Η Σώτη Τριανταφύλλου, με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα «Άκου το Λιοντάρι», φωτογραφίζεται αποκλειστικά στο σπίτι της για το iefimerida και μιλά για τη Μεταπολίτευση, την ακμή και την παρακμή της Φωκίωνος Νέγρη, τα social media, την έκρυθμη κατάσταση στη Γαλλία, την cancel culture και τις περιπέτειες της αθηναϊκής μεσαίας τάξης που ακτινογραφεί με χιούμορ στο βιβλίο της.
Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν μασάει ποτέ τα λόγια της. Με καθαρή ματιά, ψυχρό αίμα και άφθονο χιούμορ, αυτήν τη φορά ακτινογραφεί τη μεσαία τάξη της Ελλάδας που, από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, βιώνοντας μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που άλλαξαν άρδην την καθημερινότητά της.
Το μυθιστόρημά της «Άκου το Λιοντάρι», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη, αφηγείται την ιστορία της μεσοαστικής οικογένειας των Λεοντάρηδων, που τις δεκαετίες του '60 και του '70 βρέθηκε από την επαρχία σε ρετιρέ στη Φωκίωνος Νέγρη, την άλλοτε «Βία Βένετο» της Αθήνας, και έζησε την ακμή της στη Μεταπολίτευση και τη σταδιακή παρακμή της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Μια καυστική σάτιρα για τη μεσαία τάξη της Μεταπολίτευσης και της Ελλάδας τού σήμερα
Στο μυθιστόρημα «Άκου το Λιοντάρι» παρακολουθούμε μια τυπική αθηναϊκή οικογένεια που όλοι έχουμε συναντήσει δίπλα μας. Οι ήρωες, καλοδουλεμένοι, αντιφατικοί, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι στην πραγματική ζωή, φάσκουν και αντιφάσκουν, προσπαθώντας να ισορροπήσουν μεταξύ αυτού που είναι, αυτού που φαίνονται και αυτού που θα ήθελαν να είναι.
Ο Χρήστος Λεοντάρης, ο πατέρας της φαμίλιας, που έκανε έναν καλό γάμο με τη Φραγκίσκη Καίσαρη, μεγαλοπιάστηκε, βολεύτηκε και αβγάτισε την οικογενειακή περιουσία, αλλά στο τέλος απάτησε τη σύζυγό του με μια νεότερη γυναίκα και έπαθε Πάρκινσον όταν έμεινε χήρος.
Η θεία Καρολίνα, αδερφή της Φραγκίσκης, μια πρώην χίπισσα που έζησε τη ροκ πλευρά της Αθήνας και άνοιξε μαγαζί με vintage ρούχα στην Κυψέλη, τους παρακολουθεί όλους σαστισμένη να τρώνε τις σάρκες τους και να κανιβαλίζουν ο ένας τον άλλον. Και, τέλος, τα δύο παιδιά των Λεοντάρηδων: ο μποέμ ροκάς Ηλίας, που έφυγε για το Μαρούσι, ροκάνισε την οικογενειακή περιουσία σε αμφίβολες επενδύσεις και ζούσε με αλλεπάλληλα τραπεζικά δάνεια, και ο Σαράντης, που έμεινε στο κέντρο, ζώντας μια μάλλον μετρημένη ζωή, βασιζόμενος μόνο στις δυνάμεις του, χωρίς καμία επαφή με τον αδερφό και τον πατέρα του.
Οι δύο γιοι των Λεοντάρηδων, ως εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, ενσαρκώνουν τους αντίθετους ιδεολογικούς πόλους της Μεταπολίτευσης, όχι όμως μονοσήμαντα σαν καρικατούρες, αλλά με τις χίλιες δύο διαφορετικές πτυχές τους να συγκρούονται μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα μικρό οικογενειακό χάος, που η Σώτη Τριανταφύλλου σκιαγραφεί με πολύ χιούμορ, σε ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, κάνοντας ταυτόχρονα μια καυστική κοινωνική ανάλυση της μεταπολιτευτικής, μνημονιακής και μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Ο Ηλίας παντρεύεται μια μικροαστή νευρωτική κοπέλα, τη Μυρτώ, που κλέβει τα ρούχα και τα αξεσουάρ της πεθεράς της, και ο Σαράντης την κυνική Μάντυ, που δουλεύει στο Leroy Merlin και τους σφάζει όλους με το βαμβάκι, με ατάκες που προκαλούν γέλιο, σατιρίζοντας όμως πρώτα απ' όλους τον εαυτό της, την υστερία της μητρότητας, τη σχεδόν «πολεμική» εμπειρία που βιώνει μια εργαζόμενη γυναίκα, η οποία μεγαλώνει έναν έφηβο σήμερα, στα χρόνια των video games και των social media.
Τα εύκολα δάνεια, ο αγώνας για έναν διορισμό στο Δημόσιο, η μετατροπή της άλλοτε αστικής Κυψέλης σε γκέτο, η '80s αθηναϊκή Ριβιέρα με τα Go-karts, τα μεσοαστικά διαμερίσματα του κέντρου -που διακοσμημένα με χρυσοποίκιλτες σαβούρες από οικογενειακά ταξίδια στη Βιέννη, στο Παρίσι και στη Βενετία- γίνονται μια «ευτυχισμένη» παγίδα για όλους, τα εξοχικά σε περιοχές όπως η Νέα Μάκρη, το δίπολο μεταξύ rock 'n' roll και μπουζουκοπόπ στα '90s, οι αδιάφοροι teenagers που τα γράφουν όλα στα παλιά τους τα Adidas και μετατρέπονται σε παραιτημένους ενήλικες που θέλουν μονάχα να κάνουν πατίνι και wind surfing, κάνοντας δουλειές του ποδαριού ή ζώντας απλώς παρασιτικά σε μια αέναη παιδικότητα... Όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της Σώτης Τριανταφύλλου, όχι με διδακτισμό, αλλά με απόλυτο χιούμορ, στο πιο αστείο, χαλαρό, κωμικό μυθιστόρημα που έχει γράψει μέχρι σήμερα, ένα βιβλίο που δεν κουνάει το δάχτυλο αλλά ό,τι έχει να πει το λέει μειδιώντας, μέσα από ενδιαφέροντες ήρωες της καθημερινότητας που ήταν «ελεύθεροι να γίνουν αυτό που πάντα επιθυμούσαν: τελείως ασήμαντοι».
Διαβάσαμε το βιβλίο και συνομιλήσαμε μαζί της για όλα: για τη μεσαία τάξη της Μεταπολίτευσης, για τη Φωκίωνος Νέγρη στην οποία μεγάλωσε η ίδια, για τα βίαια επεισόδια στη Γαλλία όπου ζει και, φυσικά, για τον ρόλο των social media, στα οποία, όπως χαρακτηριστικά λέει, «εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού».
Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει στο iefimerida
Διαβάζοντας το νέο σας μυθιστόρημα, σε πολλά σημεία είχα την αίσθηση ότι, μιλώντας για τη Φωκίωνος Νέγρη, μιλούσατε για την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης γενικά και μιλώντας για τα δύο ζεύγη των αδερφών Λεοντάρη μιλάτε για τους δυο αντίθετους πολιτικούς πόλους -την Αριστερά και τη Δεξιά- που έχουν μονοπωλήσει τη μεταπολιτευτική περίοδο. Πόσο πολιτικό είναι, τελικά, το απίστευτα κωμικό «Άκου το Λιοντάρι»;
Ας πούμε ότι ήθελα να γράψω μια «dramedy», μια δραματική κωμωδία γύρω από τη ζωή μας στη σημερινή Αθήνα και, βεβαίως, για όλες τις αποσκευές μας από το παρελθόν. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να περιγράψουμε το παρόν χωρίς να εξετάσουμε τι μας έφερε εδώ, να αναρωτηθούμε πώς γίναμε η κοινωνία που γίναμε με τις αρετές και τα μειονεκτήματά της, αυτά που οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι ορίζουν ως «παθογένειες». (Μα, ποιος ξεφουρνίζει τέτοιες λέξεις; Εννοώ ποιος κάνει την αρχή;) Τέλος πάντων, το «Άκου το Λιοντάρι» είναι μια περιγραφή, μια αφήγηση και μια προσέγγιση ανθρώπινης κατανόησης για όλα τα ζώα του ζωολογικού μας κήπου.
«Η “γενιά” της Μεταπολίτευσης -βάζω εισαγωγικά επειδή δεν πιστεύω στις γενιές- ήταν ένα κοπάδι που ακολουθούσε τυφλά και βουβά διάφορους ηγετίσκους οι οποίοι ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Ήθελαν να αλλάξουν “τα πράγματα” χωρίς να ξέρουν απολύτως τίποτα και χωρίς να έχουν την πρόθεση να αλλάξουν τον εαυτό τους»
Η Μάντυ και η Μυρτώ, ο Σαράντης και ο Ηλίας, η Φραγκίσκη και ο Χρήστος, το κέντρο και τα προάστια, η μέρα και η νύχτα. Τι συμβολίζουν όλα αυτά τα δίπολα που χαρακτηρίζουν την ιστορία που αφηγείστε στο «Άκου το Λιοντάρι»;
Αυτή είναι η ουσία της διαλεκτικής, που συναντάμε σε ποικίλες εκδοχές σε όλες τις φιλοσοφίες, στη Δύση και στην Ανατολή. Εννοώ τη διαλεκτική ως μελέτη των αντιφάσεων, τη διαλεκτική του Hegel, για παράδειγμα. Ελπίζω ότι αυτά τα δίπολα, όπως λέτε, να μην καθιστούν τα πρόσωπα μονοσήμαντα, διότι τότε έχω κάνει μια τρύπα στο νερό.
Γιατί επιλέξατε συγκεκριμένα την Κυψέλη και τη Φωκίωνος Νέγρη ως τόπο διαμονής των Λεοντάρηδων, μια περιοχή που κάποτε θεωρούνταν η Βία Βένετο της Αθήνας και μετά έγινε σχεδόν γκέτο; Πώς χρησιμοποιείτε αφηγηματικά αυτή την άνοδο και την πτώση μιας περιοχής μέσα από τις ζωές των μελών μιας μεσοαστικής οικογένειας;
Η απάντηση για την επιλογή του τόπου είναι απλή. Γεννήθηκα στην οδό Κεφαλληνίας και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου σύχναζα επί χρόνια αργότερα αφού είχα πια μετακομίσει αλλού. Την εποχή όπου η συνοικία βρισκόταν στο αποκορύφωμα της λάμψης της ήμουν ακόμα μικρή· ωστόσο συνέβαλε στην υπέροχη παιδική μου ηλικία. Στη συνέχεια, η Φωκίωνος Νέγρη ακολούθησε το ρεύμα της εποχής, και αντί για ροκ εντ ρολ, μουσική της υπόκρουση έγιναν τα αντάρτικα της Μεταπολίτευσης. Κακοφωνία, ασχήμια… Πολιτικά πάθη…Αγριοφωνάρες... Ήμουν και είμαι προσκολλημένη στο ροκ εντ ρολ, η ανατροπή του μουσικού κλίματος στη Φωκίωνος Νέγρη -και παντού- ήταν μια μένα αληθινό πλήγμα, πολιτιστικό σοκ. Στο «Άκου το λιοντάρι» αφηγούμαι την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας που ζει στο κέντρο της Αθήνας: την κατάστασή της στο παρόν -από το 2017 μέχρι σήμερα- και τις πολλαπλές προελεύσεις των μελών της. Άνοδος, πτώση και ξανά άνοδος, επιβίωση. Γονατίζουμε επτά φορές και σηκωνόμαστε οκτώ.
Ο ρόλος των μεσοαστών, οι 20άρηδες και η cancel culture
Ποιος ήταν, τελικά, ο ρόλος της μεσαίας τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων στη μεταπολιτευτική, στη μνημονιακή και στη μεταμνημονιακή Ελλάδα και ποιος πιστεύετε ότι θα είναι στο μέλλον ο ρόλος της;
Η μεσαία τάξη είναι ο φορέας του πολιτισμού και των κοινωνικών τάσεων. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα με μεγάλο τριτογενή τομέα, τα μεσαία στρώματα συγκροτούν την κοινωνική ταυτότητα, ενώ ταυτοχρόνως είναι φορείς αλλαγών στα ήθη, στην πολιτική και στην αισθητική. Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του παροιμιώδους «μικροαστού» ο οποίος γίνεται συχνά στόχος σάτιρας, σαρκασμού και ενοχοποίησης, και της μεσαίας τάξης την οποία χαρακτηρίζει κάποια μόρφωση, μια τάση κοσμοπολιτισμού και ιδεολογικής ευελιξίας.
Με όλο αυτό το κύμα της cancel culture, τον θυμό που εκφράζουν η πολιτική ορθότητα και ο νέος φεμινισμός, θα λέγατε ότι οι σημερινοί έφηβοι και 20άρηδες είναι μια γενιά που θέλει να αλλάξει τα πράγματα ή απλώς μια γενιά που θέλει να τα αποδομήσει όλα χωρίς να προτείνει κάτι νέο;
Οι γενιές δεν είναι ομοιογενείς. Αν ήταν, θα βρισκόμασταν μπροστά σε σοβαρό κίνδυνο ολοκληρωτισμού. Υπάρχουν σημερινοί 20άρηδες πιο επιρρεπείς στην πίεση της ομάδας, στην αγελαία συμπεριφορά, από άλλους συνομηλίκους τους. Η πολιτική ορθότητα και η cancel culture δεν είναι καινούργια φαινόμενα, είναι σχετικά καινούργιες εκφράσεις. Όταν ήμουν εγώ 20 ετών, μας τυραννούσαν οι σταλινικοί -η cancel culture κυριαρχούσε. Η «γενιά» της Μεταπολίτευσης -βάζω εισαγωγικά επειδή δεν πιστεύω στις γενιές- ήταν ένα κοπάδι που ακολουθούσε τυφλά και βουβά διάφορους ηγετίσκους οι οποίοι ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Ήθελαν να αλλάξουν «τα πράγματα» χωρίς να ξέρουν απολύτως τίποτα και χωρίς να έχουν την πρόθεση να αλλάξουν τον εαυτό τους. Οι νέοι άνθρωποι κάνουν τα νεανικά τους λάθη και εμφορούνται από νεανικές πλάνες και ψευδαισθήσεις. Το ζήτημα είναι να προλαβαίνουμε να τα διορθώνουμε όλα αυτά: κανείς δεν μεγαλώνει γνωρίζοντας και εφαρμόζοντας τις οδηγίες χρήσεως.
«Εννοείται ότι οι 20άρηδες δεν σπάζουν βιτρίνες διότι ο Εμανουέλ Μακρόν τούς επιβάλλει όριο συνταξιοδότησης στα 64: υπάρχουν άλλοι λόγοι. Αυτό δεν σημαίνει πως οι “λόγοι” είναι “λογικοί”»
Τα παιδιά των παιδιών της οικογένειας Λεοντάρη παρουσιάζονται λίγο αδιάφορα, παθητικά, εντελώς απολίτικα και, σε αντίθεση με τους γονείς τους που μεγάλωσαν έχοντας κατά νου τα κόμματα, την οικονομία, την ανάπτυξη, την επιχειρηματικότητα, έχουν στον νου τους μια εναλλακτική ζωή, δεν θέλουν ούτε να αλλάξουν τον κόσμο ούτε να βολευτούν καλά σε αυτόν, θέλουν απλώς να επιβιώνουν ζώντας χωρίς στεγανά, καριέρες, επενδύσεις κ.λπ. Τι είναι, τελικά, αυτές οι νέες γενιές της μεσαίας τάξης και πώς βλέπουν τα πράγματα;
Οι έφηβοι Λεοντάρηδες είναι μια αποτυχία αλλά έχουν πλάκα... Προς το παρόν τουλάχιστον, διότι θα μεγαλώσουν τα καημένα και ίσως δεν θα έχουν πια και τόση πλάκα… Ο καθένας έχει τη δική του προσωπικότητα: τους έχω φτιάξει συνθέτοντας στοιχεία από παιδιά φίλων μου οι οποίοι στην αρχή είχαν απολαύσει τη μητρότητα και την πατρότητα, ενώ αργότερα είδαν να εμφανίζονται μπροστά τους μικρά τέρατα. Οι έφηβοι είναι μεγάλος μπελάς και η συμπεριφορά τους ταράζει τη (δήθεν) οικογενειακή γαλήνη. Καμιά φορά, μάλιστα, γίνεται ο καταλύτης της διάλυσής τους.
«Η Άκρα Αριστερά έχει μεγάλη δύναμη στη Γαλλία, όπως και στην Ελλάδα»
Ζώντας στη Γαλλία, πώς βλέπετε όλο αυτό που γίνεται το τελευταίο διάστημα με αφορμή το νομοσχέδιο για το συνταξιοδοτικό; Ήρθε η ώρα, όπως προέβλεπε ήδη από τη δεκαετία του ‘90 ο Τζέιμς Μπάλαρντ, στο μυθιστόρημα «Οι άνθρωποι του Μιλένιουμ», όπου οι άνθρωποι θα εξεγείρονται καίγοντας τα πάντα έξαλλοι για τα δημοτικά τέλη, τα όρια συνταξιοδότησης και τα δίδακτρα των σχολείων, ή πρόκειται απλώς για ένα ξέσπασμα που θα κορυφωθεί και θα ξεφουσκώσει;
Ειλικρινά δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτή η εξαλλοσύνη. Η Γαλλία έχει, όπως όλοι ξέρουμε, μακρά παράδοση οδοφραγμάτων και ταλέντο στο ξήλωμα πεζοδρομίων. Είναι πολύ μακρά η συζήτηση της ανόδου του μαύρου μπλοκ, για την οποία ευθύνονται πολλοί παράγοντες: η Παιδεία, η κατάργηση της αυθεντίας, η λεγόμενη νομική και δικαστική χαλαρότητα, τα social media. Εννοείται ότι οι 20άρηδες δεν σπάζουν βιτρίνες διότι ο Εμανουέλ Μακρόν τούς επιβάλλει όριο συνταξιοδότησης στα 64: υπάρχουν άλλοι λόγοι. Αυτό δεν σημαίνει πως οι «λόγοι» είναι «λογικοί».
Ποιοι είναι, τελικά, όλοι αυτοί που διαδηλώνουν στη Γαλλία καίγοντας μαγαζιά, εισβάλλοντας με αγριότητα στις μπουτίκ τύπου Louis Vuitton; Ποια είναι η σύστασή τους και η κοινωνική τους «ακτινογραφία»;
Η Άκρα Αριστερά έχει μεγάλη δύναμη στη Γαλλία, όπως και στην Ελλάδα. Επιπλέον, είναι πολυσυλλεκτική: αναρχικοί, οικο-τρομοκράτες, περιθωριακοί χωρίς ιδεολογικό άλλοθι, αναρχοφασίστες, αριστεροακροδεξιοί. Λουλούδια… Mέσω των social media τα πνεύματα εξάπτονται με ψέματα, με φημολογία, με συνθηματολογία. Στα social media εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού: επιπλέον, η χρήση τους είναι απλοϊκή, ταιριάζει ακόμα και σε τεχνολογικά αναλφάβητους, καθώς και σε αναλφάβητους σκέτο.
Πώς βλέπετε την προεκλογική περίοδο που διανύουμε και πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθούν το επόμενο διάστημα τόσο οι πολιτικοί όσο και οι πολίτες ενόψει εκλογών, έχοντας και ως δεδομένο ότι θα είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που θα γίνει με απλή αναλογική; Η μάχη θα δοθεί στο Κέντρο ή στους αντίθετους πόλους του πολιτικού φάσματος;
Δεν είμαι σίγουρη ότι υπάρχει κεντρώος χώρος στην Ελλάδα υπό την έννοια της μετριοπάθειας και της επιθυμίας για συνεργασία και ήπιους τόνους. Η τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ σκλήρυνε ακόμα περισσότερο τα σύνορα μεταξύ Κεντροδεξιάς (ας πούμε) και Αριστεράς (ας ξαναπούμε). Ακόμα και οι άνθρωποι που κινούνται γύρω από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κινούνται συχνά το από το περιβόητο αντιδεξιό μένος: «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» κ.λπ.
Πώς θα σχολιάζατε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την τροπολογία-μπλόκο στο κόμμα του Κασιδιάρη; Σας εκπλήσσει ή ήταν κάτι αναμενόμενο;
Ήταν η γνωστή παραταξιακή στάση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέχεται να συμφωνήσει με τη ΝΔ ούτε σε απλές, προφανείς αλήθειες. Η στάση του ΚΚΕ μού φάνηκε ακόμα πιο νόστιμη: το ΚΚΕ φοβάται μήπως ξαναβγεί στην παρανομία. Την οποία εξάλλου νοσταλγεί: περιπέτεια, συνωμοτικότητα, ηρωισμοί...
Ο Τραμπ, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο αντιδιαφωτισμός
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στην επιφάνεια ξανά μεταπολεμικά πράγματα, αγωνίες, φόβους, ανησυχίες από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Έχουμε μπει ξανά σε μια ψυχροπολεμική εποχή ή μήπως τελικά δεν είχαμε ποτέ βγει από αυτήν;
Φάνηκε σαν να βγήκαμε για λίγο καιρό στη δεκαετία του 1990. Αλλά χρειαζόταν περισσότερη ψυχική γενναιοδωρία εκ μέρους της Δύσης με σκοπό την προσέλκυση της Ρωσίας στη δημοκρατία, όσο αυτό ήταν δυνατό. Είναι δύσκολο να μπούμε τώρα σε μια λογική «what if…»: πάντως, μια από τις αιτίες του Ψυχρού Πολέμου είναι οι ριζικές διαφορές αξιών ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικά αξιακά συστήματα· έτσι, συμπεριφέρονται σαν control freaks. Αλλά στις διεθνείς σχέσεις συμβάλλουν ποικίλοι παράγοντες, μερικοί από τους οποίους είναι τυχαίοι: δεν μπορούμε να ελέγχουμε τα πάντα.
Τα τελευταία πέντε χρόνια είδαμε να συμβαίνουν πολλά: εισβολή τραμπιστών συνωμοσιολόγων στο Καπιτώλιο, ακραίες και μαζικές διαδηλώσεις των αντιεμβολιαστών στον Καναδά και όχι μόνο, άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, με το φαινόμενο Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, την Αριστερά να υποστηρίζει τη θηριωδία του Πούτιν στην Ουκρανία. Κοινή βάση σε όλα αυτά είναι μια στροφή στον ανορθολογισμό με τον οποίο έρχεται ευθέως αντιμέτωπη η φιλελεύθερη δημοκρατία. Ζούμε έναν νέο αντιδιαφωτισμό ή απλώς είναι ένα παροδικό λαϊκιστικό ξέσπασμα που θα ξεθυμάνει;
Όλα αυτά υπήρχαν πάντοτε: ακόμα και ένα είδος Dark Enlightenment υπήρχε πάντοτε. Σήμερα ονομάζουμε «Ακροδεξιά» τη λαϊκή Δεξιά που είναι, από τη φύση της, εθνικιστική, ευεπίφορη στη συνωμοσιολογία και στον ανορθολογισμό, εχθρική προς τις (τάχα) ελίτ, συμπλεγματική έναντι των διανοουμένων κ.λπ. Σε όλα αυτά που αναφέρατε, το καινούργιο στοιχείο είναι η ίδια η προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ και το ότι πολλοί τον στηρίζουν μόνο και μόνο για να τους σώσει από το κίνημα της πολιτικής ορθότητας.
Αν κάνατε μια σύνοψη των δοκιμιακών κειμένων σας που περιλαμβάνονται στο νέο σας βιβλίο «Καρχαρίες και Κοριοί», πώς θα περιγράφατε τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα σε σχέση με το παρελθόν; Τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει ίδιο; Ποιοι είναι οι καρχαρίες και ποιοι οι κοριοί και ποιοι είναι, τελικά, πιο επικίνδυνοι;
Πρόκειται για την πασίγνωστη φράση του Μπρεχτ «γλιτώσαμε από τους καρχαρίες και μας έφαγαν οι κοριοί». Τη σκέφτομαι συχνά όταν οι προτεραιότητες μετατοπίζονται με διεστραμμένο τρόπο κι όταν ασχολούμαστε με λεπτομέρειες, με ανοησίες, ενώ οι πραγματικές απειλές, οι κίνδυνοι, δεν λείπουν. Πολλά πράγματα έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Μερικά έχουν επιδεινωθεί. Κάπως έτσι προχωρούμε: δυο βήματα μπρος, ένα πίσω, καμιά φορά ενάμισι.