Υπήρξε από τους πρώτους υπαρξιστές στην Ελλάδα. Τον «ερωτεύθηκε» η Γκρέτα Γκάρμπο. Τον ανέφερε ο Τζον Λένον στο περιοδικό Rolling Stone. Κοιμόταν με κόρες πλουσίων για εκδίκηση (και χρήματα). Αρπαξε ένα γλυπτό του από έκθεση στο ΜΟMA. Πίστευε ότι οι μαγνήτες είναι θεραπευτικοί. Εικόνες, ατάκες και στιγμές από το συγκλονιστικό σύμπαν του Τakis που έφυγε σήμερα.
«Τώρα, είναι αργά. Πολύ αργά». Είναι περίπου δύο μήνες πριν. Στο κρεβάτι του, καπνίζοντας ακόμα, λυγισμένος από την περιπέτεια της υγείας του, ο διεθνής Ελληνας, ο γλύπτης Takis, κόβει τον αέρα στον δημοσιογράφο των Financial Times που τον ρωτά πώς νιώθει που η Τate τον τιμά με μια μεγάλη αναδρομική έκθεση με 70 και πλέον έργα. Ο Παναγιώτης Βασιλάκης γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα και έβαλε το σπέρμα της κινητικής γλυπτικής στην παγκόσμια τέχνη. Καθιέρωσε ως εκφραστικά μέσα τη χρησιμοποίηση της ενέργειας, του φωτός, της βαρύτητας και του μαγνητισμού (ο σούπερ σταρ της σύγχρονης τέχνης Olafur Eliasson ίσως δεν θα είχε δημιουργήσει ποτέ το έργο του με τον τρόπο που γνωρίζουμε, αν δεν είχε προϋπάρξει ο Takis). Και δεν έπαψε στιγμή να μιλά ακριβώς όπως ήθελε, να τσακίζει κόκαλα, να τραβά όρια μεταξύ φτωχών και πλουσίων, να γοητεύεται από τον κομμουνισμό, τον υπαρξισμό, τον διεθνισμό, τις γυναίκες, τη δημιουργία. Και όμως: στα πόδια του κρεβατιού του ήταν γραμμένη η φράση «Σκέψου πριν μιλήσεις»...
Ο Τakis, η μπουρζουαζία και οι κόρες των πλουσίων
Ονόμασε την πρώτη του αυτοβιογραφία «Εstafilades». Λέξη λατινική. Σημαίνει ξυραφιές. Πληγές από ξυράφι. Οπως ήταν ο λόγος του, οι πράξεις του, τα έργα του. Μεγαλειώδη, ναι. Πρωτοποριακά, ναι. Τολμηρά, οπωσδήποτε. Τίποτα όμως δεν ήταν ανώδυνο. Ηταν όλα γεμάτα ενέργεια και αίμα. Ο πόνος δεν έλειπε από το δημιουργικό του σύμπαν. Για τη ζωή, το έργο τη βιογραφία του διαβάζουμε πολλά, όχι μόνο εξαιτίας του θανάτου του το πρωί της 9ης Αυγούστου, αλλά ήδη από τον Ιούλιο όταν άρχισε η μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Tate στο Λονδίνο, που τον Μάιο θα έρθει στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το οποίο είναι συνδιοργανωτής αυτού του επικού αφιερώματος. Το σημαντικό μουσείο αρχαιοτήτων που επενδύει στην σύγχρονη τέχνη και που βρέθηκε σε αυτή την ιστορική στιγμή να τιμά τον καλλιτέχνη, να δίνει παλμό στο έργο του την στιγμή που αυτός αποχωρεί. Κάρμα.
H ζωή αρχίζει ξανά για αυτόν με το τέλος του Εμφυλίου. Κάνει παρέα με τον Μίνω Αργυράκη που δεν τον αγαπά απλά αλλά τον έχει ως πρότυπο, τον επηρεάζει βαθιά. Στην ίδια παρέα που σχηματίστηκε το 1946 ήταν και ο Πάνος Ραϋμόνδος, η Λίλη και ο Βλαδίμηρος Μακ, η Μαίρη Λάππα... Υπαρξιστές, μισούν και αποδομούν την μπουρζουαζία, δηλώνουν Υπαρξιστές, συχνάζουν στο ιστορικό καφενείο του Λουμίδη, γιατί είναι μια γοητευτική ομάδα νέων ανθρώπων που πάντα κάποιος υπάρχει για να τους κεράσει προκειμένου να λουστεί για λίγο με το αιρετικό τους πνεύμα. Με τους φίλους του φτιάχνει ένα μικρό αυθαίρετο σε ένα κτήμα έξω από τους Αγίους Αναργύρους και γίνεται το πρώτο του ατελιέ. Οι γυναίκες της εποχής τον λατρεύουν και τον διεκδικούν, κυρίως οι κόρες αστικών οικογενειών με καλλιτεχνικές βλέψεις. «Με είχαν ερωτευτεί πολλές αν θες να ξέρεις γαμούσα ευτυχώς τις κόρες των πλουσίων. Έτσι επιβίωσα. Και επιβίωσαν κι οι φίλοι μου γύρω μου» έχει δηλώσει.
Στο Παρίσι με καράβι και η Ελλάδα που πληγώνει τον Τakis
Οταν τον ρωτούσαν όμως τι έχει αγαπήσει περισσότερο από όλα στη ζωή του απαντούσε πάντα οι γυναίκες. Μέχρι και τα 94 του χρόνια, όπου έλεγε ότι αρέσκεται πλέον στο μπανιστίρι και κυρίως στην ηδονή που του προσφέρει το γυναικείο στήθος. Αφοπλιστικά ειλικρινής και σκληρός. Εβρισκε την Ελλάδα την εποχή του Παπάγου, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι, Καφκική και ο ίδιος αγαπούσε τον Κάφκα τον είχε μελετήσει βαθιά. Οι μπουρζούα αστοί ήταν τα θηράματα, αυτοί που βαθιά περιφρονούσε.
Ελεγε στον δημοσιογράφο Μανώλη Νταλούκα: «Κονομούσαμε, τους τρώγαμε κανένα σάντουιτς, ήτανε για εμάς θύματα, να τους τα φάμε, να τους πάρουμε κάτι. Εκείνη την εποχή δεν είχες να φας ένα κομμάτι ψωμί. Μας καλούσανε κάπου, στο σπίτι τους, τρώγαμε, πίναμε, φεύγαμε. Αυτός ο κύκλος, ήταν μπουρζουάδες, εμείς δεν είχαμε να κάνουμε με τους μπουρζουάδες, τίποτα παρά να τους χρησιμοποιούμε για να φάμε κανένα σάντουιτς. Παιδιά πλουσίων όλοι αυτοί. Μετά αρχίσανε το 1965 το 1966, παίρνανε και λίγο χασίσι και γινήκανε μάγκες, δηλαδή ήταν ψευτόμαγκες. Ούτε καν τους εκτιμώ ακόμα, δεν έχω εκτίμηση. Παιδιά πλουσίων που πάνε να γίνουν καλλιτέχνες, δεν ήταν σαν κι εμάς, εμείς ήμασταν μες στη ζωή».
Το 1953 αποφασίζει για πρώτη φορά να φύγει για το Παρίσι γιατί «η Ελλάδα είναι φυλακή». Ταξιδεύει με καράβι. Ούτε εκεί όμως μπορεί να βρει αυτό που θέλει. Η Αθήνα του λείπει. Αποφασίζει να ζήσει μεταξύ των δυο χωρών και αρχίζει να μαθητεύει στην χρήση του σίδηρου σε σιδεράδικα στη Νέα Φιλαδέλφεια. Φτιάχνει τον «Οιδίποδα» την «Αντιγόνη» τη «Σφίγγα» μεταφέροντας πάνω στο σφυρηλατημένο σίδηρο το δέος του για τα αρχαϊκά γλυπτά και για τα έργα του Giacometti. Ταυτόχρονα γράφει ακατάπαυστα. Μικρά σημειώματα σκόρπια παντού. Σκέψεις, περιστατικά, ιστορίες. Ο Μίνως Αργυράκης τα διαβάζει, συναρπάζεται και αποφασίζει να τα καθαρογράψει και να τα οργανώσει. Ετσι προέκυψε αργότερα η πρώτη του αυτοβιογραφία, το «Estafilades».
H γυναίκα μαγνήτης Γκάρμπο μαγνητίζεται από τον Takis
Hταν το 1961 όταν ο γαλλικός εκδοτικός οίκος Julliard εξέδωσε την αυτοβιογραφία του μόλις 39 ετών τότε Ελληνα δημιουργού. Εκθέτει πλέον σε ολόκληρο τον κόσμο. Μάλιστα σε μια έκθεση συναντά την Γκρέτα Γκάρμπο που τον ερωτεύεται, ερωτεύεται τον δημιουργό την σύνδεση με τον μαγνητισμό που ο Τakis θεωρούσε θεραπευτικό. Ελεγε στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη «η γυναίκα μαγνήτης μαγνητίστηκε από τους μαγνήτες μου. Είχε προτείνει στον Ιόλα να ανοίξουν ένα κέντρο μαγνητικό του Τakis».
Φυσικά δεν είναι η μόνη διάσημη που μαγνητίστηκε από τον δημιουργό. Ο Τζον Λένον και η Γιόκο Ονο έχουν αναφερθεί σε αυτόν στην συνέντευξη ποταμό που έδωσαν στο περιοδικό Rolling Stone. «Υπήρχε μια αντεργκράουντ κλίκα στο Λονδίνο. Ο Tζον Ντάνμπαρ, σύζυγος της Μαριάν Φέιθφουλ είχε την γκαλερί Indica. Πήγα να δω την έκθεση του Τakis που κάνει ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά και σε διάφορες άλλες αίθουσες υπήρχαν εκθέσεις νέων ανερχόμενων καλλιτεχνών. Εκεί άκουσα για την Γιόκο και πήγα να δω την έκθεσή της»
Τον Ιανουάριο του 1969 εισέβαλλε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MOMA) και άρπαξε ένα από τα τηλεγλυπτά του με τίτλο «Η μηχανή» που παρουσιαζόταν στο πλαίσιο έκθεσης του μουσείου χωρίς την προηγούμενη άδειά του, αν και ανήκει στη συλλογή του μουσείου. Αφαίρεσε μέρος του έργου και βγήκε στον κήπο όπου το τοποθέτησε κάτω και κάθισε γύρω του μαζί με φίλους του απαιτώντας να δει τον διευθυντή του μουσείου. Είπε στους New York Times ότι ήταν μια συμβολική κίνηση σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ καλλιτεχνών, διευθυντών μουσείων και κοινού. Ενα χρόνο μετά, μαζί με καλλιτέχνες και τεχνοκριτικούς δημιούργησε το κίνημα Art Workers Coalition (Συνασπισμός των Καλλιτεχνών) για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών. Το σύνθημα ήταν «Αrt workers won’t kiss ass».
O αιώνιος Τakis, o τελευταίος Ελληνας αοιδός
Στη Γαλλία τον αγάπησαν βαθιά και τον τίμησαν περισσότερο απ’ότι στην Ελλάδα (αν και το 1995 έγινε Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας). Αντιπαθούσε τους πολιτικούς, λοιδορούσε τους υπουργούς Πολιτισμού μας, αν και λάτρευε βαθιά την Μελίνα, την έλεγε «θεά μου». Ομως ακόμα και όταν αυτή του ζήτησε να πάει να τον βοηθήσει της αρνήθηκε: δεν πατάω εγώ σε γραφείο υπουργού, της είπε. Εχει εκφραστεί θετικά επίσης για τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως υπουργό Πολιτισμού, αναφέροντας πως επί υπουργίας του έργο του αγοράστηκε από την Εθνική Πινακοθήκη. Πάντως η Γαλλική Δημοκρατία είχε αφιερώσει ένα γραμματόσημό της στον Τakis το 1993 κοσμώντας το με την κόκκινη σπείρα του.
Εγραψε για αυτόν ο διεθνούς φήμης κριτικός τέχνης και φιλόσοφος Pierre Restani. «Η μυθολογία είναι ζωντανή, εφόσον εγώ ζω μέσα σ’ αυτήν: είναι η φύση μου, η κουλτούρα μου, η ατμόσφαιρά και το ατελιέ μου… Μόνο έτσι θα μπορούσε να εκφραστεί ο Τάκις, ο τελευταίος από τους μεγάλους Έλληνες αοιδούς. Βιώνει την τέχνη του όπως ένας μυθικός χαρακτήρας βιώνει τη μοίρα του. Είναι ταυτόχρονα ο Δαίδαλος και ο Ορφέας, αρχιτέκτονας-μηχανικός και μουσικός-ποιητής…Το σύνολο του έργου του Τάκη επικεντρώνεται στη φαντασιακή εικόνα του διαστήματος, της μουσικής του και της απεραντότητάς του. Ο άνθρωπος υπερνικά τη βαρύτητα μέσω της παντοδύναμης τέχνης, η οποία είναι συνάμα αγάπη και επιστήμη…Ιδού ο αιώνιος Τάκης, η απεριόριστη ιδιοφυΐα».
Ως το τέλος της ζωής του έμεινε πάντα αιρετικός, ιδιοφυής, δύσπιστος για την αγορά τέχνης και τους συλλέκτες, οραματιστής, λάτρης των γυναικών, αρειμάνιος καπνιστής (ο καπνός γίνεται πιο κρύος. Δεν μένει μέσα στο σώμα. Είναι σαν τον ψυγείο...), και διεθνής πολίτης.