Πριν από 20 χρόνια, πριν γίνουν ζευγάρι, ο Νικ Μάρσον και η Νταϊάν Κίρσκι, ήταν δύο άγνωστοι στην πτήση 5 της Continental Airlines που ταξίδευε από το Διεθνές Αεροδρόμιο Γκάτγουικ του Λονδίνου, στο Χιούστον του Τέξας.
Τέσσερις ώρες περίπου μετά την πτήση, ο πιλότος ανακοίνωσε ότι το αεροπλάνο θα κατευθυνόταν στο Νιουφάουντλαντ του Καναδά. «Υπάρχουν προβλήματα στον εναέριο χώρο των ΗΠΑ», είπε ο πιλότος, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Ο Νικ ήταν Βρετανός επιχειρηματίας στα 50 του και εργαζόταν στη βιομηχανία πετρελαίου. Κατευθυνόταν στο Τέξας για δουλειά και δεν είχε ιδέα πού ήταν το Νιουφάουντλαντ.
«Κοίταξα έξω από το παράθυρο γιατί σκέφτηκα ότι μπορεί να μην μας έλεγε την αλήθεια και ίσως ένας κινητήρας να είχε πάρει φωτιά», δήλωσε ο Νικ στο CNN Travel.
Στο άλλο άκρο του αεροσκάφους, βρισκόταν η Νταϊάν. Μια Αμερικανίδα διαζευγμένη που μόλις είχε κλείσει τα 60 της χρόνια, επέστρεφε από την επίσκεψη στον γιο της, ο οποίος ήταν στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ και τον είχαν στείλει στην Αγγλία.
«Σκέφτηκα, "Καναδάς, δεν έχω πάει ποτέ στον Καναδά. Αυτό ακούγεται σαν περιπέτεια"», θυμάται η Νταϊάν σήμερα.
Ήταν 11 Σεπτεμβρίου 2001. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον, ο εναέριος χώρος των ΗΠΑ έκλεισε και, κάτω από μια προσπάθεια που ονομάστηκε Επιχείρηση Κίτρινη Κορδέλα, περισσότερα από διακόσια εμπορικά αεροσκάφη που κατευθύνονταν προς τις ΗΠΑ εκτράπηκαν στον Καναδά.
Η πτήση του Νικ και της Νταϊάν αναδρομολογήθηκε προς το Γκάντερ-μια αγροτική πόλη με πληθυσμό μόλις 10.000 κατοίκων. Καθώς το Continental 5 πλησίαζε στο Νιουφάουντλαντ, ο Νικ είδε δεκάδες αεροπλάνα παραταγμένα σε σειρές. Εγκατέλειψε την υποψία του ότι υπήρχε τεχνικό ζήτημα.
«Ήμασταν το 36ο αεροσκάφος από τα 38 που προσγειώθηκαν - οπότε σαφώς δεν είχαν όλοι πρόβλημα με το αεροπλάνο τους», λέει ο Νικ.
Όταν το Continental 5 προσγειώθηκε, ο πιλότος είπε στους επιβάτες ότι υπήρξε τρομοκρατική δραστηριότητα στις ΗΠΑ και αεροπλάνα είχαν πέσει στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο.
«Παρόλο που ακούστηκε φρικτό, κανείς δεν κατάλαβε πόσο καταστροφικό ήταν μέχρι λίγο αργότερα», λέει ο Νικ.
Το 2001, κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει τις ειδήσεις στο κινητό του. Κανείς δεν είχε ίντερνετ στα κινητά του. Κανείς δεν είχε διεθνή κάλυψη. Πολλοί άνθρωποι δεν είχαν καθόλου κινητά τηλέφωνα.
Η Νταϊάν θυμάται ότι ήταν εξαιρετικά ανήσυχη για την οικογένειά της στις Ηνωμένες Πολιτείες και ανησυχούσε ότι δεν μπορούσε να τους καθησυχάσει για τη δική της ασφάλεια. Αυτή η κατάσταση αβεβαιότητας συνεχίστηκε για περισσότερο από 24 ώρες.
Ενώ τα αεροπλάνα είχαν κολλήσει στους διαδρόμους, εθελοντές σε όλο τη Γκάντερ και τις γειτονικές πόλεις, παρέδωσαν τρόφιμα και προμήθειες στα αεροσκάφη και ετοίμασαν πρόχειρα καταφύγια σε σχολεία, κολέγια και κοινοτικά κέντρα στην περιοχή.
Περίπου 7.000 άνθρωποι επρόκειτο να κατέβουν στην κοινότητά τους, διπλασιάζοντας σχεδόν τον πληθυσμό του Γκάντερ. Όταν επιτέλους επιτράπηκε στους εκτοπισμένους ταξιδιώτες να αποβιβαστούν ήταν 12 Σεπτεμβρίου. Ένα αεροσκάφος κάθε φορά, ενώ δεν επιτρέπονταν αποσκευές.
Όταν πέρασαν από την ασφάλεια, τους υποδέχτηκαν με χαμόγελα και σιγουριά. «Ήταν τόσο φιλικοί και ανοιχτοί», λέει η Νταϊάν για τους εθελοντές του Γκάντερ. «Απλώς μας καλωσόρισαν. Δεν τους ένοιαζε ποιος ήσουν, από πού προέρχεσαι, πόσα χρήματα υπήρχαν στο πορτοφόλι σου, τι δουλειά έκανες - χρειαζόμασταν απλώς βοήθεια και επρόκειτο να μας φροντίσουν».
Ο Νικ μεταφέρθηκε σε ένα μικρό καταφύγιο στο Γκάμπο, περίπου 30 μίλια έξω από το Γκάντερ. Η Εταιρεία Ενωμένων Ψαράδων ήταν η μεγαλύτερη δομή στην πόλη, συνήθως προοριζόταν για γάμους, μπίνγκο ή για meetings στην πόλη.
Αρκετές ώρες αργότερα - μετά από μια παράκαμψη σε ένα καταφύγιο του Γάντερ που ήταν γεμάτο - η Νταϊάν κατέληξε επίσης εκεί.
Ήταν εκεί, στα καταφύγια που οι «άνθρωποι του αεροπλάνου» - όπως τους αποκαλούσαν οι κάτοικοι του Νιουφάουντλαντερ - είδαν τελικά τα τρομακτικά τηλεοπτικά πλάνα που είχαν αντηχήσει σε όλο τον κόσμο και έμαθαν την πραγματική έκταση αυτού που συνέβη στις 11 Σεπτεμβρίου.
Οι εθελοντές είχαν βάλει τηλέφωνα και η Νταϊάν επικοινώνησε με την οικογένειά της για να τους ενημερώσει ότι ήταν ασφαλής και επίσης έμαθε ότι ήταν όλα καλά.
Οι «άνθρωποι του αεροπλάνου» παρατάχθηκαν για να λάβουν κουβέρτες και εφόδια. Καθώς δόθηκαν στην Νταϊάν τα δικά της, σχολίασε στον εαυτό της ότι μύριζαν ναφθαλίνη.
«Καμφορά», είπε μια φωνή από πίσω της. Ήταν ο Νικ. Οι δυο τους άρχισαν να κουβεντιάζουν, να κάνουν χιούμορ και στη συνέχεια να συνειδητοποιούν ότι βρίσκονταν στο ίδιο αεροπλάνο με προορισμό το Τέξας.
Σε αυτό το άγνωστο - αν και πολύ φιλικό - μέρος, αυτή η σύμπτωση φαινόταν σαν κάτι που πρέπει να κρατηθεί. «Ρώτησα τη Νταϊάν αν μπορούσα να πάρω το ράντζο δίπλα της. Και μου είπε, "Σίγουρα, γιατί όχι;"», θυμάται ο Νικ.
Το επόμενο πρωί, ο Νικ και η Νταϊάν βγήκαν για καθαρό αέρα. Χρειάζονταν ένα διάλειμμα από τη συνεχή παρακολούθηση των ειδήσεων. «Ήταν πάρα πολύ όλο αυτό, να κάθεσαι εκεί και να βλέπεις αυτές τις φρικτές σκηνές ξανά και ξανά», λέει η Νταϊάν.
Στην αρχή, προστέθηκε στην παρέα τους άλλο ένα ζευγάρι, το οποίο στη συνέχεια έμεινε πίσω. Σύντομα ήταν μόνο ο Νικ και η Νταϊάν. «Συνομιλούσαμε και προσπαθούσαμε να περάσουμε την ώρα, απολαμβάνοντας ο ένας την παρέα του άλλου», θυμάται ο Νικ.
Η Νταϊάν έβρισκε τον Νικ ενδιαφέροντα τύπο, και όπως θυμάται, έναν αληθινό τζέντλεμαν. Όσο για τον Νικ, πίστευε ότι η Νταϊάν ήταν όμορφη και απολάμβανε πραγματικά τη συνομιλία μαζί της. Είχαν πολλά να συζητήσουν - και οι δύο χωρισμένοι, με ενήλικα παιδιά και κοντά με τις οικογένειές τους. Υπήρχαν πολιτισμικές διαφορές, αλλά είχαν κοινές αξίες.
Η γνωριμία του ζευγαριού
Όταν επέστρεψαν στο καταφύγιο, διαπίστωσαν ότι τα κρεβάτια είχαν απομακρυνθεί προσωρινά και η βραδινή διασκέδαση ήταν σε εξέλιξη.
Οι εθελοντές του Νιούφαουντλαντ μύησαν τους «ανθρώπους του αεροπλάνου» σε μια τοπική παράδοση γνωστή ως Screech-In-ένας τρόπος να ορίσουν τους επισκέπτες τους, ως «επίτιμους κατοίκους».
Υπάρχουν πολλά βήματα για τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του να πιεις ένα σφηνάκι screech και να φιλήσεις έναν μπακαλιάρο. Το Screech, εξηγεί ο Νικ, έχει γεύση «κακού τζαμαϊκανικού ρουμιού».
Ο Νικ αγόρασε μια μπύρα στη Νταϊάν και πήραν μέρος στην τελετή - φίλησαν τον μπακαλιάρο και όλα. Όταν ήρθε η σειρά της Νταϊάν, ο τελετάρχης τη ρώτησε από πού ήταν. Εκείνη εξήγησε ότι ζούσε στο Τέξας. Στη συνέχεια, ο τελετάρχης πέρασε στον Νικ. «Από ποιο μέρος του Τέξας είσαι φίλε;» τον ρώτησε. «Ω, όχι, είμαι από την Αγγλία», εξήγησε ο Νικ. «Λοιπόν, πώς λειτουργεί;» τον ρώτησε τότε. Ο Νικ μπερδεύτηκε.
«Πώς λειτουργεί ο γάμος σας;» διευκρίνισε ο τελετάρχης, κάνοντας μια χειρονομία στη Νταϊάν. Ο Νικ και η Νταϊάν εξήγησαν ότι δεν ήταν παντρεμένοι και όπως αποδείχθηκε, όλοι οι άλλοι είχαν καταλάβει ότι ήταν. Τότε ο τελετάρχης, τους είπε ότι είναι ειρηνοδίκης και ρώτησε τον Νικ και την Νταϊάν, αν θέλουν να παντρευτούν.
Η Νταϊάν γέλασε. «Γιατί όχι;» είπε, τρελαμένη από το αλκοόλ. Αναλογιζόμενη αυτή τη στιγμή σήμερα, η Νταϊάν λέει ότι ένιωθε μια ελευθερία να βρίσκεται σε ένα μέρος όπου κανείς δεν τη γνώριζε.
«Δεν χρειαζόταν να παίξεις τον συνηθισμένο σου ρόλο», λέει. «Δεν ήμουν η μαμά του παιδιού μου ή η γιαγιά των εγγονιών μου. Δεν ήμουν η διπλανή κυρία. Κανείς εκεί δεν με ήξερε. Θα μπορούσα να είμαι ανόητη αν το ήθελα». Και για το υπόλοιπο βράδυ, η απάντηση της Νταϊάν συνεχίστηκε στο μυαλό του Νικ.
Την επόμενη μέρα, μερικοί από τους ντόπιους πήγαν τους επίτιμους πλέον κατοίκους σε ένα εντυπωσιακό τοπικό αξιοθέατο, στο Dover Fault.
«Είναι μια όμορφη θέα, περίπου 200 πόδια πάνω από το σημείο όπου ο ποταμός και ο ωκεανός ενώνονται», λέει η Νταϊάν. Ο χώρος σχηματίστηκε όταν δύο ηπείροι συγκρούστηκαν πριν από εκατομμύρια χρόνια και αργότερα χωρίστηκαν.
Ο Νικ είχε μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή μαζί του. Είχε ήδη τραβήξει μια φωτογραφία της στιγμής που είχαν αποβιβαστεί οι επιβάτες του Continental 5, καθώς και φωτογραφίες από το καταφύγιο με τα κρεβάτια του. Αλλά υπήρχε μόνο μία εικόνα που ήθελε πραγματικά: μια φωτογραφία της Νταϊάν.
«Χρειαζόμουν μια φωτογραφία για να μου θυμίσει ότι δεν τα είχα ονειρευτεί όλα αυτά, αυτές τις μαγικές μέρες, που πραγματικά συνέβησαν», λέει τώρα. Η κάμερά του δεν είχε λειτουργία ζουμ, οπότε έπρεπε να πλησιάσει αρκετά για να την τραβήξει.
«Προσφέρθηκα να κάνω στην άκρη, γιατί νόμιζα ότι ήθελε μια φωτογραφία από αυτό το όμορφο γραφικό σημείο», θυμάται η Νταϊάν.
«Δεν με ενδιέφερε η γραφική θέα», λέει ο Νικ. Της είπε να μην κουνηθεί και ότι η θέα που είχε ήταν τέλεια.
«Ήξερα τότε ότι ενδιαφερόταν για μένα και όχι για το τοπίο», λέει η Νταϊάν. «Αυτό λοιπόν άλλαξε λίγο τη δυναμική».
Καθώς στέκονταν θαυμάζοντας τη θέα, τόσο η Νταϊάν όσο και ο Νικ, συνειδητοποίησαν το απίθανο της συνάντησής τους.
«Είχα μια πολύ τακτοποιημένη ζωή», λέει η Νταϊάν. «Είχα ένα ωραίο μικρό διαμέρισμα. Είχα μια δουλειά που μου άρεσε και συνεργάτες και φίλους». «Κανείς από εμάς δεν μπήκε σε αυτό το αεροπλάνο αναζητώντας μια ρομαντική συνάντηση», λέει ο Νικ.
Λέγοντας αντίο
Πέντε ημέρες μετά την προσγείωση των αεροπλάνων στο Γκάντερ, ήρθε η κλήση ότι επιτρέπεται η αποχώρηση των αεροσκαφών.
Λεωφορεία συγκέντρωσαν τους επιβάτες που είχαν διασκορπιστεί στις τοπικές πόλεις. Ένα ένα τα αεροπλάνα αναχώρησαν.
«Μπήκαμε στο σχολικό λεωφορείο και έβρεχε», θυμάται η Νταϊάν. «Στενοχωρήθηκα γιατί αφήσαμε αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους - γνώρισα τους ίδιους και τα παιδιά τους, και ήταν τόσο καλοί μαζί μας - και ήξερα ότι δεν θα τους ξαναδώ. Και πιθανότατα ότι ούτε θα ξαναδώ τον Νικ. Ήμουν λοιπόν πολύ συγκινημένη».
Ο Νικ, που κάθισε δίπλα στην Νταϊάν, κατάλαβε ότι έκλαιγε. Έβαλε το χέρι του γύρω της και πήγε να τη φιλήσει στο μέτωπο ως παρηγορητική κίνηση. «Νόμιζα ότι αυτή ήταν η ευκαιρία μου», θυμάται η Νταϊάν. «Οπότε απλά τον άρπαξα και του έδωσα ένα ωραίο μεγάλο φιλί». Κατά την πτήση τους για το Τέξας, ο Νικ και η Νταϊάν κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο.
Ο Νικ έμεινε στο Χιούστον για λίγες μέρες. Τα βράδια, η Νταϊάν τον πήγαινε για φαγητό στα αγαπημένα της εστιατόρια και πριν φύγει ο Νικ αντάλλαξαν διευθύνσεις email και αριθμούς τηλεφώνου. Μετά έπρεπε να φύγει. «Ήταν πολύ δύσκολο να επιστρέψω μόνος μου στην Αγγλία», λέει ο Νικ.
Νέα αρχή
Επιστρέφοντας στις αντίστοιχες χώρες καταγωγής τους, ο Νικ και η Νταϊάν προσπάθησαν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι είχαν ερωτευτεί κάποιον στο πλαίσιο τέτοιων καταστροφικών γεγονότων.
Διατηρούσαν τακτική επαφή, έγραφαν μεγάλα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για το πώς ένιωθαν και για τη ζωή τους στις αντίθετες πλευρές του Ατλαντικού.
Τον Οκτώβριο του 2001, ο Νικ έπεισε το γραφείο του ότι έπρεπε να επιστρέψει στο Χιούστον για να ελέγξει ένα έργο εργασίας. «Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι η Νταϊάν ήταν πραγματικά το άτομο που θυμόμουν και δεν την είχα εξιδανικεύσει λίγο στο μυαλό μου», λέει.
Όπως διαπίσωστε ήταν - και η επίσκεψη ξεκαθάρισε και στου δύο τους ότι ήθελαν να είναι μαζί. Ένα μήνα αργότερα, στις αρχές Νοεμβρίου 2001, ο Νικ τηλεφώνησε στην Νταϊάν από το αυτοκίνητό του.
«Της είπα ότι γονατίζω», λέει. Της έκανε πρόταση γάμου. Πολύ χαρούμενη, η Νταϊάν είπε το «ναι». «Νιώσαμε ότι αυτό ήταν να γίνει», λέει σήμερα. «Ποιος θα μπορούσε να πάει κόντρα στη μοίρα;».
Οι δυο τους άρχισαν να σχεδιάζουν το μέλλον τους μαζί. Η Νταϊάν πούλησε το διαμέρισμα της και αγόρασε ένα μεγαλύτερο σπίτι και τον Δεκέμβριο, ο Νικ έπεισε την εταιρεία στην οποία εργαζόταν στην Αγγλία να τον μεταφέρει στο Χιούστον.
Τον Μάρτιο του 2002, η Νταϊάν παρουσίασε τον Νικ στην οικογένειά της για πρώτη φορά. Η Νταϊάν λέει ότι τους κέρδισε όλους γρήγορα. Όλοι οι αγαπημένοι τους έμειναν έκπληκτοι, αλλά τους υποστήριξαν.
Μετά από αρκετούς μήνες μπερδεμάτων στη γραφειοκρατία που αφορούσε τον γάμο με κάποιον από άλλη χώρα, τον Σεπτέμβριο του 2002 - σχεδόν έναν χρόνο μετά τη γνωριμία τους - ο Νικ και η Νταϊάν παντρεύτηκαν στο σπίτι τους στο Χιούστον. Εκείνη πήρε το όνομά του και έγιναν ο Νικ και η Νταϊάν Μάρσον.
Όταν ήρθε η στιγμή να προγραμματίσουν τον μήνα του μέλιτος, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία - οι Μάρσον θα επέστρεφαν στο Νιουφάουντλαντ.
Το ζευγάρι ήταν ενθουσιασμένο που είδε ξανά όμορφες τοποθεσίες όπως το Dover Fault, αλλά ο Νικ και η Νταϊάν ήθελαν επίσης να διοργανώσουν μια μικρή συνάντηση για να ευχαριστήσουν τους κατοίκους για τη φιλοξενία τους τον προηγούμενο χρόνο. Είχαν μείνει σε επαφή με πολλούς από τους ανθρώπους που είχαν γνωρίσει και ένιωθαν ότι τους χρωστούσαν τόσα πολλά.
«Θα μπορούσαν να μας αφήσουν στο αεροπλάνο. Θα μπορούσαν ακόμη και να μας αφήσουν στο υπόστεγο αεροσκαφών», λέει ο Νικ. «Μας πήγαν στην καρδιά και στα σπίτια τους», αναφέρει η Νταϊάν.
Αλλά το ζευγάρι υποτίμησαν την έκταση της φιλοξενίας των ντόπιων. «Εμφανιζόμαστε και υπάρχει μια πλήρης γαμήλια δεξίωση», θυμάται ο Νικ. «Ολοκληρώθηκε με γαμήλια τούρτα πολλαπλών στρωμάτων, δώρα, φως κεριών, σαμπάνια …» προσθέτει η Νταϊάν.
Ο Δήμαρχος του Γκάμπο τους είχε γράψει ακόμη και ένα τραγούδι, για το πώς ο Νικ και η Νταϊάν είχαν γνωριστεί στο Νιουφάουντλαντ, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν.
Πώς αποφάσισε το ζευγάρι να μοιραστεί την ιστορία του
Κατά το ταξίδι της επιστροφής τους στο Νιουφάουντλαντ το 2002, κυκλοφόρησε η είδηση ότι δύο από τους «ανθρώπους του αεροπλάνου» είχαν ερωτευτεί.
Μερικά μέσα ενημέρωσης προσέγγισαν τον Νικ και την Νταϊάν, αλλά το ζευγάρι δεν ήθελε να μοιραστεί την ιστορία του σε αυτό το στάδιο. «Υποφέραμε από αυτό που ονομάζεται ενοχή επιζώντος», λέει ο Νικ. «Δεν αισθανόμασταν άνετα με αυτό που βρήκαμε την αγάπη στον απόηχο τόσων καταστροφών». «Τρεις χιλιάδες οικογένειες είχαν χάσει κάποιον», λέει η Νταϊάν. «Και εδώ βρήκαμε την ευτυχία».
Μόλις το 2009 μοιράστηκαν την ιστορία τους, ως μέρος του ντοκιμαντέρ του Αμερικανού δημοσιογράφου, Τομ Μπροκόου, για την επιχείρηση Κίτρινη Κορδέλα.
Λίγα χρόνια αργότερα, στη 10η επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Νικ και η Νταϊάν επισκέφθηκαν το Γκάντερ και τους πλησίασαν οι Αϊρίν Σάνκοφ και ο Ντέιβιντ Χάιν, συνθέτες-στιχουργοί που εξήγησαν ότι είχαν λάβει επιχορήγηση από την καναδική κυβέρνηση για την παραγωγή μιας παράστασης, για το τι συνέβη στο Νιουφάουντλαντ μετά τις 11 Σεπτεμβρίου.
Έτσι η ιστορία του Νικ και της Νταϊάν έγινε ένα από τα πολλά παραμύθια που εντάχθηκαν στο βραβευμένο μιούζικαλ "Come From Away", στο οποίο ένα καστ 12 ηθοποιών έπαιξε αρκετούς ρόλους, από τους κατοίκους του Γάντερ μέχρι τους «ανθρώπους του αεροπλάνου».
Η πρώτη φορά που το ζευγάρι είδε την παράσταση στον Καναδά το 2013, ήταν μια συναισθηματική εμπειρία. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πόσο με ακρίβεια διηγήθηκε το μιούζικαλ την ιστορία τους και πόσο καλά δημιούργησε την ατμόσφαιρα στο Νιουφάουντλαντ εκείνη την εβδομάδα.
«Είναι απλώς μια μαρτυρία για τη γενναιοδωρία, τη φιλία και το άνοιγμα των ανθρώπων του», λέει η Νταϊάν. «Είναι μια ιστορία για τις 12/09. Είναι το επακόλουθο αυτού που συνέβη στις 11/09. Αλλά στις 12/09., η αγάπη βασίλευσε».
Από την πρεμιέρα του, το "Come From Away" έχει εξαγγελθεί σε όλο τον κόσμο και τώρα μια κινηματογραφική έκδοση τoυ βραβευμένου θεατρικού έργου έκανε πρεμιέρα διεθνώς στο Apple TV+ στις 10 Σεπτεμβρίου 2021.
«Έχουμε δει την παράσταση 118 φορές», λέει ο Νικ. «Η Νταϊάν λέει ότι είναι σαν να ανανεώνουμε τους όρκους μας κάθε φορά που το βλέπουμε».
«Αξιοποιήστε στο έπακρο κάθε ημέρα»
Για τον περισσότερο κόσμο, πέρασαν 20 χρόνια από την 11η Σεπτεμβρίου. Την ίδια μέρα όμως, σημειώνονται δύο δεκαετίες από την πρώτη γνωριμία του Νικ και της Νταϊάν και 19 χρόνια από την ημέρα του γάμου τους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες - ανάμεσα στο να βλέπουν την ιστορία της αγάπης τους να έχει απήχηση στους κινηματογράφους σε όλο τον κόσμο - το ζευγάρι αντιμετωπίζει με χιούμορ τι; καταστάσεις που μερικές φορές προκύπτουν από τις πολιτισμικές τους διαφορές και υποστηρίζει ο ένας τον άλλον στα εύκολα και τα δύσκολα της ζωής.
«Παρόλο που είχαμε διαφορετικές κουλτούρες και φίλους, και όλα τα άλλα, υπήρχε ένας πυρήνας αγάπης εκεί», λέει η Νταϊάν για τα μέχρι τώρα χρόνια τους. «Υπήρχε μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ μας».
Κατά τη διάρκεια των πέντε ημερών τους στο Νιούφαουντλαντ, ο Νικ και η Νταϊάν αναγκάστηκαν να αδράξουν την μέρα. Αυτή ήταν εξάλλου και η νοοτροπία που τους οδήγησε στο να είναι μαζί.
«Αξιοποιήστε στο έπακρο κάθε μέρα, αξιοποιήστε την στο έπακρο», λέει η Νταϊάν. «Γιατί ποιος ξέρει πόσες μέρες έχει κανείς».