Με το ξεκίνημα της Επανάστασης το 1821 η Κρήτη άναψε το φυτίλι σε έναν επικό, όπως χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί, αγώνα, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στην έγερση των Ελλήνων κατά της τουρκοκρατίας.
Στον Αγώνα αυτό ξεχώρισε ο Ανωγειανός Οπλαρχηγός και αρχηγός του Μυλοποτάμου Ρεθύμνου Βασίλειος Σμπώκος ο οποίος κατάφερε, σύμφωνα με τον διδάσκαλο ιστορικό και συγγραφέα Γεώργιο Σμπώκο: «… να πλαισιωθεί από ήρωες οπλαρχηγούς και πολεμιστές και να κάμει τον Μυλοπόταμο και ιδιαίτερα τα Ανώγεια, ψυχή του αγώνα στην Κεντρική Κρήτη και να τα οδηγήσει προς την δόξα και την αθανασία».
Αφουγκραστείτε να σας πω για τον Σμπωκοβασίλη / τ’ Ανωγειανού οπλαρχηγού που τρέμαντονε χίλιοι. / Εφόρειε φέσι λαχουρί και τη μακριά μαχαίρα, / ο Κόρακας σηκώθηκε και του ‘δώκε καθέγκλα. / -Σμπώκο ‘τουδά που βρίνεσαι Τούρκος να μην προβάλει, / και εγώ απoύ τη Μεσσαρά, δε θα πατήσουν άλλοι.
Το συγκεκριμένο μικρό απόσπασμα από το τραγούδι που μιλάει για τον Βασίλειο Σμπώκο (1775 – 1858) γνωστό ως Σμπωκοβασίλης, εξάρει τη δυναμική ενός Ανωγειανού οπλαρχηγού, την ανδρεία του οποίου, είχε αναγνωρίσει ακόμη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Πρόκειται για τον αρχηγό των Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου την περίοδο της Κρητικής Επανάνστασης 1821-1830 ο οποίος είχε φιλιώσει, όπως ο ίδιος έλεγε με τον θάνατο και ίσως αυτό να ήταν η αιτία της ανδρείας του και των πολεμικών πράξεων του οι οποίες είχαν οδηγήσει τη φήμη του και έξω από την Κρήτη. Ο Βασίλειος Σμπώκος του Γεωργίου, υπήρξε ένας από τους πρώτους Κρητικούς που μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρία. Στην περίοδο της Επαναστάσεως (1821-1830), κατάφερε να κάμει τον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου και ιδιαίτερα τα Ανώγεια, ψυχή του αγώνα στην Κεντρική Κρήτη.
Οι Μυλοποταμίτες πολιορκούσαν στις αρχές της Επανάστασης τους Τούρκους, στον πύργο του Κιρίμ Αγά στην Επισκοπή Μυλοποτάμου κι οι Τούρκοι φώναζαν στους Έλληνες πως έρχεται στρατός από το Ηράκλειο να τους διαλύσει, αυτοί κάνοντας χρήση του ονόματος του Σμπωκοβασίλη, για να τους τρομοκρατήσουν τους απαντούσαν: «Ο Σμπωκοβασίλης τσι κατέστρεψε στο Σκλαβόκαμπο», πράγμα που είχε συμβεί.
Τι συνέβη στον Σκλαβόκαμπο το 1821
«Οι Ανωγειανοί περίφημοι στο τρέξιμο, παρακολουθούσαν το ασκέρι του γενίτσαρου Λαδάογλου, από κορφή σε κορφή ευθύς ως πέρασε την Τύλισσο. Ειδοποιούν τους Ανωγειανούς καπετάνιους τον Βασίλη Σμπώκο, τον Γιάννη και Σταυρούλη Νιώτη, τον Σταύρο Ξετρύπη, τους Σκουλάδες και τον περίφημο Παλμέτη από το Καμαράκι, να τρέξουν και να πιάσουν τα στενά του Σκλαβόκαμπου. Όλα-όλα τα τουφέκια τους στ’ Ανώγεια την ημέρα εκείνη ήταν μόνο εκατό. Είχε και ο Παλμέτης μια εικοσαριά τους ακολούθησαν όμως πάνω από διακόσιοι Ανωγειανοί άλλοι με χονδρά ραβδιά, άλλοι με σπαθόβεργες και άλλοι με λουράτες σφενδόνες. Σε λίγη ώρα οι Ανωγειανοί μαζί με πεντέξι οπλοφόρους που βρήκαν στις Γωνιές, είχαν πιάσει τα περάσματα του Σκλαβόκαμπου».
Η επίθεση έγινε αιφνιδιαστικά, οι Τούρκοι και να είχαν περιθώρια να αμυνθούν δεν πρόλαβαν καν να το σκεφτούν επειδή οι επιτιθέμενοι Ανωγειανοί ήταν όχι μόνο ευλύγιστοι αλλά και ισχυροί πολεμιστές που μέσα σε λίγες ώρες η μάχη είχε λάβει τέλος εξουδετερώνοντας ολόκληρο το τουρκικό Σώμα. Οι λιγοστοί Τούρκοι που επέζησαν του δράματος, αυτής της μάχης κόλασης όπως την αποκάλεσαν καθώς τα διηγούνταν μετά, τσακισμένοι και ντροπιασμένοι διάβηκαν το βράδυ την πόρτα του κάστρου για να σκορπίσουν τον πόνο και την πίκρα τους στους υπόλοιπους για αυτή την απρόσμενη ντροπιαστική ήττα.
Μετά από την μάχη οι Κιρίμηδες της Επισκοπής Μυλοποτάμου αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Με αναπτερωμένο το ηθικό τους αμέσως μετά τη νίκη του Σκλαβόκαμπου για τις απανωτές νίκες τους οι επαναστάτες κυρίως οι Ανωγειανοί με τον Παλμέτη και μερικούς Γωνιανούς, πραγματοποιούν κατά τον ιστορικό Γ. Δακανάλη εκστρατεία στα Σφακιά. Αυτό αποφασίστηκε επειδή όλοι οι Τούρκοι της Κρήτης έκαναν σχέδια να εισβάλλουν στα Σφακιά επιδιώκοντας με κάθε τρόπο τον αφανισμό του απάτητου αυτού κάστρου της ελευθερίας.
Η τούρκικη εισβολή γίνεται τόσο από τον Σερίφ πασά, όσο και από τον περιβόητο Καούνη με την πλέον σημαντική τουρκική δύναμη. Παρά τη μεγάλη δύναμη όμως που διέθεταν οι Τούρκοι εισβολείς, κατατροπώθηκαν από τη μικρή σχετικά δύναμη των Ελλήνων, για τους ιστορικούς, κι ετράπησαν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας αμέτρητους νεκρούς και πολύτιμα λάφυρα στα πεδία των μαχών. Η συμβολή των Ανωγειανών σε αυτή την εκστρατεία βοηθείας ήταν αναμφίβολα μεγάλη δεδομένου ότι συμμετείχαν σε αυτήν σχεδόν το σύνολο των μάχιμων αντρών τους αφήνοντας μόνο μια μικρή φρουρά στ’ Ανώγεια με αρχηγό τον Ι. Πλεύρη, που κι αυτή προξένησε πολλές ζημιές στους Τούρκους καθώς επέστρεφαν από τα Σφακιά στο Ηράκλειο. Κι ενώ συνεχίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις στα Χανιά και στη Σούδα ορισμένοι Ανωγειανοί με τον Σφακιανό Θ. Χούρδο επιστρέφουν και αφού το Μυλοπόταμο είχε πλέον καθαρίσει από τους Τούρκους αποφασίζουν να τραβήξουν προς το Μαλεβύζι και να βοηθήσουν τον εξαιρετικό πατριώτη Π. Ζερβουδάκη που προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον κόσμο στην επαρχία του και να δυναμώσει η δράση τους στα καστρινά. Ο ερχομός όμως του Χούρδου, του Σμπώκου, του Σγουρού, του Παλμέτη, των Σκουλάδων και των Νιώτηδων, κατά τον Μουρέλλο, έδωσε νέα δύναμη στην προσπάθειά του Ζερβουδάκη…
Όπως αναφέρουν οι πηγές και σύμφωνα με τον συγγραφέα Γεώργιο Σμπώκο: «Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια –ο Βασίλειος Σμπώκος- υπήρξε η κατευθυντήρια δύναμη του αγώνα εναντίον των φοβερών γενιτσαραγάδων που λυμαίνονταν την περιοχή της Κεντρικής Κρήτης. Φίλος αδελφικός με τον Λόγιο, τον Κουρμούλη και τον Λεράτο, σχεδίασε κατά τρόπο τέλειο την εξόντωση του Τουτουτζή Αγά του Βενιού, του Γιουσούφ Αγά του Αμυγδαλιά, του Ντερβίς Αγά των Κουρτών, του Αμέτ Αγά, γιου του Λουμάν Αγά και τέλος του Ασάν Αγά του Αγίου Ιωάννου Μυλοποτάμου, έχοντας πάντα στο πλευρό του τους ήρωες σταυραδελφούς του, Σταυρούληδες, Νιώτη και Ξετρύπη και γενικότερα όλους τους Ανωγειανούς, οι οποίοι τον βοηθούν να φέρει σε πέρας και μια άλλη μεγάλη και σημαντική προσπάθεια, ν’ αποτρέψει την απόπειρα άλωσης της ορεινής περιοχής των Ανωγείων από Τούρκους κτηνοτρόφους. Γρήγορα όμως γίνεται καρφί στα μάτια των Τούρκων αγάδων, οι οποίοι πληροφορούνται την δράση του και κατ’ επανάληψη επιδιώκουν να τον δολοφονήσουν, όπως συνέβη με τους δυο αγάδες που ξαφνικά και αναπάντεχα τον επισκέπτονται και τον πετυχαίνουν μόνο και άοπλο να τυροκομά στο μητάτο του στην Ξερολίμνη και που κατάφερε χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα και τη δύναμη του, χύνοντας τους καυτό χουμά, να τους αφοπλίσει και να τους κατασφάξει με τα δικά τους μαχαίρια».
Ο ίδιος, οδήγησε στη νίκη και τον θρίαμβο Ανωγειανούς και Μυλοποταμίτες, όχι μόνο στις αμέτρητες μάχες που έδωσαν στις περιοχές Μυλοποτάμου και Μαλεβιζίου, αλλά και σε μακρινά σημεία της Κρήτης, όπως στη Γραμβούσα, τη Σητεία, τα Σφακιά, την Πεδιάδα Ηρακλείου και αλλού, προχωρώντας αυτός πρώτος στην κάθε μάχη και με το σπαθί στο χέρι.
Στο πλευρό του Κολοκοτρώνη
Ο Βασίλειος Σμπώκος ήταν ένας από τους δεκάδες εκατοντάδες που βρέθηκαν να πολεμούν απέναντι στους Τούρκους σε πεδία μαχών της Πελοποννήσου, στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα με τον Γεωργίο Σμπώκο διδάσκαλο, συγγραφέα και πρώην δήμαρχο Ανωγείων, όπως αναφέρει στα βιβλία του «Πρωταγωνιστές της Λευτεριάς» και «ΑΝΩΓΕΙΑ - Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους»,… «Τέτοια ήταν η αναγνώριση της μεγάλης αξίας του, ώστε η παρουσία του ενέπνεε θάρρος και πίστη για τη νίκη στους Έλληνες, ενώ αντίθετα τρομοκρατούσε και πανικόβαλε τους Τούρκους». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θέλοντας να τον τιμήσει για την ανδρεία που επέδειξε και να του δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη συμμετοχή του στους αγώνες για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, του έκανε δώρο ένα σπαθί, «… ωραίο σπαθί (πάλα) που το έφερε μαζί του επιστρέφοντας στα Ανώγεια», όπως αναφέρουν οι πηγές, δώρο ακριβό και τιμημένο, που παραμένει μέχρι σήμερα αιώνιο σύμβολο αγώνων των Ανωγείων ανά τους αιώνες, ενάντια σε κάθε κατακτητή. Το συγκεκριμένο σπαθί βρίσκεται στο δήμο Ανωγείων σε ειδική προθήκη και θυμίζει την πορεία του Ανωγειανού Οπλαρχηγού ο οποίος το 1824-1826 μαζί με τον Σταύρο Ξετρύπη και τον Ιωάννη Πλεύρη και άλλους οπλαρχηγούς της Κρήτης πηγαίνει στην Πελοπόννησο, όπου πολέμησε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη.
Μετά μάλιστα την επιστροφή του στη Μεγαλόνησο συνεργάζεται με τον Μπαλμέτη (Παντερή), Νιώτη, Ξετρύπη και τους άλλους και δημιουργούν την περίφημη «μπροσκάδα» του Στρούμπουλα, διατηρώντας έτσι για πολύ χρόνο άσβηστη τη φλόγα της Επαναστάσεως και στην οποία αναφέρεται το τραγούδι του Σταύρου Νιώτη: «Από τον Τίμιο Σταυρό ώστε να βγει στον Κόρφο, / πενήντα Τούρκους έσφαξε ο Νιώτης με το Σμπώκο…» / «Στον Ευγαρσό ‘ποκατωθιό κάνει ‘ναν καμπαθούρι / κι έκεια τσι κουβαλούσανε Σμπώκος με το Σπιθούρη…».
Μέχρι και σήμερα, οι ιστορίες που ακολουθούν το όνομα του Οπλαρχηγού Σμπωκοβασίλη, τα κατορθώματα του και η ανδρεία του, δεν λησμονούνται. Μεταφέρονται από γενιά σε γενιά ενώ η προσωπικότητα του, τιμάται, με το όνομα του να δίδεται σε τοποθεσίες και δρόμους ως απόδειξη της κρητικής ευγνωμοσύνης, ενός νησιού, ενός τόπου που δε νοιάστηκε μόνο για τα όρια του, αλλά από τα χρόνια της Επανάστασης ένιωθε τη σύνδεση του με τη Μητέρα Ελλάδα.