Είδαμε μέχρι τέλους τη δυστοπική, πολυσυζητημένη ταινία του Netflix «Leave the world begind» και αναρωτιόμαστε ακόμα γιατί το κάναμε αυτό στον εαυτό μας.
Ο Sam Esmail, ο δημιουργός του Mr Robot, με τη νέα του ταινία «Άσε τον κόσμο πίσω» έγινε μέσα σε λίγες ημέρες ο πιο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης του Netflix, αφού κατόρθωσε την ίδια στιγμή να δημιουργήσει σε χρόνο ρεκόρ ένα πρωτοφανές εμπορικό φαινόμενο που το σιχάθηκε εντελώς σύσσωμος ο πλανήτης. Η άνιση δυστοπία του παρά το γεγονός ότι σκαρφάλωσε στο Νο1 με τις δημοφιλείς παραγωγές της διεθνούς πλατφόρμας, έκανε τα σόσιαλ μίντια να φρυάξουν και τους κριτικούς να ψάχνουν πυρηνικό καταφύγιο να κρυφτούν και να διαβάσουν με την ησυχία τους μια καλή, πραγματική δυστοπία, όπως η συγκλονιστική «Σιωπή» του Ντον ΝτεΛίλο (εκδ. Gutenberg) που πραγματεύεται ένα αντίστοιχο γεγονός, αλλά με μια οικονομία λόγου που συναρπάζει. Όπως στην ταινία του Esmail, έτσι και στο μυθιστόρημα του Ντον ΝτεΛίλο, ο κόσμος βυθίζεται σε μια απόκοσμη σιωπή μέσα σε μια στιγμή και η τεχνολογία καταρρέει νεκρώνοντας τα πάντα. Δεν υπάρχει Internet, δεν υπάρχουν social media, δεν υπάρχει τηλεόραση ή ραδιόφωνο για να ενημερωθεί ο κόσμος για τη βλάβη. Οι ήρωες δεν ξέρουν αν είναι κάτι παροδικό ή τοπικό. Δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει όλο αυτό ούτε πόσο εφιαλτικό μπορεί να γίνει μέσα στις επόμενες ώρες. Στην ταινία αεροπλάνα πέφτουν, πλοία βγαίνουν στην αμμουδιά, φλαμίνγκο προσγειώνονται μέσα στην πισίνα, ελάφια και τάρανδοι σκάνε μύτη στο γρασίδι του κήπου, ουρανοξύστες αναφλέγονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Η ταινία, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Rumaan Alam, έχει κάποιες δυνατές στιγμές: Όπως τη σκηνή με γιγαντιαίο τάνκερ που βγαίνει σε μια παραλία και προσαράζει ανάμεσα στους λουόμενους που παρατούν τις ομπρέλες, τα σωσίβια και τα σετ του πικ νικ και τρέχουν πανικόβλητοι να σωθούν. Ή την εκπληκτικής σύλληψης σκηνή με τα ηλεκτρικά κατάλευκα τέσλα που σαν αποσυντονισμένα ζόμπι τρέχουν χωρίς οδηγό στον παραλιακό επαρχιακό δρόμο πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας ένα απέραντο νεκροταφείο αυτοκινήτων. Ωστόσο αυτές οι καλές στιγμές δεν αρκούν για να σώσουν μια φλύαρη ταινία των 140 λεπτών που κάποιος με μια αφηγηματική οικονομία θα μπορούσε να έχει συνοψίσει σε ένα έξυπνο τρέιλερ των 2 λεπτών.
Το σενάριο ως ιδέα έχει πολύ καλά στοιχεία στον πυρήνα του. Το πρόβλημα εντοπίζεται πραγματικά στην φλύαρη αφηγηματική εκτέλεση της ιδέας αυτής, αλλά και στη γεμάτη επαναλαμβανόμενα μοτίβα σκηνοθετική ματιά. Ο διδακτισμός, η παστορική διάθεση, τα κλισέ αποφθέγματα κοινωνιολογικής μίρλας μηδενιστή αμπελοφιλόσοφου που διδάχθηκε τη ζωή στο πεζοδρόμιο και όχι εκεί που έκλαψε ο Νίτσε, τα κυκλικά πλάνα που προκαλούν ναυτία, τα αφόρητα κλισέ, το άκομψο και μονοσήμαντο χτίσιμο των χαρακτήρων, οι διαρκείς επεξηγήσεις των κοινοτοπιών που λανσάρονται ως προχωρημένα αποστάγματα περισπούδαστης, ηθικολογικής αλλά βαθύτατης ανουσιολογίας – είναι μερικά από τα τρωτά της ταινίας που και στα σκουπίδια να την πετάξεις πάλι χώρο πιάνει.
Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με έναν βρόντο, μα με μια ακατάσχετη φλυαρία
Μα τι αξίζει τότε σ΄αυτήν και τη βλέπουν όλοι σαν τρελοί; Το όνομα του σκηνοθέτη, το μάρκετινγκ του Netflix, η διάχυτη συνωμοσιολαγνεία που κάνει τέτοιου είδους ταινίες βούτυρο στο ψωμί του κάθε καχύποπτου πονηρού που παίζει τη γεωπολιτική στα δάχτυλα του ενός χεριού και τέλος -το πιο σημαντικό- το δυνατό καστ. Τέσσερις σούπερ σταρ -Τζούλια Ρόμπερτς, Μαχερσάλα Άλι, Ίθαν Χοκ, Κέβιν Μπέικον- συναντιούνται σε μια φιλόδοξη παραγωγή της εταιρεία Higher Ground Productions που ιδρύθηκε από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και τη σύζυγό του Μισέλ. Βροχή αστέρων που τη διαδέχεται όμως μια καταιγίδα κοινοτοπίας και μια βιβλική πλημμύρα φονικής φλυαρίας.
Ωστόσο, ο θεατής στο άκουσμα τέτοιων ονομάτων καθηλώνεται. Μπορεί, σου λέει, η αμακιγιάριστη Τζούλια Ρόμπερτς να παίζει σε πατάτα; Μπορεί, ναι, γιατί η Τζούλια Ρόμπερτς καταναλώνει εδώ και χρόνια με το κιλό όλες αυτές τις αναρχοοικολογικές εύκολες παπάντζες ενός δήθεν ψαγμένου πράσινου αντισυμβατισμού. Η φιλοσοφία της φλερτάρει στενά με τις θεωρίες συνωμοσίας και παρουσιάζει μια χιλιομασημένη σαν τσίχλα αντιδυτική οπτική για τον κακό πολίτη της Δύσης που με τον κομφορμισμό του έχει κανιβαλίσει την τρύπα του όζοντος, οδηγώντας σε επανάσταση τους εξαγριωμένους Ινδιάνους του υπόλοιπου καταπιεσμένου κόσμου.
Η Τζούλια Ρόμπερτς μπορεί να διαφημίζει αρώματα μεγάλων λαμπερών brands, αλλά στη ζωή της δεν φοράει ούτε καν αποσμητικό, από άποψη, γιατί το έχει βαφτίσει καρκινογόνο και πολύ δυτικότροπο για τα αναρχοπράσινα γούστα της. Κυκλοφορεί παντού όπως στην ταινία, αμακιγιάριστη και με θυμωμένη αξύριστη μασχάλη, περιφέροντας τον προβληματισμό της σαν άχθος τραγικής ηρωίδας του Σοφοκλή που τσεπώνει όμως τα δισεκατομμύρια του αντιοικολογικού καπιταλισμού που εχθρεύεται. Μια χαρά λοιπόν ψήθηκε να κάνει το κινηματογραφικό της λογύδριο για τον δυτικό... ματαιόδοξο φονιά του κομφορμισμού που τρώει, πίνει και μία δεν δίνει για τη σαύρα Καλαμπάγκος, η οποία υποφέρει πιασμένη στα δίχτυα της ανθρώπινης ματαοδοξίας. Δεν κουράστηκε για να μπει πολύ στο πετσί του ρόλου της νευρωτικής ευκατάστατης που ανακαλύπτει, ένα λεπτό πριν καταστραφεί ο κόσμος, ότι έχει χτίσει τη φωλιά της πάνω στην πυραμίδα ενός φαραωνικού δαρβινισμού.
Η Τζούλια Ρόμπερτς, ωστόσο, είναι το μικρότερο κακό στην ταινία του Sam Esmail. Η δυστοπία αυτή, σαν κακή κόπια του Ντον ΝτεΛίλο, κάνει όσα ο Ντελίλο αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι: επεξηγεί, επεξηγεί, επεξηγεί τα αυτονόητα -όλα αυτά που ένας ευφυής δημιουργός θα είχε απλώς ειρωνικά υπαινιχθεί-, μέχρι να γίνουν όλα πολτός που θα τον καταπιεί αμάσητο ο θεατής που δεν είναι πια θεατής, αλλά ποίμνιο τηλεπάστορα σε TV show επαρχιακού καναλιού των μεσοδυτικών πολιτειών της Αμερικής.
- ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- Μια μοντέρνα, εθιστική σειρά με ανατροπές και καταιγιστική δράση -Είδαμε την περιβόητη Έριν Κάρτερ στο Netflix
- Από βασιλιάς, δολοφόνος; Το σοκαριστικό ντοκιμαντέρ του Netflix για τον σκοτεινό έκπτωτο πρίγκιπα της Ιταλίας
- Πώς η Μάργκοτ Ρόμπι με τη Barbie βάζει ξανά στο κάδρο, φεμινιστικά, τη στερεοτυπική ομορφιά που είχε εξοριστεί