Καθώς κινείται στο ερημωμένο κέντρο της πόλης ο Γιώργος Πανόπουλος παρατηρεί, ανατρέχει στον Φρόιντ, στην Κική Δημουλά, στον Μπόρχες και ανατέμνει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του εγκλεισμού καθώς οι εβδομάδες της καραντίνας μακραίνουν.
Ο Γιώργος Πανόπουλος δεν χωράει σε καλούπια: Δημοσιογράφος στα χρόνια των life style περιοδικών, γοητεύτηκε στη συνέχεια από την Αστρολογία. Και με την πένα του έκανε την διαφορά –κάθε Πέμπτη στην Athens Voice. Τώρα ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα, με το μεταπτυχιακό της Ψυχοθεραπείας στο χέρι. Γεννήθηκε στην Ακαδημία Πλάτωνος. Μένει στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης.
Netflix burnout, κατάδυση στις φωτογραφίες από τις διακοπές στα νησιά, μια οξυμένη παρατηρητικότητα για την πόλη σαν να έχουν αμβλυθεί οι αισθήσεις. Αλλά και οι νέες στρατηγικές ύπαρξης που πρέπει να αποκτήσουμε καθώς η «παντοδυναμία» μας διαλύεται σαν το αλάτι στο νερό: ο ψυχοθεραπευτής, αστρολόγος και δημοσιογράφος Γιώργος Πανόπουλος γράφει με διεισδυτική ματιά για όσα ζούμε, στο κέντρο και ο ίδιος αυτής της παρατεταμένης καραντίνας και όσων αλλαγών φέρνει βαθιά μέσα μας.
«Είναι εννιάμιση το βράδυ. Είναι Τρίτη ή Τετάρτη- οι μέρες έχουν χαθεί. Η Κολοκοτρώνη που ανεβαίνω είναι άδεια. Ερημιά. Στο ύψος της Παλιάς Βουλής με χτυπάει το άρωμα από τις νεραντζιές- μια αστραπή από μνήμη, εφηβεία κι επιθυμία. Είναι άνοιξη. Η φύση ξαναρχίζει. Κι ύστερα μια πόλη φάντασμα. Μια Ευρώπη φάντασμα. Ένας πλανήτης φάντασμα. Περπατάω στη μέση της Πανεπιστημίου, της Σταδίου, της Ακαδημίας. Ένα μηχανάκι με ντιλίβερι, ένας δύο περαστικοί που περπατάνε γρήγορα και κάνουν την μεγάλη απόσταση μεταξύ τους ακόμα μεγαλύτερη, κάποιος που τρέχει, πέντε-πέντε οι αστυνόμοι, ένα περιπολικό σταματημένο μπλεδίζει τη νύχτα. Η Αθήνα έχει μια απόκοσμη ομορφιά στα όρια του ιερού. Ένα τεράστιο σκηνικό θεάτρου. Αρχίζω στην αρχή διστακτικά κι ύστερα εντατικά να την φωτογραφίζω όταν κάνω βόλτες κάθε δύο τρεις μέρες (13033,6). Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι τίποτα από όσα βλέπω δεν θα ήταν όμορφο. Έξω το σκηνικό μέσα στα διαμερίσματα το έργο -πίσω από παράθυρα παρακολουθούμε και προσπαθούμε να καταλάβουμε το αδιανόητο.
Παιδί του κέντρου γεννήθηκα στην Ακαδημία Πλάτωνος. Τα τελευταία έξι περίπου χρόνια επέστρεψα στην πλατεία της Αγίας Ειρήνης. Ανοίγω το παράθυρό μου και μπαίνει η πόλη στο σπίτι, φωνές, ξαφνικά γέλια, μουσικές και τελευταία ο ήχος από τις ρόδες στις βαλίτσες των τουριστών. Μόνος στο σπίτι αλλά ποτέ μόνος μου. Τώρα το ανοιχτό παράθυρο φέρνει απόλυτη σιωπή.
Ένας αόρατος εχθρός που σκοτώνει. Τρόμος, απελπισία, απαγορεύσεις, κλειστά μαγαζιά, κλειστά σχολεία, κλειστή η καθημερινότητα, «μένουμε σπίτι», γάντια, μάσκες, δελτίο κρουσμάτων και νεκρών. Σα να περπατάς και απροειδοποίητα σού έρχεται με δύναμη μια μπάλα του μπάσκετ στο κεφάλι. Τραντάζεσαι και σε κατάσταση σοκ προσπαθείς να καταλάβεις τι σε χτύπησε. Και ξαφνικά ο κόσμος γίνεται μια μικρή αυλή που όλοι φοβούνται το ίδιο, παίρνουν τα ίδια μέτρα, ακολουθούν τις ίδιες προφυλάξεις, αναρωτιούνται, αγχώνονται, υποφέρουν και συνειδητοποιούν ότι τίποτα από δω και πέρα δεν θα είναι ίδιο. Και ναι, ο εγκλεισμός είναι μια τρομακτική εμπειρία- είναι μια μορφή βίας που τώρα καταλαβαίνω.
Και οι μέρες περνάνε και η κάθε καινούργια μέρα συνεχίζει τη χθεσινή. Στην αρχή με έντονη τη διάθεση να μαντέψω τον κόσμο που έρχεται παρακολουθώντας τις ειδήσεις συνεχώς προσπαθώντας να μείνω στην επιφάνεια σε μια θάλασσα από εικασίες, σενάρια συνομωσιών, υστερικά βίντεο και αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Καθαρό άγχος. Μετά, παλιές φωτογραφίες κλεισμένες σε κουτιά καλοκαίρια τότε, στην Πάρο, άλλες σε καράβια, σε γιορτές, σε πάρτι, σε κλαμπ, σε σπίτια- πόσο αστραφτεροί ήμασταν, πόσο νέοι, γράμματα και κάρτες, το πρώτο ταξίδι στο Παρίσι, ερωτικές επιστολές, ο Χρήστος, ο Δημήτρης, ο Νικήτας, ο Νίκος, η Φωτεινή, η Ντίνα, η Πόπη, η Μαριαλένα, ο Δημήτρης, η Μελίτα, ο Νίκος. Σα μακροβούτι σε μια μπανιέρα με μέλι. Ύστερα σειρές, σειρές, σειρές -Netflix burnout. Τηλέφωνα με φίλους, 13033, βιβλία, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις. Κι ύστερα δεν θέλω τίποτα, δεν θέλω να μιλήσω σε κανένα, εξπρές καταθλίψεις, λύπη. Ανασφάλεια και τώρα τι; Η διάθεση με την ημέρα ή με τις ώρες: ανάκατα ησυχία, ταραχή, απάθεια, ζωντάνια, κενό, αισιοδοξία, πού μπλέξαμε, πώς θα ξεμπλέξουμε, τρόμος, τίποτα. Και δάκρυα: τα χειροκροτήματα για τους γιατρούς και τις νοσοκόμες παντού, η έμπρακτη αλληλεγγύη, οι άνθρωποι στα μπαλκόνια, τα γραμμένα μηνύματα πίσω από τα τζάμια, το μεγαλείο, η προσπάθεια, το μαζί σε λέξεις και εικόνες- τα δάκρια ανεβαίνουν σαν ανεξέλεγκτος λυγμός.
Όχι δεν είναι η ώρα για υπαρξιακές αναζητήσεις, ούτε για ενδοσκόπηση όπως μας καλούν να κάνουμε οι new age πλασιέ. Δεν είναι εποχή για να ιδρώσουμε πνευματικά. Είναι εποχή για πραγματικότητα, για να αφεθούμε στους θεούς των μικρών πραγμάτων, για να ακολουθήσουμε την προσωπική μας ρουτίνα που προσφέρει ασφάλεια και παρηγοριά, για να βοηθήσουμε όσο, εάν και όπως μπορούμε. Η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια δεν είναι προαιρετικές αλλά ζωτικής ανάγκης -αν δεν είσαι υγιής δεν είμαι ούτε κι εγώ. Κι ενώ το μαζί είναι επιβεβλημένο η απόσταση μεταξύ μας μεγαλώνει φτάνοντας τουλάχιστον τα δύο μέτρα. Σε νοιάζομαι, αλλά μακριά μου -μια από τις πολλές ειρωνείες της περιόδου.
Μερικοί θεωρούν ότι η ευθυμία εν μέσω ενός δράματος είναι χυδαιότητα παραβλέποντας ότι το χιούμορ λειτουργεί προστατευτικά. Δεν χρειάζεται να είμαστε χαρούμενοι για να έχουμε χιούμορ. Ο Φρόιντ λέει ότι “χιούμορ σημαίνει να διακρίνεις σε μια τραυματική κατάσταση τις διασκεδαστικές, ειρωνικές και ασυνήθιστες πλευρές της”. Το χιούμορ όπως και ο πόνος μας εξανθρωπίζουν.
Όπως κανένας δεν μπόρεσε να μας προειδοποιήσει για αυτή την καταστροφή κανένας δεν μπορεί να δει τον κόσμο που έρχεται ούτε καν να τον φανταστεί οπότε ας αφήσουμε τα σενάρια με τα οποία τρομοκρατούμε τον εαυτό μας. Η επιστροφή στη ζωή γίνεται παρανοϊκή αν καιροφυλακτούμε περιμένοντας νόημα κι εξήγηση για το κάθε τι. Ή όπως είπε η Κική Δημουλά “να αντέξεις είναι το ζητούμενο/ όχι να καταλάβεις”.
Ζούμε ένα ιδιότυπο χάος. Έχοντας γκρεμίσει μύθους και αξίες δεν ξέρουμε από πού να πιαστούμε. Όταν το περιεχόμενο που έχουμε δώσει στη ζωή απαρτίζεται από σέλφις, ναρκισσισμό, κέρδος και παντοδυναμία τώρα που όλα αυτά διαλύονται σαν αλάτι στο νερό χρειάζεται να υιοθετήσουμε καινούργιες στρατηγικές ύπαρξης. Αν δεν υπήρχε ποτέ χάος τότε η ζωή μας θα ήταν μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, μια μη ζωή πριν από το θάνατο. Ναι αυτό που ζούμε είναι ένα διαμπερές τραύμα. Όμως κάθε φορά που μοιράζομαι το τραύμα, που το βάζω σε λόγια, που το μοιράζομαι, που το μετουσιώνω σε νοιάξιμο, σε δημιουργία και σε τέχνη λέγοντας «είμαι αυτός που πληγώθηκε αφάνταστα» τότε γίνομαι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος της ζωή μου. Είμαι αυτός που περνάει από τη σύγχυση στη διαύγεια.
Υγ. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ξεκινάει ένα διήγημά του γράφοντας: “Του έλαχε, όπως σε όλους τους ανθρώπους, άσχημη εποχή για να ζήσει”. Κανένας δεν έζησε ποτέ σε εποχές που να ήταν απόλυτα ευνοϊκές χωρίς βία, κακό, φτώχεια, αρρώστιες και ανοησία. Το σίγουρο είναι ότι το τρένο της ιστορίας τρέχει με μας πάνω του που είμαστε ταυτόχρονα ο ασθενής και ο γιατρός.»