Μια καλογυρισμένη σειρά που σκαρφάλωσε δικαίως στο Top10 του Netflix, η οποία βασίζεται στη συγκλονιστική ιστορία μιας πρωτοπόρας γυναίκας, της Λίντια Πόετ, που αψήφησε κάθε εμπόδιο και πάλεψε για να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να γίνει η πρώτη γυναίκα δικηγόρος στην Ιταλία.
Έχει το μοντέρνο soundtrack ενός εντυπωσιακού video clip, το σενάριο και τη σκηνοθεσία μιας whodunit αστυνομικής σειράς τύπου Σέρλοκ Χολμς, τα εκπληκτικά σκηνικά και κοστούμια μιας καλογυρισμένης σειράς εποχής, μια αληθινή ιστορία πίσω της και μια εντυπωσιακή, ταλαντούχα πρωταγωνίστρια με καθηλωτικό βλέμμα που τραβά το φακό σαν μαγνήτης. Η σειρά «Ο νόμος της Λίντια Ποέτ» στο Netflix τα έχει όλα και δικαίως έχει γίνει viral, σκαρφαλώνοντας από την πρώτη μέρα της προβολής της στο Top10 της πλατφόρμας.
Είδαμε τον πρώτο κύκλο της σειράς που βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Ιταλίδας Λίντια Πόετ, μιας τολμηρής γυναίκας που άνοιξε δρόμους. Με πείσμα, επιμονή και ένα σπάνιο ταλέντο η Πόετ σπούδασε νομική στην Ιταλία του 19ου αιώνα και έγινε η πρώτη γυναίκα δικηγόρος σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο που απαξίωνε εντελώς τις γυναίκες. Η σπουδαία αυτή προσωπικότητα χρειάστηκε 39 ολόκληρα χρόνια για να καταφέρει να σπάσει τα ταμπού και να υπερνικήσει τα αναχώματα του σεξισμού, για να κάνει αυτό που σήμερα θεωρείται το αυτονόητο στον πολιτισμένο κόσμο: να ασκήσει το επάγγελμα που είχε σπουδάσει.
Η συγκλονιστική αληθινή ιστορία της Λίντια Πόετ
Η Λίντια Πόετ ήταν η έκπληξη που μας περίμενε στην πλατφόρμα τον Φεβρουάριο, μια παραγωγή που μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες κατάφερε να ξεχωρίσει και να συζητηθεί. Δικαίως. Η καλογυρισμένη σειρά, που ο πρώτος της κύκλος αποτελείται από 6 επεισόδια των 45 λεπτών το καθένα, είναι απολαυστική, παρά τις όποιες αδυναμίες της που θα επισημάνουμε στη συνέχεια. Ξεχωρίζει όχι μόνο για τις ερμηνείες, το σενάριο και τη σκηνοθεσία, αλλά και γιατί κάνει έξυπνα έναν συγκερασμό δυο βασικών στοιχείων: από τη μια, με μια επί της ουσίας φεμινιστική ματιά -και όχι μια φεμινιστική επίφαση στο όνομα της πολιτικής ορθότητας και της συμπερίληψης της πολιτικής ταυτοτήτων που ακολουθεί σε σημείο υστερίας το Netflix, παραχαράσσοντας συχνά την Ιστορία και κάνοντας έναν στείρο αναθεωρητισμό που κατά περιπτώσεις βγάζει μάτι ως υποκριτικός-, αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας αυθεντικής επαναστάτριας και από την άλλη είναι ένα ευχάριστο αστυνομικό whodunit θέαμα που τραβά το ενδιαφέρον.
Κάθε επεισόδιο είναι και μια αυτοτελής αστυνομική ιστορία που η Λίντια Πόετ και ο αδερφός της Ενρίκο, επίσης δικηγόρος, αναλαμβάνουν. Εκείνη, όπως βλέπουμε ήδη από το πρώτο επεισόδιο, ως νέα δικηγόρος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, γρήγορα μπαίνει στο μάτι ενός εισαγγελέα και χάνει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος επειδή είναι γυναίκα. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος που ο δικηγορικός σύλλογος απαγορεύει στη Λίντια να δικηγορεί. Η αιτιολογία είναι εξοργιστική και άκρως ρατσιστική: μια γυναίκα απλώς δεν μπορεί να ασκεί ένα ανδρικό επάγγελμα, να προσβάλει την έδρα και να αποσυντονίζει τις αίθουσες των δικαστηρίων με την γυναικεία αμφίεσή της που ακολουθεί τη μόδα. Τρελά πράγματα σε έναν κόσμο μετά τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Το Τορίνο του 1883, όπως άλλωστε και τα περισσότερα τμήματα του δυτικού κόσμου, είναι ακόμα κολλημένο σε μια μεσαιωνική πατριαρχία, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες σαν οικόσιτα που ανήκουν στον πατέρα, τον σύζυγο, τον αδερφό και το γιο, χωρίς ατομικά δικαιώματα, χωρίς δικαίωμα ψήφου, προορισμένες για να φροντίζουν την οικεία, να γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά και να συνοδεύουν το σύζυγο στις κοινωνικές του υποχρεώσεις. Αυτά για την αστική τάξη. Στα μικροαστικά και τα φτωχότερα στρώματα, η γυναίκα του 19ου αιώνα είναι εργαλείο οικιακής ή σεξουαλικής χρήσης ή τροφός ενός τσούρμο παιδιών ή εργάτρια που αμείβεται το 1/5 από το μισθό ενός άνδρα εργάτη για την ίδια ακριβώς δουλειά.
Σε αυτό το περιβάλλον η Λίντια Πόετ -και η μυθοπλαστική και η πραγματική- επαναστατεί. Σπάει την πόρτα στο χρυσό κλουβί της μεγαλοαστικής, πλούσιας οικογένειάς της. Αποφασίζει ότι δεν θέλει να παντρευτεί και να γίνει άβουλη σύζυγος και μητέρα, αλλά να σπουδάσει δικηγόρος όπως ο αδερφός της. Διαβάζει κρυφά, γιατί όταν ο πατέρας της την πετυχαίνει να μελετά της παίρνει τα νομικά βιβλία και την τιμωρεί. Παρά τις δυσκολίες, η Λίντια Πόετ πετυχαίνει στις εξετάσεις την εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο. Είναι η μόνη γυναίκα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορίνο. Είναι ένα εξωτικό πτηνό με εντυπωσιακά μεταξωτά φορέματα με ουρά, σφιχτούς κορσέδες, φουρό και ταφτάδες, ανάμεσα σε κουστουμαρισμένους άνδρες συμφοιτητές που τη κοιτούν με μισό μάτι. Μόλις αποφοιτήσει, η Λίντια Πόετ, ζει απόκληρη στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο ενός σπιτιού που μετά βίας μπορεί να πληρώσει. Έχει έναν εραστή σε ελεύθερη σχέση (πρωτοφανές και σκανδαλώδες για την εποχή, όπου τα κορίτσια της τάξης της τάζονταν με προξενιό πριν ακόμα γεννηθούν για επιγαμίες οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων). Όταν, στην πρώτη της επίσημη υπόθεση ως δικηγόρου, διαλευκάνει με ευκολία τη δολοφονία μιας πρίμα μπαλαρίνας της Βασιλικής Όπερας του Τορίνο, μπαίνει στο μάτι ενός αρχιδικαστή γιατί ζητάει πρωτοπόρες μεθόδους, όπως η έρευνα για δαχτυλικά αποτυπώματα. Στο τέλος του πρώτου επεισοδίου, βλέπουμε τη Λίντια, αντί να απολαμβάνει την επιτυχία της με την εξιχνίαση της υπόθεσης που είχε αναλάβει και την αθώωση ενός άνδρα που κατηγορούνταν άδικα, να τιμωρείται χάνοντας τη δικηγορική άδειά της, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα. Ταπεινωμένη, θυμωμένη, απελπισμένη, η Λίντια Πόετ γυρνά πίσω στο σπίτι του αδερφού της, αναζητώντας τροφή και στέγη.
Ενώ κάθε επεισόδιο αφηγείται και μια άλλη αυτοτελή δικαστική και αστυνομική υπόθεση, η σειρά όσο εξελίσσεται μας προσφέρει πληροφορίες που χτίζουν το προφίλ αυτής της αξιοθαύμαστης γυναίκας. Η πραγματική Λίντια Πόετ, γεννήθηκε, όπως και η ηρωίδα της σειράς, το 1855 στον οικισμό Traverse της κοινότητας Perrero, στην Valle Germanasca. Το 1881 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο. Τα δύο επόμενα χρόνια έκανε την πρακτική της εξάσκηση στο νομικό γραφείο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας του Τορίνο και κρατούσε πρακτικά στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Αμέσως μετά, έδωσε εξετάσεις στο Τάγμα των Δικηγόρων και με 45 από 50 ψήφους η επιτροπή αποφάσισε ότι οι σπουδές, τα προσόντα και οι ικανότητές της την καθιστούσαν, παρά το γεγονός ότι ήταν γυναίκα -πράγμα πρωτοφανές για την εποχή-, ισότιμο μέλος στον κατάλογο των δικηγόρων. Από τις 9 Αυγούστου του 1883 η Λίντια Πόετ ήταν επίσημα δικηγόρος, η πρώτη μάλιστα γυναίκα δικηγόρος στα ιταλικά χρονικά. Από εκεί και πέρα άρχισε όμως ο γολγοθάς της: μπούλινγκ στις αίθουσες των δικαστηρίων, απαξιώσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, ταπεινώσεις και σεξιστικές επιθέσεις στις φυλακές όπου επισκεπτόταν πελάτες, δυσπιστία ακόμα και από υπόδικους που αρνούνταν να της αναθέσουν την υπόθεσή τους επειδή ήταν γυναίκα. Η οικογένειά της αρχικά της γύρισε την πλάτη. Η σπιτονοικοκυρά στο αχούρι που έμενε της έκανε φασαρίες. Γρήγορα οι επιθέσεις κλιμακώθηκαν και το σούσουρο έγινε σκάνδαλο. Ο γενικός εισαγγελέας εξοργισμένος που μια γυναίκα βεβηλώνει με την παρουσία της τους χώρους των δικαστηρίων υπέβαλε καταγγελία εναντίον της Λίντια Πόετ στο Εφετείο του Τορίνο. Η Λίντια Πόετ μάταια προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο που εξέταζε την υπόθεσή της, ότι υπήρχαν κι άλλες γυναίκες σε άλλες δυτικές χώρες που μπορούσαν χωρίς προβλήματα να ασκούν τη δικηγορία. Η απόφαση ήταν καταπέλτης εναντίον της: ««οι γυναίκες απαγορεύονταν από το νόμο και τη δημόσια τάξη να εισέλθουν στην επαγγελματική πολιτοφυλακή». Η αίτηση προσφυγής που έκανε η Πόετ στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ήταν επίσης απαγορευτική Η Πόετ έπρεπε να εγκαταλείψει δια παντός το ανδρικό νομικό επάγγελμα. Η υπόθεση τράβηξε το ενδιαφέρον του Τύπου, με 25 Ιταλικές εφημερίδες να στέκονται στο πλευρό της κατατρεγμένης αδίκως Λίντια Πόετ και στο πρόσωπό της άνοιξαν δημόσια μια μεγάλη συζήτηση για τη θέση της γυναίκας σε δημόσια λειτουργήματα.
Η Πόετ τελικά αναγκάστηκε να εργαστεί ως βοηθός, ως απλή γραμματέας στο γραφείο του αδερφού της. Γρήγορα με το μεγάλο ταλέντο και την επιμονή της, κατάφερε τουλάχιστον να πείσει τον ίδιο να ασκεί κρυφά τη δικηγορία και να προετοιμάζει υποθέσεις που εκείνος επίσημα θα εκπροσωπούσε στο δικαστήριο. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, 37 για την ακρίβεια, μέχρι η Πόετ στα 65 της να καταφέρει να κάνει νόμιμα αυτό που στα 28 της χρόνια της είχαν στερήσει άδικα. Στις 17 Ιουλίου του 1919 βάσει του νέου νόμου αριθ. 1176, οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν ορισμένα δημόσια αξιώματα. Το 1920 η Πόετ, κατάφερε να εγγραφεί επίσημα στον κατάλογο των δικηγόρων στο Τορίνο και αναγνωρίστηκε επίσημα ως δικηγόρος από το Συμβούλιο των δικηγόρων.
Μια δυνατή σειρά εποχής με μοντέρνα μουσική και νευρώδη σκηνοθεσία
H σειρά του Netflix «Ο νόμος της Λίντια Ποέτ», που βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Πόετ, στα πρώτα της χρόνια, έχει πολύ δυνατά στοιχεία: Μια νευρική, μοντέρνα σκηνοθεσία που απογειώνεται χάρη στη σύγχρονη ιταλική μουσική, με ροκ χορευτικά κομμάτια που δημιουργούν μια πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση μεταξύ των κοστουμιών εποχής, των μπαρόκ location και των ατμοσφαιρικών σκηνικών που σε ταξιδεύουν άψογα στο Τορίνο, στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι άμαξες, τα σαλόνια, οι οίκοι ανοχής, οι ομιχλώδεις δρόμοι, οι μεγάλοι κήποι, οι τραπεζαρίες, τα εργοστάσια, τα δικαστήρια, οι ζοφερές σκοτεινές συνοικίες, όλα απεικονίζονται καταπληκτικά. Τα πλάνα είναι σαν πίνακες ζωγραφικής.
Το κάστινγκ είναι εκπληκτικό, οι ερμηνείες επίσης, με πιο ξεχωριστή φυσικά την ηθοποιό-τραγουδίστρια Matilda De Angelis που υποδύεται την Λίντια Πόετ. Η ομορφιά και το φυσικό της παίξιμο, κλέβουν την παράσταση και γεμίζουν την οθόνη.
Για τους λάτρεις των whodunit αστυνομικών βιβλίων και σειρών, ίσως οι υποθέσεις να φαίνονται απλοϊκές και η λύση τους κάπως αναμενόμενη. Επίσης σε κάποια σημεία το σενάριο του κάθε επεισοδίου κάνει μια κοιλιά γιατί ακολουθεί την ίδια αφηγηματική μανιέρα, αλλά η προσωπικότητα της Λίντια Πόετ σώζει την κατάσταση και η σειρά στο σύνολό της αφήνει μια πολύ ευχάριστη αίσθηση στον τηλεθεατή. Το «Ο νόμος της Λίντια Ποέτ» είναι καλογυρισμένο, αν και ως βιογραφική ταινία με το ίδιο καστ, την ίδια μουσική, την ίδια ιστορία, όχι όμως αποσπασματικά και προσκολλημένη μόνο στα πρώιμα χρόνια της Πόετ, θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετική βιογραφική ταινία με μεγάλες αξιώσεις και ένα δυνατό επί της ουσίας φεμινιστικό θέμα που συνομιλεί ευθέως με τους προβληματισμούς της εποχής μας.