Σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση προχώρησε ο αστρολόγος Γιώργος Πανόπουλος, περιγράφοντας τη μάχη που έδωσε με τον κορωνοϊό.
Ο Γιώργος Πανόπουλος συγκλονίζει μιλώντας για τα όσα βίωσε μέσα στο νοσοκομείο, όπου και μεταφέρθηκε με οξεία πνευμονία. Ο αστρολόγος έγραψε στην ιστοσελίδα doctv.gr για τις «15 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο μου», όπως αναφέρει.
Αναλυτικά όσα περιγράφει ο Γιώργος Πανόπουλος:
Μία εβδομάδα προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τον covid στο σπίτι. Φοβόμουν το νοσοκομείο. Φρίκαρα στην ιδέα ότι μπορεί να βρεθώ σε ένα νοσοκομείο γεμάτο με ασθενείς, σε συνθήκες που τα μίντια περιέγραφαν ως Αποκάλυψη, ενώ οι κρατικές προειδοποιήσεις τόνιζαν: Μην Πάτε σε Νοσοκομεία.
Η καθυστέρηση ήταν καταστροφική. Την Τετάρτη το απόγευμα μεταφέρομαι με ασθενοφόρο στον Ευαγγελισμό με οξεία πνευμονία. Σε μία ώρα από την άφιξή μου βρίσκομαι σε ένα κρεβάτι με ορούς να τρέχουν στις φλέβες μου. Δεν θυμάμαι την αλληλουχία των γεγονότων, όμως την επομένη μάλλον μού χορηγούν επειγόντως οξυγόνο με ρινικό καθετήρα υψηλής ροής, που σημαίνει ότι το δικό μου οξυγόνο είναι στα τάρταρα. Είναι τόσο ισχυρή αυτή η ροή που κάνει το κεφάλι μου ηχείο και για πολλές μέρες ακούω ένα συνδυασμό που μοιάζει με θύελλα, κύματα και φασαρία και κάνει τον ύπνο αδύνατο. Ταυτόχρονα καλωδιώνομαι και συνδέομαι με ένα μόνιτορ που παρακολουθεί την καρδιά, το οξυγόνο και πολλά άλλα που δεν καταλαβαίνω -ένα αντίστοιχο έχουν αλλού οι γιατροί για να με παρακολουθούν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Το μόνιτορ βγάζει συνεχώς ήχους συναγερμού. Στις φλέβες μου μπαίνουν οροί που τελειώνουν και σε λίγο μπαίνουν άλλοι ξανά και ξανά - κορτιζόνη, αντιικά, αντιβίωση. Θερμομέτρηση συνεχώς. Πρέπει να αλλάξουμε φλέβα. Μπαίνει καθετήρας. Μου φοράνε πάνες. Δεν μπορώ σχεδόν να μιλήσω κι όταν μιλάω η φωνή που βγαίνει είναι ενός γέροντα σε ρόγχο - ταράζομαι. Νιώθω ανίσχυρος: δεν ελέγχω τίποτα. Όλες τις ώρες της ημέρας νοσηλευτές αλλάζουν τους ορούς, μου παίρνουν αίμα, μου κάνουν αντιπηκτικές ενέσεις. Είμαι ένα παιδί τρομοκρατημένο από το αίσθημα της ανυπαρξίας.
Σκέψεις θανάτου -βλέπω το θάνατό μου βυθισμένος στον πυρετό, την εξάντληση και την απελπισία.
Πιστεύω στο Θεό και ο Θεός είναι απών: «Θεέ μου δεν θέλω να πεθάνω».
Απέναντί μου ένας άλλος ασθενής. Ακούω το γιατρό να του λέει ότι χρειάζεται άμεση και δραστική αντιμετώπιση: «Θα σε διασωληνώσουμε - είναι η καλύτερη λύση». Σε δύο λεπτά στο θάλαμο βρίσκονται πάνω από δέκα άτομα -γιατροί, αναισθησιολόγος, ειδικευόμενοι, νοσηλευτές, υγειονομικοί. Ένταση, αναταραχή, ελάχιστα λόγια: «Αφέσου, μην φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά». Τον μεταφέρουν σε ΜΕΘ. Είμαι σε κατάσταση πανικού -είμαι ο επόμενος. Δεν μπορώ να συνεφέρω τον εαυτό μου. Ακόμα και οι ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου που προσπαθώ να επαναφέρω μου φαίνονται σκοτεινές. Το μικρό παιδί μέσα μου ουρλιάζει, κλαίει, τρέμει από το φόβο κι εγώ ο μεγάλος δεν μπορώ να του πω τίποτα για να το ηρεμήσω. Δεν μπορώ να κλάψω, να φωνάξω, να θυμώσω, να ξεσπάσω: Δεν θέλω να πεθάνω. Δεν θέλω.
Ο Covid-19 ως μεταφορά είναι αποκαλυπτικός ως προς την ώρα και το χρόνο που χτύπησε τις κοινωνίες. Χτυπάει το αναπνευστικό: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» είπε ο Τζορτζ Φλόιντ πεθαίνοντας από ασφυξία, όταν ένας αστυνομικός της Μινεάπολης του πατάει τον σβέρκο με το γόνατο στο οδόστρωμα. Οι πολίτες του πλανήτη δεν μπορούν να αναπνεύσουν. Ο πολιτισμός του ναρκισσισμού, ένας πολιτισμός παθολογίας έχει φτάσει στα όριά του. Ζούμε εδώ και δεκαετίες την αποθέωση ενός ξέφρενου ατομικισμού για τον οποίο οι ασθένειες και το γήρας συνιστούν βλάβες και ο θάνατος κατασκευαστικό ελάττωμα. Όσο περισσότερο κάθε άτομο εξοπλίζεται με όλα τα αγαθά που θέλει φτιάχνοντας μια πανοπλία τόσο λιγότερο ευαισθητοποιείται στην αθλιότητα και την τρωτότητα των συνανθρώπων του. Γοητεία ασκούν μονάχα η δημοσιότητα και ο πλούτος. Το μαζί παρακμάζει, οι σχέσεις σε ελεύθερη πτώση -κενότητα, κατάθλιψη βίαιες παλινδρομήσεις της αυτοεκτίμησης και μια ανικανότητα να πάρεις ικανοποίηση και χαρά από τη ζωή. Κύρια επιδίωξη στα κοινωνικά δίκτυα που κατάπιαν την πραγματικότητα αποτελεί η διαχείριση των εντυπώσεων που προκαλείς στους άλλους: άπληστος για θαυμασμό, περιφρονητικός σε αυτούς που χειραγωγείς για να στον δώσουν, πεινασμένος για συναισθηματικές εμπειρίες που αποφεύγεις. Ο Νάρκισσος που βλέπει το είδωλό του στα νερά μιας πηγής είναι τόσο γοητευμένος με το είδωλό του που συνεχίζει να κοιτιέται μέχρι να πεθάνει. Η εικόνα του Νάρκισσου στο νερό είναι η εικόνα κάποιου που πνίγεται. Δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε πια. Κι αρρωσταίνουμε.
Όταν ήρθε η ώρα να σηκωθώ από το κρεβάτι χρειάστηκε να με κρατάνε δύο φυσιοθεραπευτές. Το πρώτο πέρα δώθε στο θάλαμο ήταν σαν να είχα πάει με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη κι επέστρεψα: ήταν τρομακτικό. Καμία αντοχή, κατευθείαν οξυγόνο με το που τέλειωσε η βόλτα, ασκήσεις για την αναπνοή, προσπάθεια να μείνω όρθιος. Τα κατάφερα -έχοντας χάσει οκτώ κιλά και με τη φρίκη στα μάτια. Μόνος μου; Όχι. Η κυρία Κρανιδιώτη και ο κύριος Παναγόπουλος, οι δύο γιατροί μου, ο Αντρέας και η Ελευθερία πήραν ένα σώμα θρυμματισμένο και μου το έδωσαν πίσω ολόκληρο. Τώρα που γράφω για αυτούς σκέφτομαι ότι είναι μάγοι κι η θεραπεία τους μαγεία: είναι γιατροί που αγαπάνε βαθιά το ανθρώπινο του ανθρώπου. Ήταν εκεί -ενθαρρύνοντας, αγωνιώντας, χαμογελώντας, επιμένοντας, σίγουροι ότι τα θαύματα συνεχίζουν να γίνονται κάθε μέρα-και γίνονται. Δεν είμαι απλώς ευγνώμων: εύχομαι τόσα καλά γι’ αυτούς όσα εύχομαι και για τον εαυτό μου. Και οι νοσηλευτές και οι νοσηλεύτριες: μέρα νύχτα εκεί μέσα στον πόλεμο, με διαρκώς καινούργιους ασθενείς, εξαντλημένοι, με το κράτος απέναντί τους εχθρικό και αναίσθητο, με πολλούς μεταξύ τους να έχουν ασθενήσει οι ίδιοι, με αληθινό νοιάξιμο, με τις αφόρητες στολές αστροναύτη που μονώνουν το σώμα σε τέτοιο βαθμό που αρχίζει να ιδρώνει τρελά χάνοντας καθημερινά βάρος και μυϊκή μάζα συν διπλά γάντια, γυαλιά, μάσκα, ασπίδα: τους φιλώ τα χέρια. (Και ναι -ο Νεριτάν, ο Αβραάμ, ο Βασίλης συνεπιβάτες ασθενείς στο ταξίδι του τρόμου ήταν ένα φως στο σκοτάδι- μαζί εκεί να παλεύουμε και να αντέχουμε και πότε πότε να βγάζουμε τη γλώσσα στην αρρώστια).
«Είμαι αυτός που πληγώθηκε αφάνταστα. Έγινα ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος της ύπαρξής μου. Γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα αυτό που μού συνέβη και πώς αντιμετώπισα τα βάσανα που μου έτυχαν. Πέρασα από τη σύγχυση στη διαύγεια» -λέει ο Boris Cyrulnic. Μέσα στον κίνδυνο, στο έρεβος, αυτό που με κράτησε ζωντανό ήταν η συμφιλίωσή μου με τον πεντάχρονο Γιώργο που τον κρατάω πια τρυφερά από το χέρι και η επιθυμία να αγαπήσω και να αγαπηθώ- μια κοινοτοπία πιθανόν, αλλά που λειτούργησε σαν ξόρκι που απομάκρυνε τον θάνατο. Οι άνθρωποι ήταν η σανίδα που κρατήθηκα.