Το θρυλικό παραμύθι του Πινόκιο μεταφέρεται με ρεαλισμό στην εποχή μας από τον Fabio Stassi και σαρώνει σπουδαία βραβεία. Ο διάσημος Ιταλός συγγραφέας, με αφορμή την κυκλοφορία του πολυσυζητημένου μυθιστορήματος στα ελληνικά, γράφει, αποκλειστικά για το iefimerida, πώς αποφάσισε δώσει μια εντελώς νέα, αναπάντεχη εικόνα στην ξύλινη μαριονέτα των παιδικών μας χρόνων.
Πώς θα ήταν άραγε ο Πινόκιο και ο Τζεπέτο αν ζούσαν στο σήμερα; Έχοντας αυτό το βασικό ερώτημα στο μυαλό του, ο δημοφιλής και πολυβραβευμένος Ιταλός συγγραφέας Φάμπιο Στάσι έγραψε, εν μέσω πανδημίας, το νέο του βιβλίο «Μαστρο-Τζεπέτο», δημιουργώντας μια απολύτως ρεαλιστική, αλληγορική ιστορία που προσαρμόζει στην εποχή μας το κλασικό ιταλικό παραμύθι του 19ου αιώνα.
Το μυθιστόρημα «Μαστρο-Τζεπέτο», που έχει αποσπάσει σημαντικά βραβεία, όπως τα Dessi, Benedetto Croce και Stresa, και έχει γίνει εκδοτικό φαινόμενο στην Ιταλία, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Σε αυτό το μικρό λογοτεχνικό διαμάντι ο Στάσι με πολύ συγκινητικό και βαθιά ανθρώπινο τρόπο, αγγίζει ζητήματα, όπως το γήρας, η άνοια, η μοναξιά, το μπούλινγκ, που στην εποχή μας παίρνουν διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας.
Ο συγγραφέας, μέσω μιας επιστολής προς τους Έλληνες αναγνώστες, την οποία δημοσιεύουμε απoκλειστικά στο iefimerida, μας μιλά για το νέο του βιβλίο, για τη συναισθηματική αξία που έχει για εκείνον προσωπικά το θρυλικό παραμύθι του Κολόντι και φυσικά για το τι σημαίνει αυτή η παλιά ιστορία στην εποχή μας. Παράλληλα, η έμπειρη μεταφράστρια των ιταλικών Γραμμάτων, Δήμητρα Δότση, μας παρουσιάζει το μυθιστόρημα που μετέφρασε στα ελληνικά εξηγώντας πώς ένα απλό κούτσουρο μπορεί να γίνει το βάλσαμο αλλά και ο εφιάλτης στην ψυχή ενός μοναχικού ανθρώπου που ζει απομονωμένος σε ένα μικρό χωριό, πέφτοντας θύμα μπούλινγκ από την τοπική κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, σε μια Ιταλία που τη σάρωσε με απίστευτη σφοδρότητα ο κορωνοϊός, δημιουργώντας απίστευτες εικόνες που στοίχειωσαν για πάντα το συλλογικό φαντασιακό μας. Η μοναξιά, επομένως, ενός έγκλειστου συγγραφέα, γίνεται ο καμβάς για μια παλιά ιστορία που αναμετριέται με σύγχρονους εφιάλτες.
«Ο Μαστρο-Τζεπέτο του Στάσι δεν έχει μαριονέτες και ψέματα, ούτε γαλάζιες νεράιδες και χάπι εντ»
Η μεταφράστρια Δήμητρα Δότση μιλά στο iefimerida για τον Πινόκιο του Φάμπιο Στάσι:
«Ο Μαστρο-Τζεπέτο του Φάμπιο Στάσι δεν έχει τίποτα το παραμυθένιο. Ούτε ξύλινες μαριονέτες που μιλάνε και μεγαλώνει η μύτη τους όποτε λένε ψέματα, ούτε γαλάζιες νεράιδες, ούτε χάπι εντ. Ο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι, το πιο δημοφιλές παραμύθι της ιταλικής λογοτεχνίας, γίνεται αφορμή για τον Στάσι ώστε να μιλήσει για το σήμερα, για την απέραντη μοναξιά ενός πάμφτωχου γερο-μαραγκού, που το μόνο που ζητά στη ζωή του είναι λίγη συντροφιά.
»Ο Τζεπέτο είναι ένας άνθρωπος μόνος και περιθωριοποιημένος, που έχει αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, να μπερδεύει τα λόγια του, να κατοικεί στο σκοτάδι του μυαλού του. Ζει σε ένα απόμερο χωριό των Απέννινων, όπου πέφτει θύμα της στυγνότητας και της απανθρωπιάς των συγχωριανών του, που του χαρίζουν ένα «μαγικό» κούτσουρο. Από το άψυχο αυτό ξύλο, ο Τζεπέτο φτιάχνει μια εξίσου άψυχη μαριονέτα, που στα μάτια του, όμως, μεταμορφώνεται στον γιο που πάντα λαχταρούσε. Ο Πινόκιο του Στάσι δεν είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Είναι ο ήρωας μιας μαζικής φάρσας, που άλλοτε μοιάζει με φρικτό βασανιστήριο κι άλλοτε με σπουδή στη βαναυσότητα και στην κακοψυχία. Όταν οι συγχωριανοί του Τζεπέτο εξαφανίζουν την ξύλινη μαριονέτα, συνεννοημένοι όλοι ανεξαιρέτως να τον ξεγελάσουν, ο ηλικιωμένος «πατέρας» αρχίζει να βολοδέρνει στην άγρια φύση του βουνού, αναζητώντας τον μονάκριβο γιο του, το αποκούμπι του. Η φύση και το δάσος αγκαλιάζουν τον Τζεπέτο στις περιπλανήσεις του μέχρι να καταφέρει να βρει τον προορισμό του. Τα πάντα γύρω του, ο άνεμος που λυσσομανάει, οι άγριοι βράχοι και οι σπηλιές, η ανελέητη βροχή, τα αστέρια και τα ρυάκια, ο απέραντος φόβος μα και η ελπίδα, όλα λειτουργούν συμβολικά και παραβολικά. Μέσα από αυτή την καθόλα επική ιστορία με τις βιβλικές αναφορές και τις βαθύτατες αναγωγές, ο Τζεπέτο γίνεται μια άλλη Πιετά στα χέρια του Φάμπιο Στάσι.
»Αυτό το χέρι βοηθείας που στερείται ο Τζεπέτο στη μοναχική του ζωή, του το απλώνει ο συγγραφέας του, χαρίζοντας ταυτόχρονα ένα χάδι σε όσους έχουν γκρεμιστεί στην άβυσσο της άνοιας και της λησμονιάς, σε όσους έχουν μείνει ορφανοί από οικογενειακή ζεστασιά, στα θύματα της ασπλαχνίας των «συνανθρώπων» μας, στους απόκληρους της ζωής, στους εξοβελισμένους παρίες.
»Ο Μαστρο-Τζεπέτο του Φάμπιο Στάσι είναι ένα σπαραχτικό μυθιστόρημα, σκληρό και σκοτεινό, ένα παράθυρο στην ακατανόητη σκιά του κόσμου μας».
Γράμμα προς τους Έλληνες αναγνώστες, από τον Fabio Stassi
«Η ιστορία του μυθιστορήματός μου Μαστρο-Τζεπέτο ολοκληρώνεται με μια αποχαιρετιστήρια επιστολή. Μια επιστολή που απευθύνεται σε έναν λογοτεχνικό ήρωα που είχα αγαπήσει πολύ από παιδί ακόμα, και σε έναν θείο που στάθηκε για μένα ο πιο καλόκαρδος «ξυλουργός» των παιδικών μου χρόνων. Θεωρούσα πως με αυτές τις σελίδες, τις οποίες έγραψα πυρετωδώς κατά τη διάρκεια της καραντίνας, τους αποχωριζόμουν για πάντα. Πως, αφηγούμενος την ιστορία τους, είχα εντέλει τακτοποιήσει τους δεσμούς που μας συνέδεαν. Σκεφτόμουν –το σκέφτομαι ακόμη και σήμερα– πως αν έπρεπε να μείνει κάτι από μένα, μετά από μένα, από όσα έχω γράψει, θα ήθελα να είναι μονάχα αυτό το μικρό βιβλίο, ο Μαστρο-Τζεπέτο, γιατί μέσα σε αυτό είχα αποτυπώσει όλη την αδέξια μαθητεία της ζωής μου.
»Πάντα έρχεται η ώρα, ιδίως για τους Ιταλούς, να λογαριαστούμε με το παραμύθι του Πινόκιο. Δεν υπήρχε περίπτωση, ωστόσο, να προσθέσω ούτε μια αράδα σε τούτη την ιστορία, αν δεν είχα κάτι καινούργιο να πω. Κάτι που δεν αφορούσε μόνο τον Πινόκιο, αλλά διέτρεχε τον Πινόκιο και μας αφορούσε όλους, και καταρχάς την εποχή μας.
»Είχα ξεκινήσει ορμώμενος από τη σκέψη να αφηγηθώ αυτή την ιστορία που όλοι γνωρίζουν, από μια ρεαλιστική οπτική, κατά τα λεγόμενα του Αντόνιο Ταμπούκι: "Για μένα [ο Πινόκιο] είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας όλων των εποχών, και αναμφίβολα το καλύτερο του 19ου αιώνα μας. Πρόκειται για ένα μυστηριώδες, μυστηριακό βιβλίο, ακατανόητο για όσους δεν το διαβάζουν ως παραμύθι, και δεν θα μάθουμε ποτέ αν αυτή η ακατανόητη φύση του, που αναδύεται όταν την παρατηρούμε μέσα από τον φακό της πραγματικότητας, ήταν ή δεν ήταν κάτι που είχε προμελετήσει ο ίδιος ο συγγραφέας. Γνωρίζουμε, πάντως, ότι ο Κολόντι ήταν ένας τρομερά δυστυχισμένος άνθρωπος, ο οποίος υπέφερε από ρευματισμούς και είχε έντονη ροπή προς το ποτό, ζούσε σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο και έβγαζε τα προς το ζην ως λογοκριτής θεάτρου στο Βασίλειο της Τοσκάνης. Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικό να υποθέσουμε ότι διοχέτευσε στον Πινόκιο την ιδιοσυγκρασία του, τις μανίες του: όλη του τη μοναξιά, εν ολίγοις". (Αντόνιο Ταμπούκι, Ζιγκ ζαγκ, Feltrinelli, 2022).
»Μέσα από τον φακό της πραγματικότητας: αυτή ήταν η οπτική γωνία που υιοθέτησα. Και μέσα από τον φακό της πραγματικότητας, έτυχε να δω κάτι που βρισκόταν πάντα μπροστά στα μάτια όλων μας: δεν ήταν το κούτσουρο που μιλούσε στον Τζεπέτο, γιατί απλούστατα τα κούτσουρα δεν μιλάνε, αλλά ο Τζεπέτο αυτός που μιλούσε μαζί του. Από εκείνη τη στιγμή, η ιστορία αυτή συνέχισε να μου αποκαλύπτει νέα, συναρπαστικά νοήματα. Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, σχεδόν ασυναίσθητα, συνέχισα να κρατώ σημειώσεις, να γεμίζω τετράδια, λες και δεν είχα ολοκληρώσει ποτέ αυτό το μυθιστόρημα. Είναι αλήθεια ότι ορισμένες ιστορίες εξακολουθούν να ζουν μέσα μας ακόμη και μετά την έκδοσή τους. Το να τις αποτυπώνουμε στο χαρτί με τη σκέψη ότι θα λυτρωθούμε είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, όμως δεν μου είχε τύχει να ξαναζήσω άλλη ανάλογη εμπειρία.
»Είχα αρχίσει να αμφισβητώ τη μυθοπλασία και τους μηχανισμούς της εδώ και πολύ καιρό και να που τώρα πια δεν πίστευα σε αυτήν. Γι' αυτό είχα νιώσει την ανάγκη, στις τελευταίες σελίδες αυτού του βιβλίου, να ξηλώσω το σκηνικό του θεάτρου που είχα χτίσει, έστω κι αν ήταν ένα αντεστραμμένο. Ήθελα να παραδοθώ στα μάτια όσων θα με διάβαζαν, να γίνω ένας κατηγορούμενος που ομολογεί την ενοχή του, να καταγγείλω αυθόρμητα το παιχνίδι της αυταπάτης μου, το παιχνίδι της αυταπάτης κάθε συγγραφέα και κάθε παραμυθιού, και να δείξω σε όλους την πραγματικότητα που κρύβεται πάντα πίσω από τις ιστορίες. Ο κόσμος μας βρέθηκε ξαφνικά στην κοιλιά ενός σκυλόψαρου, όπως και ο Πινόκιο. Δεν ξέρω όμως αν ήταν το σκυλόψαρο που μας κατάπιε ή εμείς που βυθιστήκαμε, σίγουρα όμως η δική μας ιστορία ήταν για άλλη μια φορά η ιστορία ενός ναυαγίου, και μάλιστα ενός συλλογικού ναυαγίου. Και τότε, μέσα στη σκοτεινή κοιλιά αυτού του κήτους, μπόρεσα επιτέλους να δω πώς είχαν στ’ αλήθεια τα πράγματα: ο Πινόκιο ήταν απλώς ένα κούτσουρο, μια άψυχη μαριονέτα.
»Αν ζούσε ο Τζεπέτο, ίσως να μην τον αγαπούσα τόσο πολύ. Πολύ πιθανόν να μην περνούσα τόσο χρόνο μαζί του. Ίσως να πήγαινα να τον συναντήσω στο χωριό του, στα Απέννινα. Κατά βάθος αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω σταματήσει ακόμα να θέτω ερωτήματα στον εαυτό μου γι’ αυτή την ιστορία. Γιατί θέλω να συνεχίσω να κουβεντιάζω μαζί του, να προσπαθήσω να καταλάβω…».