Σχεδόν 33 χρόνια έζησε ως ερημίτης σε ένα όμορφο νησί της Μεσογείου, όπου ήταν ο μόνος κάτοικος.
Ο Μάουρο Μοράντι, γνωστός ως Ιταλός Ροβινσώνας Κρούσος, ήταν ο φύλακας του νησιού Μπουντέλι της Σαρδηνίας, αγκαλιάζοντας τη σιωπή, τη μοναξιά και τη γαλήνη της φύσης, ενώ ζούσε σε μια παλιά πέτρινη καλύβα στην παραλία.
Δεν υπήρχε κοινωνικός θόρυβος, ούτε φανταχτερό φαγητό, ούτε φίλοι. Οι μόνοι σύντροφοί του ήταν τα πουλιά και οι γάτες. Κοιμόταν σε ένα ράντζο και είχε λίγα ρούχα. Εγκαταλείποντας όλες τις ανέσεις, κήρυττε μια μοναστική ύπαρξη αυτοστοχασμού και διαλογισμού στη ροζ παραλία του Μπουντέλι, διάσπαρτη από σκόνη κοραλλιών. Και τότε, ο ευτυχισμένος κόσμος που είχε δημιουργήσει στο νησί, έφτασε στο τέλος του.
Επειτα από χρόνια αντιπαράθεσης με τις Αρχές του θαλάσσιου πάρκου, που ήθελαν να τον εκδιώξουν για να μετατρέψουν το νησί σε περιβαλλοντικό παρατηρητήριο, τον Μάιο ο Μοράντι αποδέχθηκε τη μοίρα του. Αφού δημοσίευσε ένα γεμάτο νόημα μήνυμα παραίτησης, έφυγε από το νησί.
Η μετακόμιση σε ένα νέο σπίτι και η έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή μπορεί να είναι δύσκολα για τον καθένα. Ακόμα περισσότερο για έναν 82χρονο, που έχει περάσει τρεις δεκαετίες ζώντας μοναχικά σε ένα παραδεισένιο νησί. Είναι δυνατόν να προχωρήσει μπροστά και να προσαρμοστεί ξανά σε ένα νέο τρόπο ζωής;
Ο Μοράντι απαντά με ένα εμφατικό «ναι!». «Ποτέ δεν τελειώνει η ζωή πραγματικά», δήλωσε ο Μοράντι στο CNN. «Είμαι η ζωντανή απόδειξη ότι μια δεύτερη, νέα ζωή είναι δυνατή. Μπορείτε πάντα να ξεκινήσετε από την αρχή, ακόμη και αν είστε άνω των 80 ετών, επειδή υπάρχουν άλλα πράγματα που μπορείτε να ζήσετε, ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος».
Αποδεικνύοντας τα όσα διατείνεται, ο Μοράντι προφανώς είναι μια χαρά, περνά όμορφα και έχει αποκτήσει νέα ενδιαφέροντα, από τότε που επέστρεψε στον πολιτισμό, στο κατοικημένο νησί Λα Μανταλένα, όχι πολύ μακριά από το Μπουντέλι.
«Είμαι χαρούμενος και ανακάλυψα ξανά την ευχαρίστηση να ζω την καλή ζωή και να απολαμβάνω τις καθημερινές ανέσεις», λέει.
Καινούριο σπίτι
Χρησιμοποιώντας τη σύνταξή του από την προηγούμενη ζωή του ως δάσκαλος, αγόρασε ένα διαμέρισμα με όλες τις πολυτέλειες που του έλειπαν πριν.
Ο Μοράντι εξασκεί ξανά τις ικανότητές του στην επικοινωνία. Υστερα από χρόνια μοναξιάς, είναι τώρα πρόθυμος να μιλήσει με ανθρώπους, να ανταλλάξει απόψεις και να δημοσιεύσει φωτογραφίες και σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα για να αλληλεπιδράσει με τον κόσμο. Έγραψε επίσης τα απομνημονεύματά του.
«Για πολύ καιρό έχω ζήσει μόνος μου, και για πάρα πολλά χρόνια μετά την άφιξή μου στο Μπουντέλι δεν είχα όρεξη να μιλήσω σε κανέναν», λέει. «Αλήθεια, δεν μπορώ να απολαύσω τη μοναξιά του νησιού πια, αλλά η ζωή μου τώρα έχει πάρει μια νέα τροπή, επικεντρωμένη στην επικοινωνία με τους άλλους και στο να βρίσκομαι κοντά σε άλλους ανθρώπους».
Ο Μοράντι, με καταγωγή από τη Μόντενα της βόρειας Ιταλίας, έφτασε στο πρώην σπίτι του στο Μπουντέλι το 1989 τυχαία, ενώ προσπαθούσε να αποπλεύσει από την Ιταλία στην Πολυνησία. Ερωτεύτηκε τα κρυστάλλινα νερά της ατόλης, τους κοραλλιογενείς υφάλους και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα -και έγινε ο επιστάτης της.
Ενώ συναντούσε τους περιστασιακούς επισκέπτες του νησιού, έχει ζήσει κυρίως μόνος του. Τα τελευταία χρόνια η διαδικτυακή του παρουσία, δημοσιεύοντας εικόνες από το Μπουντέλι, τον έκανε να συνδεθεί με μια εικονική, διαδικτυακή κοινότητα.
Το μικροσκοπικό ασβεστωμένο νέο του σπίτι, με πανοραμική βεράντα με θέα στη θάλασσα, βρίσκεται στην πολυσύχναστη τουριστική πόλη της Λα Μανταλένα, αν και κρυμμένο σε μια πιο ήσυχη τοποθεσία, που εξασφαλίζει την ιδιωτικότητά του.
Λέει ότι του λείπει η σιωπή του Μπουντέλι. Δεν έχει συνηθίσει τον θόρυβο των αυτοκινήτων, των φορτηγών και των μηχανών, αλλά συνολικά του αρέσει το νέο του περιβάλλον, το οποίο βρίσκει αρκετά χαλαρωτικό.
Ένα ειδύλλιο που αναζωπυρώθηκε
Τα προνόμια της επιστροφής στον πολιτισμό περιλαμβάνουν μια ολοκαίνουργια, πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, ένα υπνοδωμάτιο με κρεβάτι king size και -και τη μεγαλύτερη πολυτέλεια όλων- ντους. Έχει επίσης βιβλία στοιβαγμένα σε ράφια.
Ένα άλλο μπόνους με την επιστροφή στον πολιτισμό είναι η αναζωπύρωση μιας παλιάς... ερωτικής φλόγας. Ο Μοράντι μοιράζεται τώρα τη νέα του κατοικία με μια πρώην αγαπημένη του από τα νιάτα του.
Και μετά έρχεται το φαγητό. Απολαμβάνοντας ξανά νόστιμα πιάτα που δεν είχε φάει εδώ και δεκαετίες, του θύμισε τη «γεύση της ζωής» και όλα όσα είχε εγκαταλείψει. Φυσικά, απολαμβάνει ακόμη καλά κρασιά και λικέρ με φίλους μετά το δείπνο, άλλη μια απόλαυση που είχε πεθυμήσει.
Πάντως, δεν έχει πέσει με τα μούτρα στο παγωτό, την πίτσα ή το ζαμπόν. Έχει μια μεγάλη λαχτάρα για κάτι που ήταν άφθονο στο Μπουντέλι, αλλά αδύνατο να φάει: ψάρι.
«Εξακολουθώ να κάνω μια απλή ζωή. Το πρωί κατεβαίνω στην Cala Gavetta για να αγοράσω φρέσκο ψάρι. Μετά από τόσα χρόνια αποχής, μπορώ να απολαύσω ξανά τα ψάρια. Αυτό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, αλλά δεν μου φτάνουν αρκετά πιάτα με φρέσκα και τραγανά τηγανητά ψάρια».
«Στο νησί δεν είχα βάρκα, οπότε δεν μπορούσα να ψαρέψω, και το φαγητό ήταν λιγοστό και περιορισμένο. Πάντα έπρεπε να περιμένω να μου φέρουν οι άνθρωποι τρόφιμα από την ηπειρωτική χώρα και όταν δεν μπορούσαν να έρθουν, έπρεπε να φτιάξω φαγητό με ό,τι είχα. Εδώ, αν χρειαστεί να αγοράσω κάτι, περπατάω στην πόλη».
Βουνά και γεύματα
Ο ηλικιωμένος άνδρας παραδέχεται ότι η ζωή στο Μπουντέλι είχε γίνει σκληρή, ιδιαίτερα τον περασμένο χειμώνα, που σημειώθηκαν χαμηλότερες από τις συνηθισμένες θερμοκρασίες και δύσκολες συνθήκες, που σήμαιναν ότι το ψυγείο με ηλιακή ενέργεια δεν κατάφερνε να διατηρεί τα τρόφιμα φρέσκα, αναγκάζοντάς τον να βασίζεται σε κονσερβοποιημένα τρόφιμα για μήνες.
Θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που έφαγε ξανά φρέσκο ψάρι όταν, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μετά το Μπουντέλι στις Ιταλικές Άλπεις, έμενε με έναν φίλο του, ο οποίος έχει εστιατόριο, όπου απολάμβανε τόσο το ορεινό τοπίο όσο και την γκουρμέ κουζίνα.
«Ήταν υπέροχα, ανακάλυψα ότι υπήρχε ομορφιά ακόμα και εκεί: το τοπίο, τα βουνά, το φαγητό. Είχα το καλύτερο linguine allo scoglio (μακαρόνια με θαλασσινά) και ήταν πολύ φθηνότερο από ό,τι στη Λα Μανταλένα. Εξάλλου, τα πιο φρέσκα ψάρια στην Ιταλία δεν βρίσκονται στη Σαρδηνία αλλά αποστέλλονται σε βόρειες αγορές, όπως το Μιλάνο».
Ο Μοράντι απαθανάτισε το ταξίδι του στον πολιτισμό, δημοσιεύοντας φωτογραφίες του στο διαδίκτυο που έτρωγε ψητές γλώσσες (ψάρια) με πατάτες και ντομάτες, εξερευνώντας το Mont Blanc και επισκεπτόμενος γραφικά ορεινά χωριά. Σχεδιάζει να επιστρέψει στις Άλπεις τα Χριστούγεννα.
Είναι μια αλλαγή οπτικής από πέρυσι, όταν, ο Μοράντι, μιλώντας στο CNN, είπε ότι ήταν έτοιμος να κάνει ό,τι μπορούσε για να παραμείνει στο Μπουντέλι.
«Δεν ήξερα πού αλλού να πάω να ζήσω, σίγουρα όχι πίσω στο σπίτι στα βόρεια, ούτε τι να κάνω, αυτή είναι η ζωή μου», έλεγε τότε.
Τώρα απολαμβάνει την καθημερινή του ρουτίνα στο Λα Μανταλένα.
«Το πρωί τρώω πρωινό έξω στη βεράντα μου, με καφέ από κριθάρι», λέει. «Στη συνέχεια, μόλις απολαύσω το πούρο μου, πηγαίνω μια βόλτα στο λιμάνι, κατά μήκος ενός μικροσκοπικού μονοπατιού που συνδέει το σπίτι μου, ή στο χωριό όπου συναντώ ανθρώπους και αγοράζω είδη παντοπωλείου. Περπατάω πολύ... Ο γιατρός λέει ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να θεραπεύσω τον πόνο μου, αλλά συχνά οι συγχωριανοί μου με φέρνουν πίσω στο σπίτι, ώστε να μη χρειάζεται να κουβαλάω βαριές τσάντες».
Ένας πολυάσχολος άνθρωπος
Τώρα, πλήρως εμβολιασμένος για τον Covid-19 και χαρούμενος που φορά μάσκα δημόσια, απολαμβάνει να συναναστρέφεται με τους ντόπιους.
«Έμεινα έκπληκτος με το πόσοι είναι φιλικοί και συνήθως με καλούν για καφέ, μεσημεριανό ή δείπνο», λέει. «Ανησυχούσα ότι οι ντόπιοι δεν θα με υποδεχτούν θερμά. Είμαι χαρούμενος που δεν με μισούν όλοι, μόνον εκείνοι που ζήλευαν τη ζωή που έκανα στο Μπουντέλι. Πολλοί με αγαπούν. Έρχονται και με συγχαίρουν για τη μάχη μου, θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου».
Πολλοί άνθρωποι, ειδικά στο εξωτερικό, τον θεωρούν ήρωα επειδή αφιέρωσε τη ζωή του στη διαφύλαξη του νησιού, ενώ άλλοι ισχυρίστηκαν ότι χρησιμοποιούσε έναν ρομαντικό μύθο -«ένας ευγενής άγριος»- για να κρύψει το γεγονός ότι ήταν παράνομος κάτοικος.
Η ιδιοκτησία του νησιού Μπουντέλι άλλαξε αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Από το 2015 ανήκει στο Εθνικό Πάρκο Λα Μανταλένα, καθιστώντας παρωχημένο τον ρόλο του Μοράντι ως επιστάτη.
Οι Αρχές δήλωσαν στο CNN ότι απλώς τηρούν τον νόμο «αποκαθιστώντας την παράνομη δομή» στην οποία ζούσε ο Μοράντι – σε έναν πρώην ραδιοφωνικό σταθμό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Είπαν ότι «δεν είχε τίτλο» για να μείνει στο νησί δεδομένου ότι δεν ήταν πλέον ιδιωτικό.
Η μάχη του Μοράντι για να παραμείνει, έγινε παγκόσμια πρωτοσέλιδο και ακόμη και τώρα που έφυγε, εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο. Έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή του στο νησί, έχει σχεδιάσει ένα δεύτερο και λέει ότι η ιστορία του σύντομα θα γίνει το θέμα μιας ταινίας.
Πώς βλέπει λοιπόν τον εαυτό του σε λίγα χρόνια, ποιο θα είναι το μέλλον του; Ο Μοράντι λέει ότι εγκαθίσταται για τα καλά στη Λα Μανταλένα: «Θα είμαι εδώ. Η πιο παρθένα θάλασσα και παραλία, η Punta Tegge, είναι κοντά και μπορώ να κυκλοφορώ με λεωφορεία αν χρειαστεί».
Χαμένη σιωπή
Θα επέστρεφε αν οι αρχές του πάρκου άλλαζαν γνώμη; «Δεν το λαχταρώ», λέει, «Ωστόσο, μπορεί να είμαι πρόθυμος να επιστρέψω ως επιστάτης μόνο αν αυτή τη φορά πληρώνομαι για να κάνω τη δουλειά μου. Δεν θα δουλέψω ξανά δωρεάν».
Το Μπουντέλι δεν έχει μείνει εντελώς πίσω, μόνο στις σκέψεις του. Ο Μοράντι κατά καιρούς επιστρέφει σε ημερήσιες εκδρομές για να συλλέξει μερικά προσωπικά αντικείμενα που άφησε πίσω του.
Ανησυχεί ακόμα για το μέλλον του νησιού. Ως επιστάτης έδιωχνε τακτικά τους τουρίστες που εισέβαλαν στη ροζ παραλία εκτός ορίων, καθάριζε τα σκουπίδια από την άμμο και σταματούσε τους εισβολείς να προσγειωθούν τη νύχτα.
Προς το παρόν, η Λα Μανταλένα είναι ο νέος του κόσμος, αυτός που σκοπεύει να ανακαλύψει.
«Ήμουν τόσο καιρό σε αυτό το νησί και αυτό το μέρος ήταν τόσο κοντά όλη την ώρα, συνειδητοποιώ ότι τώρα δεν το γνωρίζω».
Έτσι, κάθε μέρα, όταν κάνει βόλτες στην πόλη, φωτογραφίζει ήσυχα, ξεχασμένα σημεία, κυνηγώντας ίσως, ακόμα, τη χαμένη σιωπή.