Ένας από τους πιο σπουδαίους ταξιδιωτικούς συγγραφείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, μας χαρίζει στο βιβλίο του «Καιρός του Σιγάν» μια συγκλονιστική αφήγηση για τη σιωπή των πιο εμβληματικών μοναστηριών στη Βόρεια Γαλλία και την Καππαδοκία.
Γεννήθηκε Βρετανός, έζησε σαν περιηγητής, πέθανε σαν Έλληνας. Ο σπουδαίος Πάτρικ Λη Φέρμορ, ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, έγραψε βιβλία σπάνιας ομορφιάς και ποιητικής ευαισθησίας με τις ταξιδιωτικές του περιπέτειες σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα του 20ού αιώνα. Στο μικρό αλλά συναρπαστικό του βιβλίο «Καιρός Του Σιγάν» που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση του εξαιρετικού συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο «Πάντυ», όπως ήταν γνωστός στους θρυλικούς μποέμ κύκλους του περασμένου αιώνα, αφηγείται τις εμπειρίες του από μια μοναδική κατάβαση στη σιωπή ιστορικών τόπων θρησκευτικής λατρείας. Από τα μοναστήρια της Κρήτης, όπου ο ίδιος πολέμησε θαρραλέα στο πλάι των μοναχών του νησιού ενάντια στους ναζί κατακτητές, μέχρι τα μεταπολεμικά ταξίδια σε εμβληματικές μονές στη Βόρεια Γαλλία και την Καππαδοκίας, το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ γίνεται έργο Τέχνης. Ο ήχος της σιωπής, ο πέπλος του μυστηρίου, η μυσταγωγία και η κατάνυξη που γεννιούνται μέσα στην «ελεγειακή θλίψη που πλανιέται πάνω από τα μοναστήρια», γίνονται στο χαρτί ενός επιδέξιου αφηγητή, όπως ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, λέξεις ηδονικές, φράσεις που σε ταξιδεύουν.
Άνθρωπος που αγαπούσε τη ζωή, «ωραιολάτρης» κατά τα δικά του λεγόμενα, ο φιλέλληνας συγγραφέας, ήταν ένας ηδονιστής των μικρών στιγμών, ένα πνεύμα ανοιχτό στη φύση, στη μαγεία της ύπαρξης, στη μέθη του τώρα που το ρουφούσε με μια βακχική παραφορά. Ακάματος περιηγητής, πολεμιστής, λόγιος, ρεπόρτερ-ανταποκριτής, συγγραφέας, ποιητής, Ιππότης της βασίλισσας της Αγγλίας, διέσχισε όλη την Ευρώπη για να φτάσει πεζή στην Κωνσταντινούπολη, μαγεύτηκε από την άγρια ομορφιά της Ελλάδας και την απεραντοσύνη του ελληνικού αρχιπελάγους, για να αποφασίσει τελικά να ρίξει άγκυρα στην Καρδαμύλη, σε ένα μυθικό σπίτι όπου έζησε μέχρι το θάνατό του το 2011.
Πώς ένας άθεος ορθολογιστής εισέρχεται στην απόκοσμη σιωπή ενός μοναστηριού
Το βιβλίο «Καιρός του Σιγάν» γράφτηκε το 1957. «Βασίστηκε -αποσπάσματα ολόκληρα, λέξη προς λέξη- σε γράμματα που που έγραψα τότε σε μια φίλη με την οποία αλληλογραφούσα (και αργότερα παντρεύτηκα), χωρίς την παραμικρή σκέψη να δημοσιευτούν», όπως εξηγεί ο ίδιος. Ευτυχώς για εμάς, τα γράμματα αυτά έδωσαν τη θέση τους σε ένα αφήγημα που περιγράφει το πώς ένας άθεος άντρας εισέρχεται στα μοναστήρια ως αμετάπιστος ορθολογιστής, για να ανακαλύψει τελικά, μακριά από τον πολιτισμό και τη βοή του σύγχρονου κόσμου, τη μαγεία μιας σιωπής που τον συνταράσσει.
Τρία κεφάλαια χωρίζουν το βιβλίο και αφορούν το καθένα και ένα διαφορετικό μοναστήρι. Διαμένοντας καιρό σαν επισκέπτης στις μονές ο Πάτρικ Λη Φέρμορ καταγράφει τις εμπειρίες του, τα μυστήρια, τις τελετές, τη ρουτίνα των μοναχών, αλλά και την απόκοσμη ομορφιά, τη ζοφερότητα, τη μυσταγωγία που ο ίδιος βιώνει με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. «Στην απομόνωση ενός κελιού -μια ύπαρξη της οποίας την ησυχία ποικίλλουν μονάχα τα σιωπηλά γεύματα, η επισημότητα του τελετουργικού και οι μακροί μοναχικοί περίπατοι στο δάσος-, τα ταραγμένα νερά του νου γίνονται γαλήνια και καθάρια, και πολλά πράγματα που είναι κρυμμένα, κι όλα αυτά που τα θολώνουν, ανεβαίνουν στην επιφάνεια και μπορούν να ξαφριστούν· και έπειτα από κάποιο διάστημα κανείς φτάνει σε μια κατάσταση ηρεμίας που στον συνηθισμένο κόσμο είναι αδιανόητη».
Τα ταξίδια του βιβλίου αφορούν στη Βόρεια Γαλλία όπου ο Φέρμορ επισκέπτεται το Αβαείο του Σεν Βαντρίλ Ντε Φοντανέλ, το Σολέμ και το Λα Γκραντ Τραπ, όπου οι μοναχοί δίνουν όρκο σιωπής. Τέλος, επισκέπτεται τα βραχώδη μοναστήρια της Καππαδοκίας που είναι λαξευμένα σε ένα απόκοσμο σεληνόμορφο τοπίο. Το βιβλίο είναι τυπικά ένα είδος ταξιδιωτικού ημερολογίου, αλλά επί της ουσίας είναι ένας ποιητικός στοχασμός για τη σημασία της σιωπής και της μοναξιάς στη σύγχρονη ζωή.
Η καθημερινότητα στη μονή
Την ημέρα της άφιξής του στο Αβαείο του Σεν Βαντρίλ Ντε Φοντανέλ, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ εισέρχεται στη μονή και διασχίζοντας τον «σιωπηλό λαβύρινθο από λευκές σκάλες και δριαδρόμους» νιώθει σαν να τον καταπίνει ένας χώρος που είχε «μια ατμόσφαιρα αχανούς αρχαιότητας». Η σιωπή της νύχτας τον πνίγει. Κάθεται στο γραφείο του, στο κελί που του έχουν παραχωρήσει, για να γράψει αλλά είναι αδύνατον να σπάσει την παχιά ησυχία, την απόλυτη μοναξιά που τον ζώνει. «Άρχισε να βρέχει στο δάσος έξω και ξάφνου ένιωσα κατάθλιψη και ανείπωτη μοναξιά να πέφτουν πάνω μου σαν σφυρί». Οι επόμενες ημέρες είναι μονότονες, επαναλαμβανόμενες, μια αλληλουχία μοναστικών δραστηριοτήτων που γίνονται καθημερινά με θρησκευτική ευλάβεια τις ίδιες ακριβώς ώρες: Οι μοναχοί ξυπνούν στις 4:00 π.μ. για τον όρθρο, ενώ οι επισκέπτες στις 8:15 για το πρόγευμα που γίνεται μέσα στη σιωπή. Στις 10:00 ξεκινά η Μοναστική Λειτουργία και στη 1:00 σερβίρεται το γεύμα. Στις 5:00 είναι ο εσπερινός, το δείπνο στις 7:30 και το απόδειπνον στις 08:30. Στις 9:00 μοναχοί και επισκέπτες αποσύρονται στα κελιά τους. «Οι κανόνες μού φάνηκαν απίστευτα περιοριστικοί», γράφει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ. «Τόση σιωπή, τόση σοβαρότητα! Όλο το μέρος μού φάνηκε σαν τεράστιος τάφος, μια νεκρόπολη της οποίας ο μόνος ζωντανός κάτοικος ήμουν εγώ».
Τις πρώτες νύχτες ο ύπνος του είναι ταραγμένος. Εφιάλτες και ζοφερά απειλητικά όνειρα τον ξενυχτούν, την ώρα που οι φίλοι του στο Παρίσι προσπαθούν να διαλέξουν σε ποιο μπιστρό θα πάνε για φαγητό. Τις μέρες κυκλοφορεί κατάκοπος και νυσταγμένος προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου για να μην τον καταβάλει αυτή η απόκοσμη σιωπή. Στον εσπερινό οι μοναχοί που διασχίζουν τους σκεπαστούς διαδρόμους φορώντας πάνω από το ράσο το σκαπουλαριό τους με κουκούλα, μοιάζουν με τους μοχθηρούς μοναχούς στο γοτθικό ζοφερό μυθιστόρημα «Ο Ιταλός» της Ανν Ράντκλιφ. Το πρόσωπό τους ωστόσο «δεν έδειχνε τόσο απειλητικό, όσο απελπιστικά θλιμμένο», εξηγεί ο Φέρμορ και συνεχίζει: «Πόσο διαφορετικό ήταν, σκέφτηκα, από τα άγρια, τριχωτά πρόσωπα ληστών που είχαν οι Έλληνες καλόγεροι στον Άθω και τα Μετέωρα, που τα μάτια τους σιγοκαίνε κι αστράφτουν και λαμπυρίζουν κάτω από τα κούτελα που είναι πάντοτε δεμένα σε κόμπους οργής ή γέλιου ή συγκέντρωσης, ή χαλαρωμένα ξάφνου με μειλίχια, ολύμπια καλοσύνη. Είχα συχνά στο μυαλό μου το χάσμα ανάμεσα στους κοινοβιάτες της Ρώμης κι αυτούς του Βυζαντίου. Μια κουκουλοφόρος φιγούρα περνούσε σιωπηλή και ξάφνου, μ' ένα χαμόγελο, θυμόμουν τους πατέρες Διόνυσο και Γαβριήλ, τους αδερφούς Θεοφύλακτο, Χρίστο και Πολύκαρπο, τους γενάτους, μακρυμάλληδες, καλημαυχοφόρους οικοδεσπότες και προστάτες μου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του πολέμου, που 'βαζαν τις ρακές, έσπαγαν καρύδια, έλεγαν τραγούδια του βουνού, έλυναν κι έδεναν πιστόλια, μου έκαναν ατελείωτες ερωτήσεις για τον Τσόρτσιλ και ροχάλιζαν κάτω από λιόδεντρα, ενώ οι αχτίδες του ήλιου έπεφταν κάθετα στο Λιβυκό Πέλαγος... Όμως εδώ, στις σκιές του βορρά στο αβαείο, δεν υπήρχε ούτε χαμόγελο ούτε κατσούφιασμα».
Πίσω στο κελί, μετά το απόδειπνον, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έπρεπε να αναμετρηθεί ξανά με το χρόνο. «Είχα την αίσθηση πως η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, με το αίμα να κυλά κάθε δευτερόλεπτο πιο αραιό και αργό, λες και τελικά η καρδιά, με τρόπο ανεπαίσθητο, θα μπορούσε να πάψει να χτυπά». Το μπουκαλάκι με το Καλβαντός που είχε φέρει μαζί του είχε αδειάσει. Χωρίς αλκοόλ, ο Φέρμορ έκατσε στο γραφείο του συλλογισμένος τα λόγια του Πασκάλ: «Όλες οι δυστυχίες των ανθρώπων πηγάζουν από ένα μόνο πράγμα, ότι δεν ξέρουν πώς να μείνουν ήσυχοι σ' ένα δωμάτιο».
Η μεταμόρφωση
Περνώντας οι μέρες, ωστόσο, η σιωπή που στην αρχή τον είχε καταθλίψει άρχισε να του αποκαλύπτει τη χάρη της. «Τα πρώτα συναισθήματά μου στο μοναστήρι άλλαξαν: έχασα την αίσθηση ενός ολούθε επικείμενου θανάτου· πως είχα κατά λάθος κλειστεί σε μια κατακόμβη. Νομίζω πως τούτη η μεταβολή χρειάστηκε περίπου τέσσερις ημέρες [...] Μονάχα ζώντας κάποιος σ' ένα μοναστήρι μπορεί να αντιληφθεί την τρομερή διαφορά του από τον κοινό βίο που διάγουμε. [...] Ύστερα άρχισε μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση: αυτή η ακραία εξάντληση εξαφανίστηκε· η νύχτα συρρικνώθηκε σ΄ένα πεντάωρο ελαφριού, τέλειου ύπνου δίχως όνειρα, ακολουθούμενο από ξυπνήματα γεμάτα ενέργεια, διαύγεια και φρεσκάδα. Η εξήγηση είναι αρκετά απλή: η επιθυμία για κουβέντα, κίνηση και νευρώδη επικοινωνία, που είχα φέρει μαζί μου από το Παρίσι, δεν βρήκε σε τούτο το μέρος καμία ανταπόκριση ή αντίδραση, δεν είχε την παραμικρή απήχηση· αφού για λίγο χειρονομούσα δυστυχής στο κενό, τελικά αυτό έφθινε και πέθανε ελλείψει ερεθισμάτων ή τροφής. Έπειτα, η τρομερή συσσώρευση κούρασης, που πρέπει να είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των συγκαιρινών μας, απελευθερώθηκε και κατέκλυσε τα πάντα. Καμία αξίωση, με το που βγήκα από τούτη την πλημμύρα ύπνου, δεν προβλήθηκε επί της νευρικής μου ενέργειας: δεν υπήρχε κάποια αυτόματη διοχέτευσή της, όπως συζητήσεις στο φαγητό, κουβεντολόγια, η ανάγκη να προφτάσω ένα τρένο, ή οι εκατό άλλες ασημαντότητες που δηλητηριάζουν τον καθημερινό μας βίο. Το αβαείο μεταμορφώθηκε σε ένα κάστρο μετέωρο κάπου πέρα από κοινές σκοτούρες και ενοχλήσεις».
«Μια μακρά σιωπή που έμοιαζε βγαλμένη μέσ' από την καρδιά του ήχου»
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ άρχισε να νιώθει την ευεργετική δύναμη μιας μυστικιστικής σιωπής, χωρίς πλέον να ο ορθολογισμός του να αντιστέκεται και να του βάζει εμπόδια. Το σώμα και ο νους αφέθηκαν στη ροή του μοναστηριακού χρόνου, στη βραδύτητα, την απόλαυση μιας ησυχίας που στις πιο υψηλές της στιγμές γίνεται άφατη ευτυχία. Σταδιακά, εκεί όπου έβλεπε ζοφερές πομπές μοναχών άρχισε να βλέπει μπροστά του αναγεννησιακούς καμβάδες να ζωντανεύουν. Στους πρωινούς ψαλμούς αναγνώριζε μια αρχέγονη μουσική που αντιστεκόταν ανέπαφη στους αιώνες. Οι λειτουργίες και άρχισαν να μοιάζουν με ιεροτελεστίες... «Ο λιβανοφόρος πλησίαζε τον χοροστατούντα και μια στήλη καπνού από λιβάνι ανέβαινε στον αέρα και μεγάλωνε κι άπλωνε σαν φτελιά από καπνό στις δέσμες του ηλιόφωτος. Το ψάλσιμο γινόταν ολοένα και πιο περίπλοκο υπό την καθοδήγηση μιας χορωδίας από μοναχούς που στεκόταν στο μέσον του διαδρόμου του κλίτους, με τις φωνές τους να σκιαγραφούν ψαλμωδίες, τις οποίες οι γρηγοριανές τετράγωνες νότες, με τις ουρές τους τις όμοιες με ενός κομήτη και τα μαυριτανικά στην όψη αραβουργήματά τους, έπλεκαν και ξανάπλεκαν στα νήματα του αρχαίου τετράγραμου στις σελίδες του λειτουργικού ψαλτηρίου τους. Ύστερα, με σιωπηλή επισημότητα οι μοναχοί έβγαιναν στον σκεπαστό διάδρομο στο κατόπιν ενός σταυρού στολισμένου με πετράδια. Προχωρούσαν αργά μέσ' από τους κυλίνδρους χρυσού στους οποίους τα γοτθικά ποικίλματα κομμάτιαζαν το ημίφως. Τα βήματά τους ήταν αθόρυβα και μονάχα οι χτύποι της ποιμαντορικής ράβδου στις πλάκες κι ο ήχος απ' το θυμιατήρι ακουγόταν μαζί με το γρηγοριανό μέλος. Η πομπή έφτανε στην ανήλια πλευρά, στεκόταν μερικά λεπτά ενώ οι εξήντα φωνές ταξίδευαν πάνω απ' τις κορυφές των δέντρων· κι έπειτα ξανάμπαινε από την πόρτα της εκκλησίας, όπου τόξα και παρενθέσεις καπνού από το καιόμενο κόμμι, μετά το ηλιοφώτιστο ορθογώνιο, βάθαιναν τις θολωτές σκιές. Το αντιφωνικό ψάλσιμο από τους πάγκους εξακολουθούσε να χτίζει την αόρατη μουσική αρχιτεκτονική του: ένα ικρίωμα που ύψωνε στύλους από ψαλμωδίες κι ένας ύμνος από το χορωδία τούς συμπλήρωνε σκεπάζοντάς τους σαν θόλος. Τον ύμνο ακολουθούσε μια μακρά σιωπή που έμοιαζε βγαλμένη μέσ' από την καρδιά του ήχου».
- ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- Τζωρτζ Στάινερ, νέο βιβλίο: «Ζούμε ένα μακρύ Σάββατο αναμονής. Θα γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα Κυριακή; Αμφίβολο»
- H Αθήνα του 1960 μέσα από τα μάτια της Πατρίτσια Χάισμιθ -Τι είδε η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας [εικόνες]
- H Χίος και η Αμερική του 1913 μέσα από τη δυνατή γραφή της Σώτης Τριανταφύλλου -Διαβάσαμε το «Πιτσιμπούργκο»