Η ζωή ενός Αμερικανογερμανού αριστοκράτη που από τα σαλόνια της Νέας Υόρκης βρέθηκε στο στόμα του ναζιστικού θηρίου, έγινε ο έμπιστος παρατρεχάμενος του Χίτλερ και ο προσωπικός του πιανίστας, μέχρι να πέσει σε δυσμένεια και τελικά να συμμαχήσει με τους δυτικούς, αποκαλύπτοντας στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ όσα ο ναζί δικτάτορας προσπαθούσε να μείνουν για πάντα κρυφά.
Πώς ήταν το ναζιστικό καθεστώς εκ των έσω; Ποιος άνθρωπος κινούσε τα νήματα στο σκοτεινό θέατρο σκιών των ναζί, οδηγώντας σε ευμένεια ή ρίχνοντας σε δυσμένεια τους ανθρώπους γύρω από τον Χίτλερ; Ποια ήταν η πραγματική σεξουαλική ροπή του παρανοϊκού δικτάτορα που έκρυβε πίσω από μια εξουσία τρόμου τις πραγματικές του ανεπάρκειες; Ήταν πράγματι ανίκανος; Ποια διάσημη νεαρή αγγλίδα αριστοκράτισσα ήταν ερωτευμένη παθολογικά μαζί του; Γιατί οι δυτικοί σώπαιναν για χρόνια μπροστά στους εκτοπισμούς των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέχρι να αποκαλυφθεί το μέγεθος της θηριωδίας; Ποια ήταν η σχέση της οικογένειας του Βάγκνερ με τον ναζισμό; Ποια γυναίκα ήταν το απωθημένο του Φύρερ; Ποια ήταν η πραγματική σχέση του με την Εύα Μπράουν; Πώς ήταν στην καθημερινότητά του ο στυγνός ναζιστής; Τι αποκάλυψε στον Ρούζβελτ ο πιανίστας του Χίτλερ και υπεύθυνος ξένου Τύπου της ναζιστικής κυβέρνησης, όταν έπεσε σε δυσμένεια και άλλαξε στρατόπεδο, εκτελώντας χρέη μυστικού πράκτορα για λογαριασμό των ΗΠΑ;
Σε αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα απαντά το βιβλίο «Πούτζι» του Γάλλου ιστορικού και δημοσιογράφου Τομάς Σνεγκαρόφ, που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Κατερίνας Γούλα. Ο γεννημένος το 1974 συγγραφέας και ερευνητής, μετά από μια μεγάλη έρευνα σε ξεχασμένα αρχεία, κιτρινισμένα ημερολόγια, εφημερίδες της εποχής, ιστορικά ντοκουμέντα και κλειδωμένα μυστικά, έγραψε ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα που ανασυνθέτει με συναρπαστικό τρόπο μια πολύ άγρια εποχή, εισάγοντας τον αναγνώστη στα άδυτα του ναζιστικού καθεστώτος. Ο Σνεγκαρόφ, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της μυθοπλασίας, στο υβριδικό βιβλίο του, ένα συναρπαστικό αφήγημα που έχει στοιχεία μυθιστορήματος, ντοκιμαντέρ, ιστορικού χρονικού και βιογραφίας, καταγράφει την πορεία ενός υπαρκτού, πραγματικού προσώπου, του Ερνστ Χανφστένγκλ: Ενός ατσούμπαλου δίμετρου κοσμικού που θα γινόταν ο παλιάτσος του ναζιστικού καθεστώτος. Έμπιστος φίλος και παρατρεχάμενος του Χίτλερ, ο προσωπικός του πιανίστας και τελικά ένας τρομοκρατημένος γίγαντας που έφυγε νύχτα από τη ναζιστική Γερμανία γιατί φοβόταν ότι ο Φύρερ θα τον εξοντώσει, όπως άλλωστε έκανε με τόσους και τόσους «αυλικούς» του που τον βοήθησαν να ανέλθει στην εξουσία, όταν εδραίωσε τη θέση του.
Ποιος ήταν ο Πούτζι, ο πιανίστας του Χίτλερ;
Πρόκειται για τον πλούσιο γόνο μιας αριστοκρατικής οικογένειας του Μονάχου, ο οποίος εξαιτίας της αμερικανικής καταγωγής της μητέρας του, σπούδασε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Χάρβαρντ. Μετά την αποφοίτησή του το 1909 ο Χανφστένγκλ παρέμεινε στην Αμερική και ασχολήθηκε με το εμπόριο τέχνης, κρατώντας το υποκατάστημα της οικογενειακής γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Κοσμικός, μποέμ, λάτρης των τεχνών, ταλαντούχος στο πιάνο και τη σύνθεση της μουσικής, ο νεαρός Ερνστ Χανφστένγκλ, γνωστός ακόμα και στην ενήλικη ζωή του με το παιδικό ψευδώνυμο Πούτζι (σημαίνει ανθρωπάκος), έζησε προστατευμένος στη Νέα Υόρκη τα ταραγμένα χρόνια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, διχασμένος μεταξύ Αμερικής-Γερμανίας, κρατώντας ωστόσο μια απαραίτητη συναισθηματική απόσταση από τα πράγματα ώστε να μην χάνει τη βολή του. Ερωτευμένος με τη διάσημη συγγραφέα Τζούνα Μπαρνς, η οποία διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με τα δυο φύλα, ο Ερνστ Χανφστένγκλ έζησε κοντά της μια μποέμ περιπέτεια, ενώ η ηττημένη πατρίδα του βυθιζόταν στην απαξίωση μετά την Συνθήκη των Βερσαλιών που οι Γερμανοί θεωρούσαν βαθιά ατιμωτική. Το κοσμοπολίτικο κλίμα μέσα στο οποίο ζούσε άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται και το μένος των Αμερικανών για τους Γερμανούς δεν άργησε να πάρει σβάρνα και τον Πούτζι. Η οικογενειακή, γερμανικών συμφερόντων, επιχείρηση στη Νέα Υόρκη κατασχέθηκε ως εχθρική και ο Χανφστένγκλ το 1917 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αμερική και να επιστρέψει απογοητευμένος, με κατεστραμμένη καριέρα, στην Γερμανία. Ο πατέρας και ο αδερφός του τον αντιμετώπιζαν ως αποτυχημένο δειλό, οι Αμερικανοί φίλοι του ως εχθρό και η πατρίδα του ως ύποπτα αμερικανοτραφή. Πουθενά δεν έβρισκε θέση, πουθενά δεν ήταν αποδεκτός.
Ο Πούτζι βρήκε την αποδοχή που αποζητούσε στο πρόσωπο ενός επικίνδυνου εθνικιστή άνδρα που μάγευε τα ηττημένα, εξαθλιωμένα γερμανικά πλήθη, όταν τους μιλούσε στις μπυραρίες της Βαυαρίας λαϊκιστικά, για το μεγαλείο του έθνους που παρά τις ταπεινώσεις θα αναγεννηθεί σαν φοίνικας από τις στάχτες του. Γρήγορα ο Χανφστένγκλ έγινε παρατρεχάμενος του Χίτλερ, ο οποίος είδε στη φιλία τους την ευκαιρία να μυηθεί στους αριστοκρατικούς κύκλους του Μονάχου. Ο Πούτζι πράγματι σύστησε τον Χίτλερ σε όλες τις σημαντικές οικονομικά οικογένειες της Γερμανίας, εξασφαλίζοντάς του ισχυρούς αντισημίτες φίλους, υποστηρικτές και χορηγούς. Με έναν ρατσιστικό λόγο που συνδύαζε το ντελίριο ανωτερότητας και μια άγρια οργή για τις ταπεινώσεις της εξευτελισμένης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Χίτλερ έδωσε στον ταπεινωμένο Γερμανό έναν λαϊκιστικό λόγο που θα γινόταν μια επικίνδυνη λεπίδα.
Χίτλερ: Ανίκανος να συνδεθεί σεξουαλικά και φιλικά με οποιονδήποτε
Ο Ερνστ Χανφστένγκλ ασπάστηκε το ναζισμό, έγινε πιστός ακόλουθος του Χίτλερ, χρηματοδότησε με προσωπικά του κεφάλαια τις εφημερίδες που τον στήριξαν και έγιναν τα ναζιστικά του φερέφωνα. Όταν έμεναν μόνοι τού έπαιζε στο πιάνο τις μελωδίες από τις όπερες του Βάγκνερ που μάγευαν τον Χίτλερ. Μετά το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπυραρίας, στις 8 και 9 Νοεμβρίου του 1923, κατά το οποίο ο Χίτλερ προσπάθησε να καταλάβει δια της βίας την εξουσία στη Γερμανία, ο Πούτζι τον φυγάδευσε σε μια εξοχική οικογενειακή έπαυλη. Εκεί, η νεαρή σύζυγος του Πούτζι, η Έλεν, περιποιήθηκε τον τραυματισμένο Χίτλερ και τον απέτρεψε από την αυτοκτονία όταν ήρθε η αστυνομία να τον συλλάβει. Ο Τομάς Σνεγκαρόφ, στο βιβλίο του, ισχυρίζεται ότι εκείνες τις μέρες ήταν που ο Χίτλερ ερωτεύθηκε την Έλεν. Ο Πούτζι παρά το γεγονός ότι είχε αντιληφθεί τα ερωτικά αισθήματα του Χίτλερ για τη γυναίκα του, δεν αντιδρούσε, άφηνε το πλατωνικό ειδύλλιο να εξελίσσεται, ώστε να χρησιμοποιήσει την επιρροή της γυναίκας του υπέρ του. Ως έμπιστος φίλος του ήξερε άλλωστε ότι ο Χίτλερ ήταν σεξουαλικά ανίκανος και τα πράγματα θα έμεναν σε πλατωνικό επίπεδο. Στην πορεία του βιβλίου, μάλιστα, ο Τομάς Σνεγκαρόφ αφήνει να υπονοηθεί ότι ο Χίτλερ διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλους ναζί, παρά το γεγονός μάλιστα ότι την ίδια στιγμή οργάνωναν πογκρόμ εναντίων των ομοφυλοφίλων.
Ο Τομάς Σνεγκαρόφ υπογραμμίζει σε διάφορα κεφάλαια του βιβλίου, μέσα από την εξιστόρηση των αληθινών γεγονότων, ότι ο Χίτλερ δεν μπορούσε να συνδεθεί ουσιαστικά με κανέναν άνθρωπο. Ήταν ψυχικά νεκρός. Ένα άνδρας που φλερτάριζε τις γυναίκες αλλά δεν τις προσέγγιζε ποτέ σεξουαλικά, ένας φίλος που δεν δίσταζε να γυρίσει την πλάτη, να προδώσει, ακόμα και να εξοντώσει τους ανθρώπους που του προσέφεραν την παρέα του, ένας διαταραγμένος ηγέτης που εξαφάνιζε από προσώπου γης οποιονδήποτε θεωρούσε απειλή όχι να τον ανατρέψει, αλλά ακόμα και να τον επισκιάσει ως προσωπικότητα. Ο Σνεγκαρόφ σκιαγραφεί το ναζιστικό θηρίο ως μαριονέτα στα χέρια του Γκέμπελς και της γυναίκας του. Ο Πούτζι μάλιστα, επιβεβαιώνει όλα αυτά τα στοιχεία τόσο στα ημερολόγια όσο και στις αναφορές που έδινε αργότερα στον Ρούζβελτ και τις υπηρεσίες αντικατασκοπείας των ΗΠΑ ως συνεργάτης των Αμερικανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από φίλος, ένα ανθρώπινο απόρριμμα
Ο Πούτζι, όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία με την έμπρακτη στήριξή του -οικονομική, φιλική, κοινωνική μέσω σημαντικών γνωριμιών-, έγινε υπεύθυνος ξένου Τύπου του ναζιστικού καθεστώτος. Ο ίδιος αναλάμβανε να διασκεδάζει τις εντυπώσεις των ξένων ανταποκριτών που αναρωτιούνταν τι απογίνονταν οι Εβραίοι που εκτοπίζονταν. Με διάφορα επικοινωνιακά τρικ και πονηριές ο Πούτζι θόλωνε τα νερά, κάλυπτε τη βία, την παράνοια, τη θηριωδία και την αγριότητα του χιτλερισμού, κάνοντας σαν παλιάτσος ένα σόου επικοινωνιακό, μοιράζοντας αποκλειστικές συνεντεύξεις με τον Χίτλερ. Με αυτή την ιδιότητά του σύστησε στον Χίτλερ τη νεαρή βρετανίδα αριστοκράτισσα Γιούνιτι Μιτφορντ που ερωτεύθηκε μέχρι τρέλας τον δικτάτορα και η οποία τελικά τον έστρεψε εναντίον του Πούτζι. Η πραγματική απαξιώση ωστόσο ήρθε από τον Γκέμπελς, όχι από τη Μιτφορντ. Όταν ο Πούτζι προσπάθησε να φέρει σε επαφή τον Χίτλερ αρχικά με τον Τσώρτσιλ και στη συνέχεια με τον Ρούζβελτ, έχοντας ως απώτερο στόχο του να οδηγήσει τη Γερμανία σε συμμαχία με την Αγγλία και τις ΗΠΑ, ο Γκέμπελς εξαγριώθηκε και τον στοχοποίησε. Από έμπιστος φίλος, προσωπικός πιανίστας και στέλεχος του ναζιστικού καθεστώτος, ο Πούτζι μετατράπηκε από τον Γκέμπελς, μέσα σε μια μόνο νύχτα, σε persona non grata. Από κολλητός, έγινε σκουπίδι. Πέφτοντας σε δυσμένεια, ο Πούτζι άρχισε σιγά σιγά να φοβάται ότι ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς θα τον εξοντώσουν. Μια νύχτα του 1937, μετά από μια φάρσα (απόπειρα δολοφονίας κατά τον ίδιο τον Πούτζι) που του έστησαν οι ναζί προσπαθώντας να τον ρίξουν με αλεξίπτωτο πάνω από μια επικίνδυνη περιοχή που έλεγχαν οι κομμουνιστές, ο Ερνστ Χανφστένγκλ έφυγε οριστικά από τη Γερμανία. Παρέμεινε αμετανόητος ναζί μέχρι τέλους, ένας παλιάτσος που λάτρευε το χέρι που ήθελε να τον σκοτώσει. Στην πορεία ο Πούτζι, ενώ ζούσε στη δυτική Ευρώπη, οδηγήθηκε μαζί με άλλους δυτικούς Γερμανούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Γερμανών αιχμαλώτων, μέχρι που τελικά πήρε την απόφαση να συμμαχήσει με τους Αμερικανούς -ο γιος του άλλωστε πολεμούσε ήδη ως αξιωματικός των ΗΠΑ ενάντια στους ναζί- και να βοηθήσει με άγνωστες πληροφορίες την αμερικανική αντικατασκοπεία να χτίσει για λόγους προπαγάνδας το προφίλ του Χίτλερ.
Το βιβλίο του Σνεγκαρόφ σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή όχι ιστορικά, όχι κάνοντας έναν βομβαρδισμό απρόσωπων γεγονότων, αλλά χρησιμοποιώντας κινηματογραφικά τα υπαρκτά πρόσωπα σε μια συναρπαστική μυθιστορηματικού τύπου αφήγηση που καθηλώνει τον αναγνώστη.
- ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- Τζωρτζ Στάινερ, νέο βιβλίο: «Ζούμε ένα μακρύ Σάββατο αναμονής. Θα γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα Κυριακή; Αμφίβολο»
- H Αθήνα του 1960 μέσα από τα μάτια της Πατρίτσια Χάισμιθ -Τι είδε η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας [εικόνες]
- Όταν ο Ίαν Μακ Γιούαν παρουσίαζε τον Μπόρις Τζόνσον σαν... κατσαρίδα -Το καυστικό μυθιστόρημα για τον λαϊκισμό