Η συχνή έκθεση στο τεχνητό μπλε φως που εκπέμπουν οι ηλεκτρονικές συσκευές (κινητά τηλέφωνα, φορητοί υπολογιστές, ταμπλέτες κ.α.), καθώς και οι νέες λάμπες φωτισμού των δρόμων, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του εντέρου.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας ισπανικής επιστημονικής έρευνας, με επικεφαλής έναν Έλληνα ερευνητή της διασποράς.
Καρκίνος και έκθεση σε μπλε φως
Προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει το μπλε φως από τις λάμπες LED και τις ηλεκτρονικές συσκευές, με διαταραχές του ύπνου, παχυσαρκία και αυξημένη πιθανότητα διαφόρων καρκίνων (όπως προστάτη και μαστού), ιδίως στους ανθρώπους που εργάζονται τα βράδια και εκτίθενται περισσότερο στο τεχνητό φως.
Στη νέα έρευνα, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Μανώλη Κογεβίνα του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό επιδημιολογίας «Epidemiology», ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 2.000 ανθρώπους, από τους οποίους οι 660 είχαν διαγνωσμένο καρκίνο του εντέρου. Από την έρευνα σκοπίμως εξαιρέθηκαν όσοι έκαναν συχνά νυκτερινές βάρδιες.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι με την μεγαλύτερη έκθεση στο μπλε φως είχαν κατά μέσο όρο 60% μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης του συγκεκριμένου καρκίνου, σε σχέση με όσους είχαν εκτεθεί λιγότερο. Ο καρκίνος του εντέρου είναι ο τρίτος συχνότερος παγκοσμίως, μετά από εκείνους των πνευμόνων και του μαστού.
Ελληνας επιστήμονας στην έρευνα για τον καρκίνο
«Η νυκτερινή έκθεση στο φως, ιδίως στο μπλε φάσμα του, μπορεί να μειώσει την παραγωγή και την έκκριση της μελατονίνης, ανάλογα με την ένταση και το μήκος κύματος του φωτός. Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για τις επιπτώσεις του φωτός αυτού στα οικοσυστήματα και στην ανθρώπινη υγεία, αν και η σχετική έρευνα βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, συνεπώς χρειάζεται περισσότερη μελέτη», δήλωσε ο Μ. Κογεβίνας. Ο Έλληνας επιστήμονας είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διδακτορικό στην επιδημιολογία από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου το 1989. Έχει, μεταξύ άλλων, διατελέσει καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας της Ελλάδας, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εκπαιδευτικού Προγράμματος στην Επιδημιολογία (ΕΕΡΕ) και πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας (ISEE).