H «Μήδεια» του Γερμανού σκηνοθέτη Φρανκ Κάστορφ διέψευσε το αμφίθυμο κλίμα που είχαν προκαλέσει κάποιες δηλώσεις του και η δημοσίευση φωτογραφιών του σκηνικού χώρου (η ορχήστρα γεμάτη από πλαστικά μπουκάλια και 5-6 αντίσκηνα) πριν από την πρεμιέρα. Ήταν μια σπουδαία παράσταση που δικαίωσε κάθε επιλογή του σκηνοθέτη της.
Από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, επί 25 χρόνια διευθυντής του ιστορικού Volksbühne am Rosa-Luxemburg-Platz στο Βερολίνο, ο Φρανκ Κάστορφ υπήρξε βασικός εκπρόσωπος του μεταμοντερνιστικού θεάτρου, δηλαδή μίας αιρετικής, εικονοκλαστικής σκηνικής γλώσσας που έχει προκαλέσει πολλές φορές κοινό και θεσμικούς πολιτιστικούς φορείς (π.χ. στο Φεστιβάλ του Μπάιροϊτ το 2013 αποδοκιμάστηκε έντονα η σκηνοθετική προσέγγισή του για το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν», του Βάγκνερ).
Εκφραστής του «Θεάτρου του Σκηνοθέτη», στο οποίο ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται κείμενα και σκηνική δράση χωρίς να νιώθει δεσμευμένος από τις συμβάσεις που τα ίδια τα έργα φέρουν εκ γραφής, με σαφή πολιτικό προβληματισμό, χάρη του οποίου μετατοπίζει και προσαρμόζει κατά βούλησιν την θεματολογία των πρωτότυπων έργων, ο Κάστορφ χρησιμοποιεί στις παραστάσεις του ετερογενή κείμενα συχνά με συγκρουσιακή πρόθεση: αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα, φιλοσοφικά δοκίμια και μαρτυρίες αλλά και υλικά της ποπ κουλτούρας, άρθρα εφημερίδων κ.λπ.
Ο 72χρόνος Κάστορφ ανήκει στους σκηνοθέτες που επηρέασαν αρκετούς Έλληνες σκηνοθέτες. Διανοούμενος, πολιτικά ανεξάρτητος όσο και ενεργός, «μαθητής» του σπουδαίου ποιητή και δραματουργού Χάινερ Μίλερ, απορρίπτει τη γραμμική αφήγηση και τις «ψυχολογικές» ερμηνείες και αντιμετωπίζει την παράσταση ως ανοιχτό ερμηνευτικό πεδίο, όπου κάθε λογής συγκρούσεις είναι ευπρόσδεκτες. Οι ηθοποιοί του έχουν γδυθεί ξανά και ξανά, έχουν βραχεί επίμονα, έχουν μαλώσει, μεθύσει και πετάξει διάφορα ο ένας στο άλλον επί σκηνής, έχουν πετάξει μπογιές στο κοινό, έχουν ερμηνεύσει τον ρόλο τους με μεγάλη φωνητική ένταση σε πολύωρες παραστάσεις, εξαντλώντας την αντοχή των θεατών κ.ο.κ.
Μετά από 25 χρόνια, το 2017, το Volksbühne άλλαξε διευθυντή. Η «σχολή» Κάστορφ έμοιαζε να έχει εξαντλήσει τη δυναμική του -τα τελευταία χρόνια το επεσήμαιναν κάθε τόσο κοινό και κριτική. Φυσικά, παραμένει περιζήτητος. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα παρουσιαστεί σε δική του σκηνοθεσία στην Κρατική Όπερα του Αμβούργου ο «Μπορίς Γκοντουνόφ», του Μουσόργκσκι, και την ερχόμενη άνοιξη ο «Φάουστ» του Γκουνό στην Κρατική Όπερα της Βιέννης.
Η «Μήδεια» του Κάστορφ στην Επίδαυρο
Η «Μήδεια» που ετοίμασε για το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έφερε αρκετά από τα χαρακτηριστικά της σκηνικής του γλώσσας. Η προκλητική του διάθεση εκδηλώνεται κατ' αρχάς με τη σκηνογραφία του Σέρβου Aleksandar Denic, συνεργάτη του και στην προαναφερθείσα παραγωγή της βαγκνερικής τετραλογίας που γιουχαΐστηκε.
Με εξαρχής συγκρουσιακή πρόθεση (ως προς τη χρήση του θεατρο-αρχαιολογικού μνημείου) γεμίζει την ορχήστρα με άδεια μπουκάλια, σκηνές, πλαστικές καρέκλες και καρότσια σούπερ μάρκετ, που παραπέμπουν σε οικείες εικόνες από προσωρινές εγκαταστάσεις προσφύγων/μεταναστών.
Ωστόσο, όποιος προσήλθε στο θέατρο χωρίς ιδεολογήματα και προκαταλήψεις πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει ότι η επιλογή του σκηνικού στηρίζει (την) και στηρίζεται από τη δραματουργική προσέγγιση. Η Μήδεια είναι η Φύση, που κακοποιημένη και «προδομένη» εκδικείται. Η παράσταση δόθηκε την ίδια ώρα που η χώρα καιγόταν και όλοι μιλούσαμε για τον καύσωνα και την κλιματική κρίση. Ο σκουπιδότοπος διαμορφώνει τον τόπο όπου ο αρχετυπικός μύθος της έμφυλης διαμάχης και της ερωτικής προδοσίας συναντά τη συλλογική εμπειρία στην παρούσα ιστορική στιγμή της.
Η μεταμοντερνιστική trash αισθητική της σκηνογραφίας, ωστόσο, σε συνδυασμό με τα φαντεζί κοστούμια (σαν από πάρτι ξεπεσμένων σελέμπριτι ή από βεστιάριο τσίρκου) δεν με ενόχλησε, γιατί ισορρόπησε έξοχα με τον υψηλή ποίηση της κειμενικής σύνθεσης.
Στην παράσταση του Κάστορφ η τραγική ποίηση του Ευριπίδη συναντά την ποίηση του Ρεμπώ (1854-1891, που τόσο επηρέασε τους μοντερνιστές του 20ου αι.) και την ποιητική δραματουργία του Χάινερ Μίλερ (1929-1995). Ο Μίλερ, πατώντας στους μοντερνιστές και στον Μπρεχτ (1898-1956), έθεσε τις βάσεις για τον γερμανικό μεταμοντερνισμό της δεκαετίας του 1990 που ακολουθεί ο Κάστορφ μέχρι σήμερα.
Με τη «Μήδειά» του έδειξε έξοχα πως η μεγάλη ποίηση λειτουργεί πέραν του ιστορικού χρόνου και ότι η αρχαία τραγωδία είναι πάντα ζωντανή και «επικίνδυνη», εφόσον μπορεί να επικοινωνεί ευθέως με τους σύγχρονους ποιητές... Με τον Χάινερ Μίλερ, εν προκειμένω, ο οποίος ασχολήθηκε επίμονα με την αρχαία ελληνική τραγική ποίηση.
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη υπήρξε πηγή έμπνευσης για τα δικά του «Ρημαγμένη Όχθη / Μήδειας Υλικό / Τοπίο με Αργοναύτες» -στην ελληνική έκδοσή τους από τις εκδόσεις Άγρα υπάρχουν δύο εξαιρετικά κείμενα της Ελένης Βαροπούλου και του αείμνηστου Hans Thies Lehmann που ξεκλειδώνουν την πρόσληψή τους.
Με αποσπάσματα από το μιλερικό τρίπτυχο ξεκινά η «Μήδεια» του Κάστορφ, ο οποίος, υιοθετώντας το μοντέλο του δραματουργικού κολάζ, ανακαλεί την ποιητική/σκηνική δραματουργία του Μίλερ.
Πώς ωστόσο η ερμηνεία του ποιητικού λόγου μπορεί να γίνει σκηνικά ενδιαφέρουσα; Μόνο εάν οι ηθοποιοί μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν με όλο τους το Είναι, με σωματική, φωνητική, συναισθηματική και διανοητική εγρήγορση.
Τα πλαστικά μπουκάλια του σκηνικού, που εμποδίζουν την κίνηση των ηθοποιών στην ορχήστρα, λειτουργούν όπως η λάσπη σ’ εκείνη τη σπουδαία παράσταση της «Ηλέκτρας» και του «Ορέστη» του Ευριπίδη από τον Ίβο Βαν Χόβε και την Κομεντί Φρανσέζ (Φεστιβάλ Επιδαύρου 2019): συμβάλλουν στη σωματική καταπόνηση των ηθοποιών.
Οι δύο σκηνοθέτες προφανώς συγκλίνουν στην άποψη ότι το σώμα δεν μπορεί να μη συμμετέχει όταν η ψυχή πονά. Τότε οι ηθοποιοί γίνονται πραγματικά θετικοί αγωγοί και πομποί της τραγικής ουσίας. Το ίδιο επιδιώκεται και με τη φωνητική ένταση με την οποία ερμηνεύουν τον λόγο: σαν να θέλουν να φτάσουν ως την τελευταία σειρά του μεγάλου θεάτρου κι από κει να απευθύνουν την κραυγή τους στον σκοτεινό ουρανό, στους βωβούς Θεούς του σύμπαντος.
Η κειμενική σύνθεση (το έργο του Ευριπίδη και τα αποσπάσματα από τις «Εκλάμψεις» και το «Μια εποχή στην Κόλαση» σε απόδοση του Στρατή Πασχάλη) είναι άψογη ως προς τη δομή της, αν εξαιρέσεις τα περιττά αποσπάσματα για τις αντάρτισσες και τη Μακρόνησο. Διότι αν κεντρικό ζήτημα στην παράσταση είναι η χειραφέτηση της Γυναίκας (ως μετωνυμία των κάθε λογής καταπιεσμένων) και οι επώδυνες ρήξεις που είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί, τα ως άνω αποσπάσματα πλεονάζουν εφόσον αφορούν επόμενη φάση, την καταστολή που συχνά ακολουθεί τη χειραφέτηση.
Παρά τη μεγάλη διάρκειά της, η παράσταση του Κάστορφ διατηρεί έως το τέλος αφυπνισμένο το ενδιαφέρον των θεατών. Στην πρεμιέρα πράγματι αποχώρησαν αρκετοί, θέτοντας ξανά το παλιό ζήτημα: αν ο θεατής δεν έχει διαβάσει και δεν εκτιμά την ποίηση, δεν ξέρει τον Ρεμπώ και τον Μίλερ και περιμένει να δει μια συγκλονιστική ιστορία ερωτικής προδοσίας, τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, καθαρή από προσμείξεις, πιθανώς να αρνηθεί να μπει στη διαδικασία διασταλμένης σκηνικής ερμηνείας που προτείνει ο Γερμανός σκηνοθέτης. Αλλά, στην περίπτωση αυτή δεν φταίει ο Κάστορφ.
Η τεράστια led οθόνη είναι το δεύτερο σκηνογραφικό στοιχείο που καθορίζει τη σκηνική πρότασή του.
Στο πρώτο μέρος εναλλάσσονται στοπ καρέ από εντυπωσιακά σύγχρονα κτίρια, φωτογραφίες και αρχιτεκτονικές μακέτες και στη συνέχεια από τοπία παρακμής και εγκατάλειψης (κουλοχέρηδες και συρματοπλέγματα, κοντέινερ και φουγάρα διυλιστηρίων, ένα πεταμένο λούτρινο κουκλάκι, ένα σύνθημα στον τοίχο ενός άδειου σχολείου κ.ά.).
Στο δεύτερο μέρος (η διάκριση είναι σχηματική, εννοώ όταν πια η Μήδεια έχει πάρει την απόφαση της συντριπτικής εκδίκησής της και ο μόνος ανοιχτός δρόμος είναι αυτός της καταστροφής, ως τέλος και μαζί υπόσχεση μιας νέας αρχής), η οθόνη χρησιμοποιείται για να προβάλλεται η δράση μέσα από τη live κάμερα. Ένα κατακόκκινο κινηματογραφικό πλατό έχει στηθεί στο πλάι πίσω από την οθόνη και κει μετακινούνται κάθε τόσο οι ηθοποιοί. Ο xώρος θυμίζει οίκο ανοχής, με στύλο για peep show, άλλο ένα μέρος όπου οι σχέσεις καταπίεσης αναπαράγονται ως αναγκαίες για την κοινωνική «υγεία».
Έξοχο και το σάουντρακ της παράστασης, με ετερόκλητα μουσικά κομμάτια και τραγούδια -λ.χ. από το Eternally Tranquil Light (Chat Noir) έως το «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες», του Σπανού.
Ο σκηνοθέτης, μεταφέροντας τακτικά την προσοχή από τη δράση στην ορχήστρα στην κινηματογραφημένη δράση στο πλατό, δεν σχολιάζει μόνο την κυριαρχία της δυσδιάστατης εικόνας στη σύγχρονη κουλτούρα, αλλά εμπλουτίζει τη σκηνική γλώσσα με ένα διαφορετικό του θεατρικού μέσο/κώδικα, κρατώντας διαρκώς τον θεατή ενεργό. Κατά στιγμές οι άνδρες ηθοποιοί βγαίνουν από τη σκηνική σύμβαση και σχολιάζουν αυτοσαρκαζόμενοι (τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης, φερ’ ειπείν, ή την αποχώρηση κάποιων θεατών) στην κατεύθυνση της μπρεχτικής παράδοσης. Είτε στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, είτε στο κινηματογραφικό στούντιο ωστόσο, ο ηθοποιός παραμένει στο επίκεντρο της προσοχής μας. Οι ηθοποιοί που, ακολουθώντας το όραμα του σκηνοθέτη, δίνουν ζωή στο σύνθετο κόσμο του, γεμάτο συνδέσεις, αντιθέσεις, νοήματα που συμπληρώνουν ή ακυρώνουν το ένα το άλλο.
Ευχαριστούμε τον έξοχο θίασο για το δόσιμο και την αυτοθυσία του: τη Στεφανία Γουλιώτη, την Αγγελική Παπούλια, την Ευδοκία Ρουμελιώτη, τη Μαρία Ναυπλιώτου, τη Σοφία Κόκκαλη και τους Νίκο Ψαρρά, Νικόλα Χανακούλα και Αινεία Τσαμάτη. Η «Μήδειά» τους εγγράφηκε στη μνήμη μας ως μία από τις εξαιρετικές στιγμές του Φεστιβάλ Επιδαύρου των τελευταίων χρόνων.