Ένα μικρό κύμα σύγχρονης ελληνικής… φιλοσοφίας και κουλτούρας σαρώνει το εξωτερικό: από το Instagram μέχρι τα brands, η λέξη «μεράκι» έγινε τάση και μυστικό δημιουργικότητας που οδηγεί στην ευτυχία.
Η ελληνική ερμηνεία της λέξης «μεράκι» έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο, τα social media και την έξυπνη επιχειρηματικότητα που αναζητά πια εκτός από το packaging και μια φιλοσοφία πίσω από το brand name της. Το «Meraki» έχει γίνει viral στο εξωτερικό, χτίζοντας μια νέα φιλοσοφία, με ελληνικές ρίζες και οπτική, σύμφωνα με την οποία πρέπει να βάζεις πάθος, δημιουργικότητα και ψυχή σε ό,τι κι αν κάνεις για να γίνεις ευτυχισμένος. Να δίνεις, δηλαδή, τον εαυτό σου σε κάθε δραστηριότητα με την οποία καταπιάνεσαι, να είσαι ενσυνείδητος, να τα κάνεις όλα με ενσυναίσθηση, λαχτάρα και δημιουργική τρέλα.
Meraki: Το Hygge της Ελλάδας;
Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Κοπεγχάγη, κι από το Τόκιο μέχρι το Όσλο, έχουν την ανάγκη να αναζητούν μικρές διεξόδους από την ταχύτητα και τις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, σε δημιουργικές δραστηριότητες, σε εμπειρίες, σε «καταστάσεις» που τους βγάζουν από τα συνηθισμένα. Σαν μια στρόφιγγα αποσυμπίεσης που τους βοηθά να βρίσκουν τη γαλήνη, να νικούν το στρες και να νιώθουν καλύτερα με τον εαυτό τους, δημιουργώντας μικρούς θύλακες ευτυχίας, ευεξίας και ηρεμίας που τους χαρίζουν ενέργεια. Κάθε τόσο, μια νέα λέξη, μια νέα έννοια από τον παραδοσιακό γλωσσικό πλούτο μιας χώρας, κάνει την εμφάνισή της στο lifestyle, δημιουργώντας ένα ολόκληρο «κύμα», μια νέα φιλοσοφία που βρίσκει εφαρμογή στην καθημερινότητα, γεννώντας μια ολόκληρη νέα κουλτούρα αυτοβοήθειας που γίνεται μόδα.
Έτσι, οι Δανοί έχουν το, γνωστό πλέον, «Hygge», για να δηλώσουν μια cosy κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος φτιάχνει μια χαλαρή ατμόσφαιρα με κεριά, μουσική, ένα ζεστό ίσως αφέψημα, για να απολαύσει τις στιγμές του με ηρεμία, προσφέροντας στον εαυτό του ευεξία και ενέργεια. Αντίστοιχα οι Ιάπωνες έχουν τη λέξη «Kaizen», μια λέξη που σημαίνει «καλή αλλαγή» και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ένα μυστικό ευτυχίας, μια μέθοδο η οποία δείχνει στους ανθρώπους πώς να κάνουν μικρές, σταδιακές αλλαγές για να μεταμορφώσουν τη ζωή τους. Ενώ οι Νορβηγοί έχουν τη λέξη «Friluftsliv» που σημαίνει «ζωή στη φύση», για να εκφράσουν την ενέργεια που σου δίνει μια βόλτα στο δάσος, στο πάρκο, σε μια λίμνη ή μια παραλία.
Δεν έχουν τελειωμό οι αντίστοιχες λέξεις-έννοιες που αντικατοπτρίζουν μια κατάσταση, μια φιλοσοφία: Lagom, Còsagach, Ikigai κ.ά, είναι μερικές ακόμα τέτοιες τάσεις. Και τώρα σε αυτές προστίθεται και το «Mεράκι» (meraki) που τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα, καθώς φαίνεται, μεταλαμπαδεύει σε όλο τον κόσμο. Όπως το δανέζικο Hygge -και οι αντίστοιχες λέξεις άλλων χωρών-, η λέξη «μεράκι» που σημαίνει έντονη αγάπη και φροντίδα για κάτι, υποδηλώνει μια κατάσταση, έναν τρόπο ζωής, μια οπτική, μια νοοτροπία.
#Meraki – Hashtag στο Instagram με 875k followers
Απρόσμενα, η λέξη «μεράκι» έγινε hashtag στα κοινωνικά δίκτυα, υποδηλώνοντας το πάθος και τη δημιουργική τρέλα, αποκτώντας σιγά σιγά μεγάλη δυναμική. Σήμερα το hashtag #meraki έχει 895k followers στο Instagram, αριθμός που μεγαλώνει καθημερινά, και έχει γίνει μαζικό. Υπό αυτό το hashtag οι χρήστες ανεβάζουν φωτογραφίες που τους δείχνουν να κάνουν πράγματα που αγαπάνε: τη δουλειά τους, το χόμπι τους, μια αγαπημένη ενασχόληση, ένα άθλημα, τη μαγειρική τους, μια χειροτεχνία, ένα εργόχειρο, μια DIY κατασκευή, ένα μακιγιάζ που κατάφεραν στον καθρέφτη τους, τον κήπο τους με τα τριαντάφυλλα που έχουν φυτέψει, ένα μποστάνι που καλλιεργούν, ένα δωμάτιο που διακόσμησαν μόνοι τους με μεράκι.
Διεθνή brands με ελληνικό όνομα και φιλοσοφία
Παράλληλα, το «meraki» έχει μετατραπεί σε διεθνές εμπορικό trend, με δημοφιλή brands στο εξωτερικό να χρησιμοποιούν τη λέξη για να υποδηλώσουν την ποιότητα, τη φροντίδα, το πάθος, την αγάπη για τα προϊόντα που σχεδιάζουν: για παράδειγμα Meraki ονομάζονται μια σειρά από brands ένδυσης και ομορφιάς, όπως η σειρά ρούχων «Meraki» της Amazon ή το δημοφιλές στο Instagram brand καλλυντικών «Meraki» από τη Δανία και πολλά brands ακόμα, όπως θα δούμε, από την Αυστραλία μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, κι από τις σκανδιναβικές χώρες μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και το Πακιστάν, με αυτή την επωνυμία.
Μια απλή αναζήτηση στη Google μπορεί να μας κάνει να εκπλαγούμε ευχάριστα: Brands ομορφιάς, μόδας, τροφίμων, ευεξίας κ.ά. χρησιμοποιούν σαν brand name το «Meraki», εξηγώντας ότι πρόκειται για μια ελληνική λέξη που δεν μεταφράζεται ακριβώς με μία μόνο λέξη σε άλλες γλώσσες και η οποία υποδηλώνει ότι κάποιος δεν κάνει απλώς μια δουλειά, δεν προσφέρει μια απλή υπηρεσία ή δεν παράγει ένα απλό προϊόν, αλλά βάζει σε αυτά ψυχή, αγάπη, φροντίδα και πάθος.
Εκτός από το πολύ γνωστό στις beauty addicts δανέζικο brand καλλυντικών «Meraki» (merakimoments.com) και τη σειρά με casual αντρικά και γυναικεία ρούχα Meraki της Amazon που όπως λέει η εταιρεία είναι ιδανικά για να ντύνεσαι απλά αλλά με μεράκι, το ελληνικό «Μεράκι» (meraki) δανείζει το όνομά του και φυσικά τη συνακόλουθη φιλοσοφία του, μεταξύ άλλων, στις εξής ενδεικτικές επιχειρήσεις: Ένα μουσικό φεστιβάλ στο St Albans της Αγγλίας (merakifestival.com). Μια αγγλική start-up εταιρεία τεχνολογίας, τη Meraki Networking Store, με συνεργάτες πτυχιούχους του ΜΙΤ που παρέχει υπηρεσίες τεχνολογίας και όπως εξηγεί επέλεξε την ελληνική λέξη «μεράκι» για να εκφράσει το πάθος για την επικοινωνία και τον κόσμο του διαδικτύου. Ένα fashion brand από την Μπανγκαλόρ της Ινδίας (themerakiworld.com). Ένα πολυκατάστημα με ρούχα, αξεσουάρ και είδη σπιτιού, το Meraki Boutique στην Ιντιάνα της Αμερικής (shopmerakimuse.com). Ένα ηλεκτρονικό κατάστημα παιδικών ρούχων και παιχνιδιών, το lovealwaysmeraki.com, στο οποίο η ιδρύτριά του Myranda Teal εξηγεί τη χρήση της ελληνικής λέξης «μεράκι» παραθέτοντας μια φράση του Απόστολου Παύλου από την Α' Επιστολή προς Κορινθίους της Καινής Διαθήκης: «Πάντα τα έργα υμών ας γίνωνται εν αγάπη». Mια μπουτίκ στη Νέα Ζηλανδία, με επωνυμία Meraki Fashion (merakifashion.co.nz) της οποίας η φιλοσοφία βασίζεται στην έννοια της ελληνικής λέξης «μεράκι». Ένα studio yoga, με brand name Meraki Yoga (merakiyogastudio.com) στο Κολοράντο, που παντρεύει τη φιλοσοφία zen με το ελληνικό μυστικό της μεσογειακής μακροζωίας που δεν είναι άλλο από το να ζεις τα πάντα με πάθος, με μεράκι. Και η λίστα είναι ατέλειωτη: εστιατόρια, εργαστήρια κοσμήματα, εταιρείες κατασκευής ρούχων και αξεσουάρ, καταστήματα με υφάσματα και είδη για το σπίτι, υπηρεσίες διαφόρων τύπων, σε πολλά σημεία της γης, χρησιμοποιούν τη λέξη μεράκι και όλα εξηγούν την προέλευση και την ερμηνεία της.
Αυτό που εντυπωσιάζει βέβαια είναι ότι στην πλειοψηφία τους όλα αυτά τα brands έχουν ιδρυθεί από ανθρώπους άλλης εθνικότητας, όχι ελληνικής, αποδεικνύοντας την επιρροή της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας. Φυσικά δεν αποκλείεται σε πολλές περιπτώσεις, όποια πέτρα -που γράφει μεράκι- κι αν σηκώσεις, να υπάρχει από κάτω ένας δημιουργικός Έλληνας, όπως ο Γιάννης Γεωργιλάς, ο οποίος ζει στο Borås της Σουηδίας και έχει δημιουργήσει εκεί ένα brand ελληνικών τροφίμων με την επωνυμία «Meraki – Fine Greek Products». Ο ίδιος εξήγησε, σε συνέντευξή του, τους λόγους για τους οποίους επέλεξε μια τόσο όμορφη ελληνική λέξη με πλούσιο όνομα για την επωνυμία της επιχείρησής του: «To “μεράκι” είναι μια από τις πιο όμορφες ελληνικές λέξεις και αποτελεί μέρος της ελληνικής νοοτροπίας και φιλοσοφίας. Είναι μια μοναδική λέξη που οι Έλληνες γνωρίζουμε πολύ καλά. Σημαίνει ότι κάνεις κάτι με ψυχή, δημιουργικότητα και αγάπη. Διαλέξαμε τη λέξη «μεράκι», επειδή περιγράφει επακριβώς τη φιλοσοφία μας. Δεν είμαστε εταιρεία κολοσσός και δεν έχουμε απεριόριστους πόρους, κεφάλαιο και χρόνο. Έπρεπε να ξεπεράσουμε αυτούς τους περιορισμούς δουλεύοντας έξυπνα, αποδοτικά, χωρίς προκαταλήψεις, έχοντας εμπιστοσύνη στο ένστικτό μας. Έπρεπε να δουλέψουμε με “μεράκι”! Όλη η σειρά των προϊόντων μας, αντανακλά τη φιλοσοφία μας και προσφέρει υψηλής ποιότητας ελληνικά προϊόντα από μικρούς παραγωγούς και οικογενειακές επιχειρήσεις στη Σουηδία, στη Δανία και σύντομα στο Χονγκ Κονγκ» (πηγή: newdiaspora.com).
Μεράκι: Ελληνική ή τουρκική λέξη;
Η λέξη «μεράκι» είναι δάνειο από την τουρκική λέξη «merak» (αραβ. Maraqq) που σημαίνει «ευγένεια, χάρη». Η ελληνική λέξη ωστόσο έχει εξελιχθεί και σημαίνει εντελώς διαφορετικό πράγμα από την τουρκική.
Το iefimerida επικοινώνησε με τον γνωστό γλωσσολόγο και καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη στο Κέντρο Λεξικολογίας και ζήτησε την πολύτιμη βοήθειά του τόσο για την ακριβή ερμηνεία της λέξης «μεράκι», όσο και για την καταγωγή και την ετυμολογία της: «Πολύ ενδιαφέρον το θέμα που πραγματεύεστε. Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω την εξέλιξη τής λέξης “μεράκι” με την αίγλη, το κύρος και την αναγνώριση που περιγράφετε ως “brand”. Το “μεράκι” δηλώνεται ίσως πιο εμφατικά στην γλώσσα μας –εγώ το προτιμώ και το χρησιμοποιώ συχνά- με την λέξη πάθος. Ωστόσο, η λέξη “μεράκι” έχει δύο έντονα χαρακτηριστικά:
α) έχει έντονα βιωματικό (emotive), συναισθηματικό χαρακτήρα, εξ ου και είναι συχνή και αγαπημένη λέξη τής καθημερινής γλώσσας και ζωής
β) είναι εκφραστική λέξη, έχει εκφραστικότητα, δηλ. ηχητική, γραμματική, σημασιολογική απήχηση που φθάνει στην προβολή και την έμφαση.
Η εμπειρική προσπάθεια να ετυμολογηθεί από την ελληνική λέξη ἵμερος «επιθυμία» είναι καθαρή παρετυμολογία και δεν δικαιολογείται γλωσσολογικά».
Τέλος, για να κατανοήσουμε την καταγωγή και την ερμηνεία της λέξης «μεράκι» ακολουθούν τρία χρήσιμα αποσπάσματα από τα λεξικά που μας παρέθεσε ο κ. Μπαμπινιώτης:
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
μεράκι (το) {χωρ. γεν.} (εκφραστ.) 1. η έντονη επιθυμία, ο πόθος 2. (συνεκδ.) η λύπη που προκαλείται από απραγματοποίητη έντονη επιθυμία: το ’χω ~ ν’ αποκτήσω δική μου βάρκα || του ’μεινε το ~ που δεν είχε καθόλου ταξιδέψει στο εξωτερικό ΣΥΝ. καημός 3. το να κάνει κανείς κάτι με απόλαυση, με διάθεση καλλιτέχνη, το να βάζει κανείς την ψυχή του σε αυτό: έπιπλα φτειαγμένα με ~· ΦΡ. είμαι στα μεράκια μου / έχω τα μεράκια μου είμαι στα κέφια μου, έχω διάθεση να διασκεδάσω: ήπιε λίγο παραπάνω απόψε, γιατί ήταν στα μεράκια του.
Ετυμολογικό λεξικό
μεράκι < τουρκ. merak < αραβ. maraqq «ευγένεια, χάρη».
ΕΤΥΜΟΛ. ΠΕΔΙΟ
μερακλής, μεταφορά τού τουρκ. meraklı < merak
μερακλ-ήδικος < μερακλ(ής) + παραγ. τέρμα -ήδικος
μερακλ-ώνω < μερακλ(ής) + παραγ. τέρμα -ώνω
μεράκλω-μα < μερακλώ(νω) + παραγ. τέρμα -μα.
Λεξικό συνωνύμων και αντωνύμων
μεράκι (λαϊκ.) 1 (α) λαχτάρα, (έντονη) επιθυμία, πόθος, δίψα, όνειρο, πάθος, τρέλα: το έχει ~ να ταξιδέψει στο εξωτερικό (β) καημός, μαράζι, ντέρτι (λαϊκ.), πίκρα, πόνος, σαράκι (μτφ. – εκφραστ.): άφησε τα καράβια, αλλά του έμεινε το ~ τής θάλασσας 2 (για κατασκευή, έργο τέχνης κ.λπ.) φροντίδα, επιμέλεια, τέχνη, μαστοριά: έπιπλα φτιαγμένα με ~
μερακλίδικος (εκφραστ.) (π.χ. ~ καφές) καλοφτιαγμένος, φροντισμένος, καλοδουλεμένος ΑΝΤ. τσαπατσούλικος, πρόχειρος
μερακλώνω (λαϊκ.) 1 ξεσηκώνω, διεγείρω: το κρασί τον μεράκλωσε κι άρχισε να τραγουδάει 2 (αμετβ.) ξεσηκώνομαι, ξεφαντώνω (επιτατ.)