Γιατί σήμερα ο Σερζ Γκενσμπούρ δεν θα μπορούσε να «δέρνει» την Τζέιν Μπίρκιν –Πώς άλλαξε η κουλτούρα από το 1974 [εικόνες] - iefimerida.gr

Γιατί σήμερα ο Σερζ Γκενσμπούρ δεν θα μπορούσε να «δέρνει» την Τζέιν Μπίρκιν –Πώς άλλαξε η κουλτούρα από το 1974 [εικόνες]

Ο Σερζ Γκενσμπούρ και η Τζέιν Μπίρκιν σε εξώφυλλο περιοδικού το 1974
Ο Σερζ Γκενσμπούρ και η Τζέιν Μπίρκιν σε εξώφυλλο περιοδικού το 1974
ΜΑΝΟΣ ΛΕΙΒΑΔΑΡΟΣ

Η καλλιτεχνική φωτογράφιση της Jane Birkin και του Serge Gainsbourg που έγινε από τον διάσημο Γάλλο φωτογράφο Francis Giacobetti για το Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974, θα έριχνε σήμερα στην πυρά της πολιτικής ορθότητας το θρυλικό ζευγάρι και όλους τους εμπλεκόμενους. Πώς αυτό που ήταν Τέχνη στα seventies, σήμερα προκαλεί το ανάθεμα της Woke Culture; 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Βλέποντας τις φωτογραφίες από το shooting του σπουδαίου Γάλλου φωτογράφου Φρανσίς Τζιακομπετί (1939 -) συνειδητοποιεί κανείς το μέγεθος της ηθικολογικής υστερίας που ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν από τα αμερικανικά πανεπιστήμια, γιγαντώθηκε στα social media, κατακλύζοντας τελικά την πολιτική και την κοινωνία στην Ευρώπη του σήμερα. Θα μπορούσε ένα καλλιτεχνικό concept φωτογράφισης όπως αυτό που απεικονίζει το σεξουαλικό πάθος μεταξύ δύο ενηλίκων που συναινούν να ζήσουν έντονα στο κρεβάτι τους, να γίνει εξώφυλλο σε περιοδικό της εποχής μας; Σε καμία περίπτωση. Με δάδες και ιαχές θα οδηγούνταν στην πυρά των έξαλλων δικαιωματιστών, των νεοφεμινιστριών και των λοιπών παστόρων των κοινωνικών δικτύων, τόσο ο Σερζ Γκενσμπούρ ως «μισογύνης», όσο και η Τζέιν Μπίρκιν ως «άβουλο πιόνι της βίαιης πατριαρχίας». Ο δε φωτογράφος θα γινόταν στόχος λυσσαλέου #cancel, ενώ το περιοδικό θα αναγκαζόταν να συρθεί σε δημόσια ταπείνωση, εξορκισμό και παλούκωμα στην καρδιά ως ζόμπι σε μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον Μπραμ Στόκερ. 

H Jane Birkin και ο Serge Gainsbourg φωτογραφημένοι από τον Γαλλο φωτογράφο Francis Giacobetti για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.
H Jane Birkin και ο Serge Gainsbourg φωτογραφημένοι από τον Γαλλο φωτογράφο Francis Giacobetti για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.

Τι βλέπουμε στην πραγματικότητα στις φωτογραφίες αυτές; Ένα διάσημο ζευγάρι που δημοσίως παραδέχεται ότι ενίοτε στις σεξουαλικές του συνευρέσεις τη βρίσκει με το spanking, το δέσιμο και τα σαδομαζοχιστικά; Ή μήπως βλέπουμε έναν δαίμονα της πατριαρχίας που δημοσίως δέρνει γυναίκες, οι οποίες κατά βάθος είναι καταπιεσμένα θύματα μιας μισογύνικης κυρίαρχης κουλτούρας και υιοθετούν άβουλα μια παθητική, μαζοχιστική στάση; Πώς από την λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση των 70's, φτάσαμε στον ταλιμπανισμό της δυτικής φιλελεύθερης κοινωνίας που εν έτει 2024 θεωρεί ακόμα και τη θηλή του γυναικείου στήθους υπέρτατο ταμπού; Πώς ανεχόμαστε μια μισογύνικη πολεμική που στοχοποιεί αγρίως το γυναικείο σώμα -με πρώτη και καλύτερη την πολιτική του Facebook να μπλοκάρει τις φωτογραφίες στις οποίες φαίνεται το γυναικείο στήθος, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει να κυκλοφορούν στην ίδια πλατφόρμα ακροδεξιές ή ακροαριστερές αντιλήψεις, συνωμοσιολογικές θεωρίες, δικαιωματιστικές ρητορικές μίσους που στοχοποιούν προσωπικότητες ή ακόμα και φανατικές καμπάνιες κατά δικαιώματος στην άμβλωση; Πώς καθόμαστε άπραγοι και παρακολουθούμε το τσουνάμι της πολιτικής ορθότητας να σαρώνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που αναγεννήθηκε μέσα από μια Τέχνη η οποία δεν φοβόταν το γυναικείο στήθος, το γυμνό, τον έρωτα και τη σαρκική ηδονή; Πώς από την αναγεννησιακή «Γέννηση της Αφροδίτης» του Μποτιτσέλι καταλήξαμε στην υστερία κατά της θηλής; Γιατί αυτό που το 1485, θεωρούνταν σύμβολο της ομορφιάς, σήμερα πρέπει να καλυφθεί, να κρυφτεί, να μπουργκοποιηθεί για να μην προσβληθεί κάποιος από τον προσδιορισμό φύλου; Είναι δυνατόν ο κόσμος του Ύστερου Μεσαίωνα να ήταν πιο ανεκτικός από τον κόσμο του 2024; 

Λήψη από τη φωτογράφηση της Jane Birkin και του Serge Gainsbourg από τον Francis Giacobetti για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.
Λήψη από τη φωτογράφηση της Jane Birkin και του Serge Gainsbourg από τον Francis Giacobetti για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ας μην πάμε όμως τόσο μακριά. Ας επιστρέψουμε λίγα χρόνια πριν. Στις δεκαετίες του '70, του '80 και του '90. Θα μπορούσαμε σήμερα να δημοσιεύουμε τις φωτογραφίες του Φρανσίς Τζιακομπετί ή του Χέλμουτ Νιούτον, χωρίς να γίνει ορυμαγδός; Πώς όμως είναι δυνατόν την εποχή που τα πορνό σάιτ έχουν την μερίδα του λέοντος στην επισκεψιμότητα του διαδικτύου, οι dick pic έχουν γίνει μάστιγα στα inbox και τα dating apps, να επικρατεί ένας τόσο εξόφθαλμος νεοπουριτανισμός; Είναι υποκρισία; Είναι νοσηρή κοινωνική συνθήκη; Είναι ιός συντηρητισμού που προσβάλει μόνο τα προφίλ των χρηστών δημοσίως, ενώ πριβέ το πορνό σε όλες τις πιθανές (και απίθανες) διαστροφικές παραλλαγές δίνουν και παίρνουν στην διπλή ψηφιακή ζωή της Βερόνικα; 

Ο Serge Gainsbourg τραβά τα μαλλιά της Jane Birkin, υπό τις καλλιτεχνικές οδηγίες του φωτογράφου Francis Giacobetti, για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.
Ο Serge Gainsbourg τραβά τα μαλλιά της Jane Birkin, υπό τις καλλιτεχνικές οδηγίες του φωτογράφου Francis Giacobetti, για το περιοδικό Lui Magazine τον Δεκέμβριο του 1974.

Τι ενοχλεί πιο πολύ στη φωτογραφία του Σερζ Γκενσμπούρ και της Τζέιν Μπίρκιν, όπου αυτός την «δέρνει», «βιαιοπραγεί» και αυτή το απολαμβάνει; Ότι προωθεί πρότυπα σαδομαζοχισμού; Ότι θα διαφθείρει τη νεολαία; Ότι παρακινεί σε αγριότητα, βαναυσότητα και σατραπισμό; Ότι πυροδοτεί την πατριαρχική κουλτούρα που οδηγεί στη βία ή ότι το spanking εν σπέρματι εμπεριέχει μέσα του την τάση ακόμα και για γυναικοκτονία; 

Η Jane Birkin με ζαρτιέρες υποτάσσεται στις σεξουαλικές ορέξεις του Serge Gainsbourg, ενώ ο φωτογράφος Francis Giacobetti καταγράφει το στιγμιότυπο στην κάμερά του.
Η Jane Birkin με ζαρτιέρες υποτάσσεται στις σεξουαλικές ορέξεις του Serge Gainsbourg, ενώ ο φωτογράφος Francis Giacobetti καταγράφει το στιγμιότυπο στην κάμερά του.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτά τα πράγματα, είτε μας αρέσουν είτε όχι, είτε μας σοκάρουν είτε μας εξαγριώνουν, όχι απλώς υπήρχαν στα τέλη του περασμένου αιώνα -όχι πολύ παλιά, τριάντα με πενήντα χρόνια πριν. Τότε που τα περιοδικά δεν ήταν νεοπάστορες, ούτε έστηναν τον διαφημιστικό τους πάγκο στις πλάτες των diversities. Ήταν γεμάτα φουλ με γυμνό, με σεξουαλικές αναφορές, με απενοχοποιημένα σώματα ανθρώπων που δεν φοβούνταν να δείξουν ότι απολάμβαναν τον έρωτα και τις ελευθερίες ενός δυτικού φιλελεύθερου κόσμου. Τότε, δηλαδή, που δεν υπήρχε ακόμα ο ετοιμοπόλεμος στρατός των θιγμένων στα πληκτρολόγια, των υπερευαίσθητων που προσβάλλονται και μόνο με το αεράκι που φυσά από το παράθυρο, των νεο-ηθικολόγων της cancel culture που έχει το δάχτυλο μονίμως πάνω από το delete. 

Όπως ο Ντέιβιντ Μπόουι που προκαλούσε την συντηρητική μέση Αγγλίδα θεία το 1970 φορώντας ανδρόγυνα κοστούμια ή ο Μικ Τζάγκερ σκανδάλιζε μοστράροντας τις σεξουαλικές του αμφίφυλες ορέξεις, έτσι και ο Σερζ Γκενσμπούρ και η Τζέιν Μπίρκιν έκαναν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμο ελεύθερα Τέχνη. Γιατί έτσι γούσταραν, ως δυο ενήλικες σε συναίνεση. Σήμερα, αυτό που έκανε ο Μπόουι το κάνει και ο Χάρι Στάιλς επί σκηνής. Σιγά τα λάχανα. Σ' αυτόν επιτρέπεται να το κάνει γιατί συνάδει με τον δικαιωματισμό και τον ακτιβιστικό λόγο περί του δικαιώματος στον έμφυλο αυτοπροσδιορισμό. Μια χαρά. Σε έναν φιλελεύθερο δυτικό πολιτισμό που θέλει να είναι υγιής και αρμονικός, η συμπερίληψη είναι βασικός πυλώνας. Η συμπερίληψη όμως πρέπει να τους αφορά όλους. Δεν μπορεί να μιλάς για συμπερίληψη όταν οδηγείς στην πυρά κάτι που σοκάρει, τρομοκρατεί, κοντράρει στις δικές σου αντιλήψεις. Αν δύο ενήλικες τη βρίσκουν με το spanking, γιατί να μην μπορέσουν να φωτογραφηθούν ή να μιλήσουν δημοσίως γι' αυτό χωρίς να γίνουν στόχος επιθέσεων ή ακόμα και απόλυτης καταβαράθρωσης; Επειδή είναι στρέιτ, λευκοί και δεν χωράνε μέσα στο δικαιωματιστικό καλούπι;

Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι συζητήσεις περί πολιτικής ορθότητας και cancel culture αφορούσαν κυρίως την Αμερική και λίγο αργότερα την Γαλλία που ήταν το πρώτο ευρωπαϊκό έδαφος που χτύπησε ο τυφώνας του δικαιωματισμού. Εκεί, όπως εξηγεί ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του «Ένας σχεδόν τέλειος ένοχος» (εκδ. Πατάκη), η νέα Αριστερά, έχοντας μετατοπίσει εδώ και χρόνια το κέντρο βάρους της από την πάλη των τάξεων στην πολιτική ταυτοτήτων, έχει μετατρέψει ρατσιστικά τον λευκό ετεροφυλόφιλο άνδρα σε ένοχο για τα πάντα, οδηγώντας λαϊκιστικά τον δυτικό πολιτισμό σε ένα πολύ επικίνδυνο δρόμο. «Η επικράτηση του φυλετικού επί του κοινωνικού, του εθνοτικού επί του πολιτικού, του μειονοτικού επί της νόρμας, της μνήμης επί της Ιστορίας, εξηγεί την κατάρρευση της κλασικής Αριστεράς και την ανάδυση μιας Άκρας Αριστεράς που δίνει έμφαση στην υπεράσπιση των εθνικών ταυτοτήτων. Αντί να αγωνίζονται υπέρ της προόδου και να υπερασπίζονται την ισότητα απέναντι στο νόμο, οι σοσιαλδημοκράτες εγκλωβίζονται σε ένα αμφιλεγόμενο φλερτ με ρεύματα που δίνουν έμφαση στις νατιβιστικές προσεγγίσεις και στην αποαποικιοποίηση, ιδεολογικούς μεταπράτες αμερικανικών αντιλήψεων – και μάλιστα, για την ακρίβεια, ενός τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πρόσφατα με την Καραγατσιάδα και τη μάχη να ακυρωθεί ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες συγγραφείς της θρυλικής Γενιάς του '30, είδαμε την υστερία της πολιτικής ορθότητας να φτάνει αγλαϊσμένη με ένα ψευτοακαδημαϊκό κριτικό πέπλο και στην Ελλάδα, στήνοντας νεοφεμινιστική πυρά στον ηλεκτρονικό Τυπο και τα social media. Αστειότητες. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν. Ο Όμηρος, ο Σαίξπηρ, ο Φιτζέραλντ, ο Καραγάτσης, ανήκουν στην εποχή τους και διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται γιατί απεικόνισαν με ευφυΐα, καλλιτεχνική ειρωνεία, και ενσυναίσθηση την αμφίσημη και πολύπλοκη ανθρώπινη κατάσταση όπως ήταν την εποχή που έγραφαν ή την εποχή που αφηγούνταν. Κάθε απόπειρα να τους οδηγήσεις στην πυρά, να τους ακυρώσεις, να τους κατεβάσεις από το βάθρο που τους πρόσφερε ο χρόνος και η αθανασία της Τέχνης, είναι απλώς αναχρονισμός, πολιτιστικός αναλφαβητισμός, στείρα ηθικολογία. 

Όπως εύστοχα επισημαίνει η Σώτη Τριανταφύλλου, στο καινούργιο της βιβλίο «Το πλοίο των τρελών» (εκδ. Πατάκη) με άρθρα που έγραψε την περίοδο 2023-24, το σοκαριστικό είναι ότι η νέα αυτή ηθικολογία προσβάλει δημοκρατίες ευρωπαϊκού τύπου, όχι τίποτα θεοκρατικά και δικτατορικά καθεστώτα, όπου ο αγώνας περί δικαιωμάτων θα ήταν επιβεβλημένος και ηρωικός. Όταν στήνεις πυρές και μοιράζεις «ακυρώσεις» σε φιλελεύθερες χώρες που αυτά τα έχουν λυμένα βάσει νόμου, είσαι απλώς νάρκισσος ή μεταπωλητής μιας ψευτοακτιβιστικής (τζάμπα) μαγκιάς.

«Ο δικαιωματισμός -ο όρος περιγράφει τον έξαλλο ακτιβισμό ο οποίος βασίζεται σε μια ψεύτικα ρυπαρή εικόνα για τις κοινωνίες- μπορεί να ιδωθεί ως διαστροφή πολιτικών διεκδικήσεων. Τουλάχιστον όταν αφορά τις δημοκρατίες ευρωπαϊκού τύπου. Αν στις χώρες με θεοκρατικά ή/και δικτατορικά καθεστώτα, οι αγώνες για τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα είναι απαραίτητοι και επιτακτικοί, στις περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες εμφανίζονται σαν μια πόζα που περιλαμβάνει αυταρχισμό και ανειλικρινή επιχειρήματα. Για να δικαιολογηθεί ο δικαιωματισμός, οι δημοκρατικές κοινωνίες προσλαμβάνονται ως άδικες και ως διαρκώς επιδεινούμενες: ρατσιστικές, σεξιστικές, “φοβικές” -ο όρος “φοβικός” δεν ερμηνεύεται ως παράγωγο του φόβου ή της φοβίας αλλά υπονοεί την επιθετικότητα του “φοβικού”· την επιβολή κολάσιμων διακρίσεων στο αντικείμενο του φόβου του. Η αφετηρία αυτής της ακτιβιστικής κουλτούρας -ο αντιρατσισμός, οι νεοφεμινισμός, οι ταυτοτικές διεκδικήσεις, η πολυπολιτισμικότητα- είναι η ιδεοληψία ότι ο ρατσισμός εμμένει και εντείνεται, όπως άλλωστε η βία εναντίον των γυναικών και εναντίον οποιασδήποτε άλλης πραγματικής ή φαντασιακής κοινωνικής ομάδας πέραν των ετεροφυλόφιλων λευκών ανδρών. Ο ακτιβισμός αυτού του είδους καλεί τους ανθρώπους σε διαρκή επαγρύπνηση, η οποία καταλήγει συχνά σε γενικευμένη καχυποψία, συνωμοσιολογία και μισαλλοδοξία [...] Σ’ αυτό, όπως και σε πολλά άλλα σημεία, η άκρα αριστερά συναντά την άκρα δεξιά: οι ακτιβιστές αμφοτέρων των παρατάξεων αντιδρούν σαν όχλος που επιδιώκει την επιβολή της αρετής όπως την αντιλαμβάνεται και επιτίθεται σαν όχλος σε όποιον διαφωνεί με τις εκτιμήσεις και τις μεθόδους τους», γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου.

Με μια πιο μετριοπαθή θέση από τον Μπρυκνέρ, η Γαλλίδα Ιστορικός Λορ Μιρά, στο βιβλίο της «Ποιος ακυρώνει τι - Σκέψεις για την cancel culture» (εκδ. Πόλις), επισημαίνει ότι η ενεργοποίηση των πολιτών στα social media είναι κι αυτή ένα χρήσιμο εργαλείο που πολλές φορές μπορεί υπό προϋποθέσεις να ασκήσει κοινωνικό έλεγχο, πολιτική πίεση κτλ. Ωστόσο, για όλα αυτά χρειάζεται μέτρο και αυτοσυγκράτηση, ώστε ο κοινωνικός έλεγχος να μην γίνει τυφλή οχλοκρατία. Ο σεβασμός στο τεκμήριο της αθωότητας, στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, θα πρέπει να συμβαδίζουν με την ανοχή στη διαφορετικότητα και τη διαφορετική άποψη, αλλά και την συναίσθηση ότι για να μπορείς να εκφράζεσαι ελεύθερα προφανώς ζεις σε μια ελεύθερη κοινωνία. Σε μια κοινωνία στην οποία χωρά και η φούστα του Χάρι Στάιλς και η Τέχνη του Φρανσίς Τζιακομπετί.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ