Ο Ian Collins, ο συγγραφέας της βιογραφίας τού John Craxton, μιλάει στο iefimerida για τον θρυλικό ζωγράφο που αγάπησε την Ελλάδα όσο κανείς και μας ταξιδεύει σε έναν χαμένο παράδεισο -στην Ελλάδα του '40 και του '50-, ο οποίος ήταν γεμάτος χρώμα, ποίηση, μυθολογία και μποέμ παρέες που ήξεραν να απολαμβάνουν τη ζωή κάτω από το ελληνικό φως, γράφοντας ιστορία.
Πίνακες που αποθέωσαν το μπλε του Αιγαίου, τη μυθολογία, την ελληνική μουσική, τη μέθεξη του καφενείου και της παραδοσιακής ταβέρνας, την ποίηση, τον μοντερνισμό, τις αποχρώσεις της κυκλαδίτικης γης. Θρυλικές παρέες τολμηρών περιηγητών που ερωτεύθηκαν την Ελλάδα. Ιστορίες ενός χαμένου παραδείσου και μιας ζωής πιο αγνής, κοσμοπολίτικης μα και ταυτόχρονα πρωτόγονης. Αναμνήσεις και ενσταντανέ ενός μεταπολεμικού κόσμου που με την άγρια, ακατέργαστη ομορφιά του μαγεύει ακόμα και σήμερα τον σύγχρονο άνθρωπο.
Η βιογραφία του θρυλικού Βρετανού ζωγράφου John Craxton, ο οποίος από τα μέσα της δεκαετίας του '40 έζησε στην Ελλάδα, είναι ένα απολαυστικό βιβλίο που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, παρά τις πληγές του πολέμου, τις κακουχίες, την αγριότητα του Εμφυλίου, ζούσαν με πάθος, αναζητώντας, ανάμεσα στα ερείπια των βομβαρδισμών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στιγμές γεμάτες χρώματα, κρασί, ποίηση και αρχαίους μύθους.
Ο Βρετανός συγγραφέας και επιμελητής εκθέσεων Ian Collins, μοιράζοντας και ο ίδιος τη ζωή του μεταξύ Λονδίνου, Αθήνας και Κρήτης, ακολούθησε για χρόνια τα ίχνη του Craxton, διασώζοντας μάλιστα το σπίτι του στα Χανιά και χαρτογραφώντας τη διαδρομή του ατίθασου μποέμ καλλιτέχνη που λάτρευε τα ζωηρά χρώματα και το μοναδικό φως της χώρας μας.
Διαβάζοντας τo βιβλίο «John Craxton: Ο αγαπημένος της ζωής - Μια ελληνική ψυχή» (μτφρ. Μαίρη Κιτροέφ, εκδ. Πατάκη), ο αναγνώστης περιηγείται στην Ελλάδα του '40 και του '50, ταξιδεύει μαζί με μυθικές προσωπικότητες -τον Κράξτον, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον Λούσιαν Φρόιντ, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Λόρενς Ντάρελ, τον Σταύρο Νιάρχο κ.ά.- σε νησιά απάτητα από τον τουρισμό και σε κατάλευκα χωριά σμιλεμένα στον βράχο σαν κυκλαδικά ειδώλια, ανέγγιχτα ακόμα από την τεχνολογία και τον σύγχρονο πολιτισμό. Ζωγράφοι, ποιητές, μουσικοί, φιλέλληνες αριστοκράτες, αγρότες, διπλωμάτες, μάγκες, ναυτικοί, προσωπικότητες και θρύλοι παρελαύνουν από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, σε ένα ζωηρό, απολαυστικό γαϊτανάκι που σκορπά ανεμελιά και άφατη χαρά.
Η βιογραφία του Κράξτον από τον Ian Collins είναι από αυτά τα υπέροχα βιβλία που δεν τα χορταίνεις, που σε κάνουν να αναζητάς ιστορίες, να ψάχνεις στο Διαδίκτυο μουσικές και πίνακες που σε μαγεύουν με το φως τους - με δυο λόγια, είναι από τα σπάνια εκείνα βιβλία που σε οδηγούν σε άλλα βιβλία.
Για παράδειγμα, τα περιστατικά από τη φιλία των Κράξτον και Πάτρικ Λη Φέρμορ είναι αδύνατον να μη σε οδηγήσουν στη Μάνη ή στη Ρούμελη του δεύτερου. Ή οι περιγραφές από τον φθινοπωρινό Πόρο και τη συνάντηση του Τζον με τον Σεφέρη και τον Λούσιαν Φρόιντ στον κήπο της μυθικής βίλας Γαλήνη είναι αδύνατον να μη σε κάνει να θες με λαχτάρα να διαβάσεις την «Κίχλη» του Σεφέρη ή το «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη.
Ο Ian Collins έχει πλέξει έναν ιστό που σε τυλίγει, που θρέφει τη φαντασία σου με τους χυμούς μιας παλιάς Ελλάδας, ιδωμένης μέσα από τα μάτια σπουδαίων ποιητών και ζωγράφων, μιας Ελλάδας που σε κάνει να δεις την ίδια σου τη χώρα με άλλα μάτια.
Από τη ζοφερή Αγγλία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη δημιουργική τρέλα της οικογένειας Κράξτον, o Ian Collins με την πένα του ακολουθεί τον Τζον Κράξτον στην Ελλάδα. Με γραμμή εκκίνησης την κατοικία του Βρετανού πρέσβη στο Κολωνάκι, από την οποία σχεδόν θα εκδιωχθεί γιατί σκανδάλιζε με τις περιπέτειές του την αγγλική κοινότητα στην Αθήνα, ο Κράξτον θα σαρώσει όλη την Ελλάδα, θα βρεθεί στον κοσμοπολίτικο Πόρο και στην Ύδρα, θα μπαρκάρει με εμπορικά και πολεμικά βρετανικά πλοία οργώνοντας το Αιγαίο και καταλήγοντας στην Κρήτη, όπου τελικά απέκτησε το δικό του σπίτι στο λιμάνι των Χανίων.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, επικοινωνήσαμε με τον συγγραφέα Ian Collins που βρισκόταν στα Χανιά, για τις ανάγκες της έκθεσης «John Craxton: Μια ελληνική Ψυχή», η οποία γίνεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων με αφορμή την επέτειο 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου ζωγράφου. H έκθεση, που παρουσιάστηκε τον τελευταίο χρόνο και στην Αθήνα, στο Μουσείο Μπενάκη, έχει εμπλουτιστεί, περιλαμβάνοντας 100 πίνακες, σχέδια, εκτυπώσεις, φωτογραφίες και αντικείμενα κυρίως από το Craxton Estate, αλλά και 20 έργα τα οποία παραχώρησαν φίλοι του καλλιτέχνη που ζουν στα Χανιά. Η διάρκειά της είναι μέχρι τις 31 Ιανουαρίου.
Ο Ian Collins, βιογράφος του John Craxton, μιλάει στο iefimerida
Πώς θα περιγράφατε την προσωπικότητα του John Craxton και γιατί με την τέχνη και την ίδια τη ζωή του κατάφερε να ανοίξει δρόμους;
Από μικρό παιδί ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως και ανεξέλεγκτος - δεν κατάφερε ποτέ να περάσει τις επίσημες εξετάσεις σε κανέναν τομέα, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης. Καθώς όμως ήταν αποφασισμένος να σχεδιάζει, να ζωγραφίζει, να ζήσει και να εργαστεί στην Ελλάδα, έκανε τα «θέλω» του πραγματικότητα και δεν απογοητεύτηκε. Μια διαρκής χαρά φώτιζε τις εικόνες του.
Τι συνέβαλε στο να χτίσουν τον μύθο τους όλες αυτές οι σπουδαίες προσωπικότητες, όπως ο John Craxton ή ο Patrick Leigh Fermor; Κινούνταν σε έναν πιο συντηρητικό κόσμο και ξεχώριζαν ευκολότερα ή ήταν αυτό που λέμε larger than life;
Αντλούσαν θάρρος από τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις τους. Ήταν εξαιρετικά ταλαντούχοι και υπέρτατα τυχεροί - και αρκετά γοητευτικοί ώστε να κάνουν τους άλλους να θέλουν να τους πληρώνουν σχεδόν τα πάντα, καθώς είχαν ως επί το πλείστον λίγα ή καθόλου δικά τους χρήματα!
Μποέμ καλλιτέχνες, περιηγητές και απελευθερωμένα μυαλά, όπως αυτοί που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο σας, θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν και να γίνουν θρύλοι ζώντας στην εποχή μας, όπου ο καταιγισμός της πληροφορίας είναι τεράστιος, όπου το να ταξιδεύεις παντού είναι πιο εύκολο από ποτέ και που τα περισσότερα ταμπού σε κάθε επίπεδο έχουν σπάσει;
Ήταν οπλισμένοι με ένα περιπετειώδες πνεύμα, σε μια εποχή μάλιστα που ήταν δύσκολο να πας οπουδήποτε. Ο Πάντι πήγε με τα πόδια από το Hook of Holland (σ.σ.: πόλη στη νοτιοδυτική Ολλανδία) στην Κωνσταντινούπολη. Ο Τζον δεν έμαθε ποτέ να οδηγεί αυτοκίνητο, παρά μόνο τα αγαπημένα του μηχανάκια. Τα πρώτα του ταξίδια γίνονταν με τα πόδια, με γαϊδουράκια, λεωφορεία και πλοία, και καθώς ταξίδευε με αυτόν τον τρόπο, μπορούσε να απορροφήσει κυριολεκτικά τη ζωή των τόπων από τους οποίους περνούσε, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ταξίδευε με ελάχιστες αποσκευές, αλλά πάντα είχε μαζί του τα σύνεργα ζωγραφικής του, για ό,τι τυχόν τον εντυπωσίαζε αστραπιαία και θα χρησιμοποιούσε μετά για να φτιάξει τις αφηρημένες και ποιητικές ζωγραφιές του. Ήθελε να γραπώνει την ουσία της ζωής, του φωτός και του τοπίου της Ελλάδας.
Τι είχε η Ελλάδα εκείνης της εποχής, του Μεσοπολέμου και της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου, και τραβούσε τους μποέμ, σπουδαίους καλλιτέχνες σαν μαγνήτης;
Η μυθολογία, η αρχαιότητα, το φως, η ζέστη και η ελευθερία, μα πάνω απ' όλα η ζεστασιά των ανθρώπων. Όσο σκληρή κι αν ήταν η ζωή τους -και ο Τζων έφτασε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του φρικτού Εμφυλίου Πολέμου-, διατηρούσαν μια ηρωική αίσθηση του χιούμορ. Είχε πολλούς διάσημους φίλους, αλλά διάλεγε να απεικονίζει οικογένειες βοσκών και ψαράδων, ναυτικούς και στρατιώτες - καθώς λάτρευε την αντοχή και την αξιοπρέπειά τους απέναντι στις ζωές που ζούσαν κοντά στη φύση. Σε μερικούς από τους πίνακές του αυτοί οι σύγχρονοι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν το ανάστημα των Ελλήνων θεών.
Με δεδομένο ότι γνωρίζετε πολύ καλά τη χώρα μας, αφού μοιράζετε τη ζωή σας μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας, πώς βλέπετε την Ελλάδα τού σήμερα; Ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές με τη χώρα που γνώρισε ο John Craxton τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50;
Η Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική σήμερα, δεδομένης της φυγής της πλειονότητας των ανθρώπων από την επαρχία προς τα αστικά δίκτυα και της εποχής του μαζικού τουρισμού και του καταναλωτισμού. Αλλά η παράδοση εξακολουθεί να υπάρχει κάτω από την επιφάνεια, και το φως είναι ακριβώς το ίδιο - τα πάντα κάτω από τον ήλιο σε κάνουν να μπορείς να εστιάζεις πολύ καλύτερα στα πράγματα.
Μιλήστε μας για τη ζωή σας στην Ελλάδα. Πού ζείτε, πού κινείστε και γιατί σας αρέσει η ζωή εδώ; Πώς αποφασίσατε να ζήσετε μέρος της ζωής σας εδώ;
Ακολούθησα τα βήματα του Τζον, διασώζοντας το σπίτι του στα Χανιά. Για εκείνον η ζωή ήταν ένα έργο σε εξέλιξη - γι' αυτό και έμενε ως επί το πλείστον σε ένα εργοτάξιο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μισούσε να τελειώνει ένα γεύμα ή έναν πίνακα. Αλλά νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ να έχω ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα, την οποία υπεραγαπώ, και συγκεκριμένα στο Παγκράτι. Τελείωσα το βιβλίο για τον Craxton περνώντας το lockdown δύο φορές μέσα σε αυτό το διαμέρισμα. Η καθιερωμένη απογευματινή μου βόλτα ήταν από την Πλάκα μέχρι τον λόφο του Φιλοπάππου, μέσα σε μια έρημη πόλη όπου άκουγες πουλιά να τραγουδούν και βατράχια να κρώζουν. Είχα, επίσης, την τύχη να περάσω μια ολόκληρη μέρα στους Δελφούς, χωρίς να βρίσκεται εκεί κανένας άλλος. Καθώς ήμουν εκεί, μια πεταλούδα προσγειώθηκε στο χέρι μου και σκέφτηκα ότι ίσως ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που αυτή η πεταλούδα είχε δει ποτέ. Το αγαπημένο μου στέκι στην Αθήνα είναι το Μουσείο Μπενάκη - το βραδινό δείπνο της Πέμπτης στο εστιατόριο της βεράντας του ήταν το δικό μου αποκορύφωμα μιας υπέροχης εβδομάδας.
Τι κληροδότησε ο John Craxton στην Ελλάδα και στον κόσμο με το έργο και το παράδειγμά του και γιατί πρέπει να τον ανακαλύψουν οι νεότερες γενιές; Τι έχει να πει και να διδάξει ο Craxton στους millennials;
O Κράξτον μάς λέει να είμαστε ο εαυτός μας και να μην ακολουθούμε τη μόδα. Να επιμένουμε στην περιέργεια, στην εξυπνάδα και στην αισιοδοξία και να μην είμαστε κυνικοί. Να είμαστε δημιουργικοί και να αξιοποιούμε τη ζωή στο έπακρο.
Βλέποντας όλη αυτή τη σχεδόν δυστοπική ροπή στην τέχνη και στην κουλτούρα του μεταμοντερνισμού, τι θα σκεφτόταν ο John Craxton των χρωμάτων, του ηδονισμού και του οργιώδους φωτισμού;
Θα έλεγε ότι πρέπει να επιδιώκουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και τα ταλέντα μας και να αρπάξουμε τις ευκαιρίες εάν και όταν είμαστε αρκετά τυχεροί να τις έχουμε. Σπάνια είχε αυτό που λέμε πολιτική ματιά, αλλά θα υποστήριζε πολύ έντονα το κίνημα του περιβαλλοντισμού σήμερα. Έχοντας βοηθήσει να σωθεί το ενετικό λιμάνι στα Χανιά από την κατεδάφιση, θα προέτρεπε όλους τους Έλληνες να γιορτάσουν την ομορφιά της γης όπου είχαν την τύχη να γεννηθούν και να την προστατεύσουν για τις επόμενες γενιές.
Αν ο ατίθασος και εκκεντρικός Craxton με την κραξτόνεια -όπως την αποκαλείτε- γλώσσα, την ανορθόδοξη σκέψη και τον έντονο αυθορμητισμό ζούσε σήμερα, πώς θα αντιδρούσε στους περιορισμούς και στα φίλτρα που βάζει στη συμπεριφορά η πολιτική ορθότητα;
Ο Κράξτον εκδιώχθηκε από την Ελλάδα επειδή στηλίτευε την εξουσία των Συνταγματαρχών. Δεν άντεχε κανέναν περιορισμό, έτσι θα γελούσε και με την πολιτική ορθότητα. Ωστόσο, θα υπέθετε ότι οι άλλοι είναι τόσο γενναιόδωροι όσο εκείνος. Κάθε πίνακας, κάθε εικόνα του, είναι ένα είδος ερωτικής σχέσης - εξυμνώντας τις καλύτερες ιδιότητες των ανθρώπων που συνάντησε και των τόπων που επισκέφθηκε, παραμένοντας πάντα απολύτως ειλικρινής. Η αγαπημένη του μελωδία, περισσότερο ακόμα και από το γουργούρισμα μιας γάτας στην αγκαλιά του, ήταν οι φίλοι του που μιλούσαν, τσιμπολογώντας γύρω από ένα τραπέζι. Ένα τραπέζι στρωμένο με ελληνικά φαγητά, φυσικά, που μάλλον οδηγούσε αναπόφευκτα στο τραγούδι και στον χορό.