Ανεξάρτητα από τις παλιότερες ή σημερινές εξελίξεις στο σκάνδαλο Novartis, έχει καταστεί ολοφάνερο πλέον τι έχει και δεν έχει γίνει. Και τα ουσιαστικά συμπεράσματα είναι εύκολα. Εχουμε και λέμε.
Συμπέρασμα πρώτο: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έμαθε ότι στην πολιτική σύγκρουση πρέπει να υπάρχουν όρια. Γι’ αυτό και φέρεται ότι έκανε τη δήλωση «εγώ δεν στέλνω στα δικαστήρια τους πολιτικούς αντιπάλους μου».
Σ’ αυτό συνετέλεσαν δύο παράγοντες. Πρώτον, το μάθημα του παρελθόντος. Ο Μητσοτάκης (υιός) έχει εμπεδώσει αυτό που έπαθε ο Μητσοτάκης (πατήρ) πριν από 30 χρόνια, όταν επιχείρησε να εξοντώσει τον αντίπαλό του Ανδρέα Παπανδρέουδια της δικαστικής οδού. Και, δεύτερον, το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν πήρε μέρος σε καμία «σκευωρία» (όπως έλεγαν προεκλογικά κατά κόρον οι της ΝΔ) ή τουλάχιστον αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί. Όπως και να έχει, ο σημερινός Μητσοτάκης πήρε τη σωστή απόφαση, διότι οι πολιτικοί πρέπει να τιμωρούνται για κατάχρηση δημοσίου χρήματος και δωροδοκία, αν υπάρχουν στοιχεία. Και για τον Τσίπρα δεν υπάρχουν. Τα υπόλοιπα περί «σκευωρίας», «κατάχρησης εξουσίας», «συκοφαντίας», όταν αφορούν πολιτικούς μεταξύ τους, είναι αστειότητες και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να κρίνει αντικειμενικά επ’ αυτών η εκάστοτε πλειοψηφία της Βουλής.
Συμπέρασμα δεύτερο: Ο Αλέξης Τσίπρας (πρέπει να) έμαθε ότι η διερεύνηση σκανδάλων δεν μπορεί να γίνει με επιπόλαιους χειρισμούς ούτε από πρόσωπα που δεν έχουν δώσει θετικά δείγματα γραφής στο παρελθόν, όταν χειρίστηκαν οι ίδιοι παρόμοιες υποθέσεις. Ας αφήσουμε κατά μέρος τα περί «σκευωρίας», που λένε οι θιγόμενοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Ο άνθρωπος που χειρίστηκε το σκάνδαλο Novartis στη δική του κυβέρνηση, ο Δ. Παπαγγελόπουλος, αποδείχτηκε αμετροεπής στην αρχή και ανεπαρκής στη συνέχεια και έως το τέλος. Η γνωστή δήλωσή του για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» ήταν εντελώς άχρηστη και μόνο για εντυπωσιασμό. Ένας σοβαρός πολιτικός-πόσο μάλλον αν είναι και πρώην εισαγγελέας- δεν βάζει το κάρο πριν από το άλογο. Αν δεν έχει απτά στοιχεία, δεν μιλάει. Περιμένει να βρεθούν. Και στη συνέχεια, αφού δεν βρέθηκαν, δεν παγιδεύει τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση στην οποία μετέχει, εισηγούμενος την σύσταση Επιτροπής της Βουλής για όλους τους εμπλεκόμενους, όταν ήταν εμφανές ότι δεν μπορεί να είχαν όλοι εμπλοκή. Ο Τσίπρας έχει ευθύνη επ΄αυτού, πόσο μάλλον που ήταν γνωστό ότι ο Παπαγγελόπουλος στο παρελθόν, ως εισαγγελέας, είχε ερευνήσει υποθέσεις σκανδάλων χωρίς επιτυχία(πήγαν στο αρχείο): υπόθεση Μαyo το 2002, υπόθεση των υποκλοπών 2005, για όσους θέλουν να θυμηθούν.
Συμπέρασμα τρίτο: Με τέτοιους χειρισμούς, ένα κολοσσιαίο σκάνδαλο, όπως αυτό του φαρμάκου (και της Novartis), κουκουλώθηκε. Το πολύ-πολύ να καταδικαστούν κάποιοι γιατροί ή υπάλληλοι και όλοι να πιστέψουν στο τέλος ότι για το πάρτι των δισεκατομμυρίων δεν φταίει κανένας πολιτικός. Είναι αυτό που λέει (σωστά) ο Τσίπρας «φωνάζει ο κλέφτης…», αλλά και οι δικοί του (υποτίθεται…) νοικοκυραίοι τα έκαναν θάλασσα στη διερεύνηση.
Συμπέρασμα τέταρτο: Ανεξάρτητα από αυτές τις ευθύνες, που έχει ο Παπαγγελόπουλος για αναποτελεσματική διερεύνηση του σκανδάλου, η επιλογή της σημερινής πλειοψηφίας να τον καταστήσει αποδιοπομπαίο τράγο –και μάλιστα χωρίς στοιχεία- είναι απαράδεκτη. Όποιος διάβασε όσα διαβιβάστηκαν στη Βουλή, το καταλαβαίνει αμέσως. Ο(καταγγέλλων) εισαγγελέας Αγγελής δεν τολμάει κάν να κατονομάσει τον Παπαγγελόπουλο. Τα «μου είπαν», «όλοι ήξεραν ποιος είναι ο Ρασπούτιν» και άλλα παρόμοια είναι μη στοιχεία. Το ίδιο και οι καταθέσεις Σαμαρά-Βενιζέλου. Άλλο οι «εκτιμήσεις» και οι πολιτικές καταγγελίες και άλλο τα στοιχεία που χρειάζονται για να παραπεμφθεί κάποιος(πόσο μάλλον πρώην υπουργός) σε δικαστήριο. Αν ο Παπαγγελόπουλος δεν έχει διαπράξει κάποιο ολέθριο λάθος μιλώντας στο τηλέφωνο για την υπόθεση, η έρευνα δεν θα βγάλει πουθενά. Καμιά ηθική αυτουργία σε σκευωρία δεν θα μπορεί να τεκμηριωθεί. Γι’ αυτό οι βουλευτές της πλειοψηφίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Χωρίς στοιχεία θα έχουμε ένα νέο φιάσκο. Και αυτό δεν χρειάζεται. Ο Παπαγγελόπουλος τιμωρείται ήδη με πολιτική απαξίωση.
Σ’ αυτήν την υπόθεση έχουν γίνει πολλά λάθη και ανόητες επιλογές, με αποτέλεσμα το φαγοπότι να μένει στο σκοτάδι και οι πραγματικοί ένοχοι να γελάνε σαρδόνια. Όποιοι δεν θέλουν να γίνουν άλλα, ας έχουν κατά νου τη ρήση του παλιού Γερμανού πολιτικού Οττο Φον Μπίσμαρκ: «Ο έξυπνος άνθρωπος μαθαίνει από τα λάθη των άλλων».