Στην Καβάλα, τη Δράμα αλλά και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας, με εξαίρεση το νησί της Θάσου, δεν εκδηλώθηκαν το 1821 επαναστατικά κινήματα εναντίον του τουρκικού ζυγού.
Για περισσότερους από πεντέμισι αιώνες, από το 1325 έως και το 1913, η οθωμανική εξουσία αποτελούσε την κυρίαρχη στρατιωτική και πολιτική δύναμη στις περιοχές αυτές. Ωστόσο, πολλοί Έλληνες από μέρη της ανατολικής Μακεδονίας έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην επαναστατημένη Ελλάδα. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί όλα τα ονόματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μεταξύ αυτών, ξεχωριστή θέση έχει το όνομα του Χατζηγιώργη Μεταξά από τον Θεολόγο της Θάσου, ο οποίος πρωτοστάτησε στην έναρξη του επαναστατικού κινήματος στο νησί. Μια εξίσου σημαντική μορφή του αγώνα ήταν και ο λόγιος αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Σταματιάδης, καταγόμενος επίσης από το νησί της Θάσου.
Ο Καβαλιώτης ήρωας Ιλαρίωνας Καρατζόγλου είναι ο μοναδικός από την περιοχή που αναφέρεται αρκετές φορές στα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Έχουν διασωθεί σημαντικές πτυχές του αγώνα και της προσφοράς του ήρωα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και τις οικογενειακές του ρίζες, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία που να φανερώνουν τα προσωπογραφικά του χαρακτηριστικά.
Ο Θάσιος Χατζηγιώργης Μεταξάς του 1821
Ψυχή της επανάστασης στη Θάσο στάθηκε ο προεστός Χατζηγιώργης Μεταξάς. Όπως τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καθηγητής και ιστορικός Κωνσταντίνος Χιώνης, «ο Χατζηγιώργης, ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του σε μια περιοχή που δεν υπήρξε καμία άλλη ένοπλη δράση, λόγω της παρουσίας μεγάλων τμημάτων τουρκικού στρατού. Η επανάσταση στη Θάσο εκδηλώθηκε στα τέλη Ιουνίου του 1821. Το αποβατικό άγημα του καπετάν Κανέλου, με το ντόπιο σώμα του Χατζηγιώργη χτύπησαν τους Τούρκους στον Ποτό. Όσοι Τούρκοι γλίτωσαν, κατέφυγαν στο Καζαβήτι, όπου ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Τούρκους των άλλων χωριών. Όλοι μαζί πέρασαν τότε στην Καβάλα. Οι Θάσιοι δεν προέβησαν σε σφαγές Τούρκων. Τον ίδιο τον αγά τους τον συνέλαβαν και τον πέρασαν στην Καβάλα, αφήνοντάς τον ελεύθερο».
«Ο αρχικός ενθουσιασμός για την εύκολη επικράτηση», συνεχίζει ο κ. Χιόνης, «μετατράπηκε γρήγορα σε αγωνία των κατοίκων, όταν πληροφορήθηκαν για το πλήθος των Τούρκων που είχαν συγκεντρωθεί στην απέναντι ακτή κι ετοιμάζονταν για απόβαση. Οι κάτοικοι του νησιού αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν και έστειλαν απεσταλμένους στα Ψαρά για να ζητήσουν βοήθεια. Η επανάσταση στη Θάσο δεν κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Το επαναστατικό κίνημα του 1821 στη Θάσο πρέπει να θεωρηθεί προσωπικό επίτευγμα του Χατζηγιώργη Μεταξά. «Χωρίς αυτόν», συμπληρώνει ο κ. Χιόνης, «που ήταν η ψυχή του όλου εγχειρήματος, η παρουσία των Ψαριανών δε θα μπορούσε να συμπαρασύρει τους Θασίους στο καταδικασμένο από τα πράγματα κίνημά τους. Κι ανέλαβε την πρωτοβουλία αυτή όχι στη νιότη του, αλλά σε προχωρημένη ηλικία. Μόνος στην ανατολική Μακεδονία, απομονωμένος και απομακρυσμένος απ' τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, αποφάσισε τη θυσία από τη συνέχιση του ζυγού της δουλείας. Το σπουδαιότερο είναι ότι όταν ξεθύμανε η επανάσταση, ανέλαβε αυτός όλη την ευθύνη του κινήματος για να μην κακοπάθει κανένας από τους συμπατριώτες του και σαν άλλος ήρωας προτίμησε την εξορία (αρχικά στην Τήνο και τη Σύρο και μετά στην Αίγυπτο) για τη σωτηρία του νησιού».
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Σταματιάδης
Γεννήθηκε στο Καζαβήτι της Θάσου γύρω στο 1792, από εύπορους γονείς αγρότες, κι εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια. «Το ανήσυχο πνεύμα του και η δίψα για μάθηση», όπως επισημαίνει σε ένα σύγγραμμά του ο Θάσιος φιλόλογος, καθηγητής Δημήτρης Θεοδωρίδης, «φαίνεται από το γεγονός ότι σε ηλικία εννέα ετών και μέσα στην Τουρκοκρατία, πηγαίνει στο Άγιο Όρος για να φοιτήσει στην ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή. Εκεί, παρέμεινε δώδεκα χρόνια, μέχρι το 1813. Στα χρόνια αυτά απέκτησε σπουδαία μόρφωση, γνώρισε το ένδοξο παρελθόν του σκλαβωμένου γένους και άρχισε να οραματίζεται τη λευτεριά της πατρίδας του».
Την εποχή αυτή, όταν ο απελευθερωτικός αγέρας της Φιλικής Εταιρείας έφθασε και στο Άγιο Όρος, ο Καλλίνικος Σταματιάδης πρόθυμα δέχθηκε να γίνει μέλος της και να εργαστεί για τη διάδοση των σκοπών της, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στην προετοιμασία του επαναστατικού αγώνα, τόσο στη Χαλκιδική όσο και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θάσο. Στο χρονικό διάστημα από το 1813 μέχρι το 1830, ο Καλλίνικος κινείται μεταξύ Θάσου, Αγίου Όρους και Κασσάνδρας Χαλκιδικής, υπηρετώντας τις ανάγκες του Έθνους.
Η προσφορά του αρχιμανδρίτη στον αγώνα του 1821 και συγκεκριμένα η δράση του, τόσο στη Χαλκιδική όσο και στη Θάσο, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελεύθερο ελληνικό κράτος, αφού ο βασιλιάς Όθωνας τον επιβράβευσε με το παράσημο του Αργυρού Νομισματόσημου. Ο Καλλίνικος Σταματιάδης υπηρέτησε ως εφημέριος στις Σέρρες, στην Αθήνα, στην Κρήτη, στη Βιέννη και στο Μόναχο, όπου επέδειξε πλούσια και πολύπλευρη πνευματική, κοινωνική και πατριωτική δράση.
Το 1856, ο Όθωνας τού απένειμε τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος, για τη μακρόχρονη εκπλήρωση των καθηκόντων του, ως εφημέριου της ελληνικής εκκλησίας του Μονάχου, και για τις αφιλοκερδείς και ακούραστες προσπάθειές του σχετικά με τη θρησκευτική εκπαίδευση των ορθοδόξων ελληνόπαιδων του Μονάχου. Αργότερα, το 1863, τιμήθηκε και από τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Β’. Τον Απρίλιο του 1877 ο Καλλίνικος Σταματιάδης πέθανε στο Μόναχο. Η μόνη του περιουσία ήταν πενήντα χρυσά νομίσματα ξένων χωρών, λίγα πολύτιμα σκεύη και τα βιβλία του, που τα χάρισε στους πατριώτες του.
Ο στενός φίλος του Μακρυγιάννη, Ιλαρίωνας Καρατζόγλου
Όπως τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Καβαλιώτης ιστορικός και ερευνητής Κυριάκος Λυκουρίνος, «ο ίδιος ο Μακρυγιάννης αναφέρεται στον Καβαλιώτη Ιλαρίωνα Καρατζόγλου που τον γνώρισε στην Ύδρα. Πρέπει να ήταν το 1824, μετά τη φοβερή καταστροφή των Ψαρών, όταν η επαναστατική κυβέρνηση θέλησε να ενισχύσει την άμυνα του νησιού. Έστειλε τότε στην Ύδρα 5000 άνδρες κι ανάμεσά τους το σώμα του Μακρυγιάννη και δυνάμεις του Μακεδόνα αγωνιστή Τσάμη Καρατάσου, με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Καβαλιώτη Ιλαρίωνα Καρατζόγλου. Οι δύο άνδρες έγιναν στενοί φίλοι κι αυτή η σχέση κράτησε για πολλά χρόνια».
Από το 1828 που ήρθε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας και οργανώθηκαν οι άτακτοι επαναστάτες στα γαλλικά πρότυπα, ο Ιλαρίων έμεινε εκτός στρατεύματος. Απογοητευμένος ο Καβαλιώτης αγωνιστής, σκέφτηκε να ξαναγίνει κλέφτης. Τον συγκράτησε όμως ο Μακρυγιάννης και τον έπεισε να μπει στον αγώνα για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών χωρών και πρώτα της Μακεδονίας.
«Το όνομα του Ιλαρίωνα επανεμφανίζεται μετά το 1836», επισημαίνει ο κ. Λυκουρίνος και συνεχίζει: «Τότε, με ρωσική υποκίνηση ιδρύεται στην Ελλάδα η Φιλορθόδοξος Εταιρεία και γίνονται κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας. Όπως φαίνεται, στόχος της ρωσικής πολιτικής ήταν η δημιουργία ξεχωριστού θεσσαλομακεδονικού κράτους με Ρώσο ηγεμόνα. Τα όργανα της Ρωσίας, αφού απέτυχαν να στρατολογήσουν το Μακρυγιάννη, στράφηκαν στον Ιλαρίωνα, με δελεαστικές προσφορές. Όμως ο Μακρυγιάννης ενημέρωσε το φίλο του για τις ρωσικές ραδιουργίες και αυτός αποσύρθηκε.
«Ο Μακεδόνας αγωνιστής αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και καταφεύγει στην Αίγυπτο, κοντά στον Καβαλιώτη στην καταγωγή Μεχμέτ Αλή. Ζητάει από το συντοπίτη του βοήθεια για να αρχίσει κίνημα στη Μακεδονία, όμως αυτός θέλει να τον χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος και τον στέλνει στην Κρήτη για να εδραιώσει την κυριαρχία του. Ο ίδιος ο Μεχμέτ Αλή κατατροπώνει τις δυνάμεις του σουλτάνου κοντά στον Ευφράτη. Πάνω στην παραζάλη του θριάμβου του ξεχνά τον Ιλαρίωνα στην Κρήτη. Απογοητευμένος εκείνος επιστρέφει στην Αθήνα, κοντά στο φίλο του. Αφηγείται στο Μακρυγιάννη τις περιπέτειές του και του δείχνει τις επιστολές του Μεχμέτ Αλή.
«Από την Αθήνα πήρε και πάλι τον δρόμο για τη Μακεδονία, εκεί όμως βρέθηκε στη δίνη των εμφύλιων αντιπαραθέσεων και των πολιτικών αντεκδικήσεων. Κάποιοι φίλοι του Τσάμη Καρατάσου, με τον οποίο ο Ιλαρίων είχε παρεξηγηθεί, τον πρόδωσαν στους Τούρκους και ο Καβαλιώτης αγωνιστής βρέθηκε σε φυλακή της Κωνσταντινούπολης. Αποφυλακίστηκε μετά από ενέργειες του Μακρυγιάννη, αλλά δε χάρηκε την ελευθερία του. Ύστερα από λίγο τον σκότωσαν οι Τούρκοι, παρακινημένοι από ρωσικό δάκτυλο».
Η μύηση στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας
Στην περιοχή της Δράμας και γενικότερα σε πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας, η είδηση για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έρχεται μέσα από την αγγελία της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο συγγραφέας Βασίλης Πασχαλίδης (εφημερίδα «Πρωινός Τύπος», 16 Οκτωβρίου 2012), «φτάνει στην περιοχή απεσταλμένος της οργάνωσης, ο οποίος κατηχούσε τους Έλληνες κατοίκους στους σκοπούς της Εταιρείας. Πρόκειται για τον γιατρό Ευάγγελο Μεξικό, με καταγωγή από την Ήπειρο, ο οποίος ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας επισκέφτηκε τόσο τη Δράμα όσο και το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, που την εποχή εκείνη αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως πνευματικό κέντρο της ανατολικής Μακεδονίας, με τη λεγόμενη “Ελληνική Σχολή” να λειτουργεί σ’ αυτήν. Επιπλέον, οι ηγούμενοι της φημισμένης μονής είχαν στενή επαφή με μεγάλες μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στην περιοχή, όπως ο Σερραίος Εμμανουήλ Παπάς».
Από έγγραφες αλλά και προφορικές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί τρία είναι τα πρόσωπα των Δραμινών ηρώων που αναφέρονται ότι συμμετείχαν σε δράσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Είναι οι: Δήμος Νικολάου, Δημήτριος Δράμαλης και Νικόλαος Δράμαλης.
Δήμος Νικολάου
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, στη Δράμα. Συμμετείχε μαζί με άλλους συμπολίτες του και συγγενείς του, στις επαναστατικές ενέργειες της Μακεδονίας. Μετά την αποτυχία των επαναστατών εκεί, μετέβη στη νότια Ελλάδα, όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες. Πολέμησε το διάστημα από το 1821 έως το 1829 στη Θήβα, στη Ναύπακτο και αλλού, ως στρατιώτης αρχικά και στη συνέχεια ως βαθμοφόρος. Σε πιστοποιητικό του 1843 που υπογράφουν οπλαρχηγοί του αγώνα βεβαιώνεται η δράση του, η γενναιότητα και ανδρεία που επέδειξε. Μετά τη λήξη της Επανάστασης εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου αντιμετώπισε δυσκολίες για τη συντήρηση της οικογένειάς του.
Δημήτριος Δράμαλης
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, στην περιοχή Δράμας. Συμμετείχε με το σώμα του στις επαναστατικές ενέργειες της Μακεδονίας. Μετά την αποτυχία των επαναστατών εκεί, μετέβη στη νότια Ελλάδα όπου συμμετείχε σε πολλές μάχες.
Το 1823 τέθηκε επικεφαλής σώματος Μακεδόνων πολεμιστών, το οποίο εκστράτευσε στην Κρήτη προκειμένου να καταλάβει το ορμητήριο του κάστρου της Γραμβούσας. Εκεί, ο Δημήτριος Δράμαλης τέθηκε επικεφαλής ενός σώματος που αποτελούνταν συνολικά από 2000 άνδρες. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1823, όταν οι επαναστάτες προσπάθησαν ανεπιτυχώς να εισέλθουν στο φρούριο με αυτοσχέδιες σκάλες, έγιναν όμως αντιληπτοί από την οθωμανική φρουρά που βρίσκονταν μέσα, κι έτσι η επιχείρηση απέτυχε.
Ο Δημήτριος Δράμαλης εγκαταστάθηκε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και παρέμεινε ως αξιωματικός στον τακτικό στρατό. Έφτασε έως το βαθμό του ταγματάρχη, ενώ το 1836 τιμήθηκε από τον Όθωνα για την προσφορά του στην πατρίδα.
Νικόλαος Δράμαλης
Γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή Δράμας. Συμμετείχε με το σώμα του στις μάχες του 1821 στην κεντρική Μακεδονία υπό τον Εμμανουήλ Παπά. Μετά την αποτυχία των επαναστατών εκεί, κατέβηκε στη νότια Ελλάδα όπου συμμετείχε με το σώμα του σε πολλές μάχες. Από την πολεμική του δράση τραυματίστηκε αρκετές φορές.
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και μετά τη δημιουργία του τακτικού στρατού, υπηρέτησε ως υπαξιωματικός. Εκεί έλαβε και επισήμως το επώνυμο «Δράμαλης», δηλωτικό της καταγωγής του. Επί Ιωάννη Καποδίστρια προήχθη σε αξιωματικό. Το 1831, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, ο Νικόλαος Δράμαλης μαζί με αξιωματικούς που υπηρετούσαν τότε στην εθνική φρουρά, συντάχθηκαν με την αντικυβερνητική πλευρά που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Αυγ. Καποδίστρια στις 23 Μαρτίου του 1832.