εκφράζονται από ανθρώπους με κάποια μορφή εξουσίας, έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο διαχρονικά, σε όλο τον κόσμο, στην απαξίωση της σύγχρονης τέχνης: «Αν δεν το καταλαβαίνω γιατί να το πληρώνω; Γιατί να μην κάνω τα λεφτά κάτι άλλο βρε αδερφέ; Δεν είναι δα ότι μου περισσεύουν…»
Είναι υποχρέωσή μας θεωρώ, ως πολιτεία, να κάνουμε σοβαρές κινήσεις, μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι μόνο έτσι ώστε, έστω οι επόμενες γενιές να μην νιώσουν ποτέ άβολα σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, διαγωνίως, οριζοντίως ή καθέτως. Όχι για να μην μας πουν οπισθοδρομικούς, αλλά γιατί το μυαλό πρέπει να δουλεύει και να ανοίγει, και όταν το κάνουμε αυτό σε ατομικό επίπεδο θα περνάμε όλοι και όλες πολύ καλύτερα και θα ζούμε σε ανεκτικότερες, φιλικότερες και προοδευτικότερες κοινωνίες….».
Είναι αυτό Τέχνη;
Οι τελίτσες με τα αφοριστικά τρολαριστικά σχόλια κάτω από τις φωτογραφίες της «σπασμένης καρέκλας» συνεχίζουν να αναβοσβήνουν και να προσθέτουν απαξιωτικούς, ανέξοδους αφορισμούς. Αν η επίσκεψη στο ΕΜΣΤ, στου ΦΙΞ, είναι δύσκολη, κοπιώδης για να γίνει κάποιος αληθινός θεατής και συνομιλητής με το έργο και τη σύγχρονη τέχνη εν γένει, μπορεί να κάνει απλώς ένα κλικ πιο πέρα. Να μπει στο site του Οργανισμού ΝΕΟΝ που τα τελευταία σχεδόν πέντε χρόνια, ανεπιτήδευτα, με σκληρή δουλειά, με στρατηγική, με απεύθυνση σε όλους τους πολίτες, με εκθέσεις στον δημόσιο χώρο -για να είναι διαρκείς και αβίαστες οι συναντήσεις ακόμα και για όσους δεν έχουν την παραμικρή επαφή με την Τέχνη- έχει δημιουργήσει μια σειρά από μικρές εικαστικές κοσμογονίες στο κοινό της χώρας. Ένα κλικ πιο εκεί για να δει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τον τίτλο «Είναι αυτό Τέχνη;» που δημιούργησε σε συνεργασία με το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο, Απευθύνεται σε εφήβους, αλλά πιστέψτε με είναι υλικό συναρπαστικό για κάθε έναν μας, κυρίως για όσους φιλότιμα και με ανοιχτό μυαλό θέλουν να μυηθούν στον κόσμο της σύγχρονης Τέχνης.