Να λοιπόν που υπάρχει τρόπος ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ να μαγνητίσει όλο το κοινό. Από τους φανατικούς του μπάσκετ που ξέρουν κάθε λεπτομέρεια (νομίζουν ότι ξέρουν) για τον Μάικλ Τζόρνταν και τους Chicago Bulls, μέχρι άσχετους με το σπορ. Αυτό πετυχαίνει το «Last Dance», το άρτιας παραγωγής και ατόφιας έρευνας ντοκιμαντέρ που έφερε πρόωρα στη ζωή μας ο κορωνοϊός μέσω του Netflix.
Ενας άνδρας γίγαντας, με την πλάτη κυρτωμένη, γυρισμένη στην κάμερα, κοιτά έξω από το παράθυρο καθισμένος σε έναν πάγκο. Η κάμερα πλησιάζει, η μορφή δεν σαλεύει, η βραχνή φωνή του Μάικλ Τζόρνταν, του MJ φτάνει από τα ηχεία. Τα πρώτα δευτερόλεπτα του «Last Dance» έχουν μια σχεδόν ποιητική ακινησία, τόσο ασύμβατη με αυτό που πραγματικά ήταν ο Μάικλ Τζόρνταν και η καριέρα του όπως την βλέπουμε στη συνέχεια να ξετυλίγεται σε δέκα επεισόδια στο Νetflix.
Ενα μοτίβο που διατρέχει το ντοκιμαντέρ: εικόνες του καταιγιστικού, τρομακτικού για τους αντιπάλους Τζόρνταν μέσα στο γήπεδο, να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του στη δεκαετία του ‘90, έρχονται να ακουμπήσουν πάνω στο σήμερα. Σε μινιμαλιστικά σχεδόν, στιλπνά πλάνα του Τζόρνταν καθισμένου διαρκώς σε μια καρέκλα να αφηγείται. Ενα ποτήρι ουίσκι δίπλα και ένα σταχτοδοχείο πούρων, καθώς απαντά, σχολιάζει, βλέπει δηλώσεις ανθρώπων που συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ σε ένα τάμπλετ που του δίνει η παραγωγή κάθε τόσο. Μάλλον ανέκφραστος, ελάχιστες φορές ένα μειδίαμα, όχι στις χαρές όσο περισσότερο στις πικρές στιγμές για τις οποίες αναφέρεται. Και με ένα χιούμορ όξινο - συχνά το συνεργείο ξεσπούσε σε γέλια, λέει ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Jason Hehir.
Το ντοκιμαντέρ «Last Dance», αφορά τον τελευταίο χορό των Chicago Bulls και είναι ντυμένο με μουσική χιπ-χοπ της εποχής εκείνης. Tην τελευταία χρονιά του μεγαλείου, ‘97-’98 και τον στόχο για την διεκδίκηση του έκτου πρωταθλήματος NBA. Μια τελευταία χορογραφία όπως την σχεδίασε ο προπονητής Φιλ Τζάκσον και την εκτέλεσαν ο Μάικλ Τζόρνταν αλλά και ο Σκότι Πίπεν, ο παίκτης που έζησε στη σκιά του Τζόρνταν και που μέσα από το ντοκιμαντέρ αναδεικνύεται με έναν τρόπο που αποτελεί πραγματική ωδή. «Κάθε φορά που μιλάει κάποιος για τον Μάικλ Τζόρνταν θα πρέπει να μιλάει και για τον Σκότι Πίπεν» λέει ο ίδιος ο Τζόρνταν στο ντοκιμαντέρ. Φευγαλέα εμφανίζεται και ο πρωτάρης τότε Κόμπι Μπράιντ στον οποίο ακαριαία ο Τζόρνταν είδε τον επόμενο μεγάλο παίκτη του μπάσκετ.
Στο ντοκιμαντέρ επιβεβαιώνεται η άποψη ότι αν κάποιος είναι μεγαλειώδης στο είδος του, στο τερέν του, αν κατορθώνει να φτάσει κορυφές που λίγοι κατακτούν, τότε ναι, είναι συνήθως ένας άνθρωπος δύσκολος, ακόμα και σκληρός. Πρώτα όμως με τον εαυτό του. Βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ έναν Τζόρνταν που καθυποτάσσει κάθε ανθρώπινη έξη - με εξαίρεση τον τζόγο, αλλά για αυτόν λέει ότι απλώς οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ανταγωνιστικός - και πόνο για να προπονηθεί, να εξελιχθεί, να νικήσει. Που επιβάλλει αυτή τη λογική στους συμπαίκτες του και γίνεται αδυσώπητος όταν αυτοί δεν ανταποκρίνονται. Ενας στρατηγός, αμείλικτος που παραδέχεται κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ «το να ηγείσαι, έχει ένα τίμημα».
«Αν θες να δεις τον Μάικλ να πετυχαίνει κάτι αμέσως, απλώς πες του ότι δεν μπορεί να το κάνει» λέει ο πατέρας του κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ. Αξίζει να πούμε ότι τα γυρίσματα -με εξαίρεση τις νέες συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών – έγιναν πριν από 20 χρόνια συγκεντρώνοντας περί τις 500 ώρες υλικό από γήπεδα, αποδυτήρια, ξενοδοχεία, συνεντεύξεις τύπου. Η μητέρα, ο αδελφός και κυρίως ο πατέρας του Τζόρνταν είναι μορφές καθοριστικές και αυτό διαπερνά το ντοκιμαντέρ. Απουσιάζουν (τουλάχιστον ως και το 8ο επεισόδιο) η σύζυγος και τα παιδιά του. Το υλικό που έφτιαξε τον μύθο που στήριξε τη δυναστεία των Chicago Bulls είναι απλό: οι γονείς του και η σιδερένια του θέληση. Ακόμα και ο Μπαράκ Ομπάμα μιλά για τον Τζόρνταν, τον θαυμασμό του για αυτόν, θυμάται πως δεν είχε χρήματα για να πάει να δει τους αγώνες των Chicago Bull - σε μια αμήχανη στιγμή που την ώρα που μιλάει ο τίτλος του αναγράφει «Μπαράκ Ομπάμα πρώην κάτοικος Σικάγο», κάτι που διορθώθηκε στη συνέχεια.
Ομως ο Ομπάμα αναπόφευκτα μιλά και για τον ευρύτερο αντίκτυπο του Τζόρνταν στην κοινωνία για το πολιτικό του ρόλο, ως ένας μαύρος που έγινε σημείο αναφοράς και σύμβολο. Φτάνοντας όμως μέχρι ένα όριο, χωρίς να θελήσει να μιλήσει πολιτικά και να στηρίξει μαύρους υποψήφιους κυβερνήτες την κρίσιμη ώρα. Και ήταν αυτή, η καθηλωμένη στο μπάσκετ και την πέριξ αυτού οικονομικής αυτοκρατορίας συμπεριφορά του που τράβηξε τη μεγάλη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον Τζόρνταν και τον έτερο θρύλο των σπορ, τον Μοχάμεντ Αλι. Τον πραγματικό μαχητή των δικαιωμάτων.
Βλέπετε, το δράμα και η ανάταση στη ζωή του Τζόρνταν είχαν σχέση μόνο με την προσωπική του ζωή. Με το μπάσκετ και την οικογένειά του. Δεν υπήρχαν χαραμάδες για άλλα. Τον βλέπουμε να αστειεύεται με τους φύλακες του σταδίου στα αποδυτήρια και να βάζει στοιχήματα μαζί τους, να κάνει ανελέητο bullying στον γενικό διευθυντή των Chicago Bulls Τζέρι Κράους που θεώρησε υπεύθυνο για το τέλος της χρυσής εποχής της ομάδας. Τον βλέπουμε να παίζει γκολφ το οποίο λάτρευε και ακούμε διαρκώς για το πάθος του με τον τζόγο. Στο ντοκιμαντέρ δημιουργείται μια ακόμα εικόνα όχι οπτική, αλλά αφηγηματική γύρω από τον μύθο του Τζόρνταν και τις επισκέψεις του στα καζίνο. Οπως και το πώς έφτιαξε μια αυτοκρατορία διαθέτοντας τον εαυτό του για διαφημίσεις μέχρι και για fast food, αλλά και δημιουργώντας τον απόλυτο μύθο των παπουτσιών, τα πιο ποθητά που υπήρξαν ποτέ τα Air Jordan.
Τhe Atlas Shrugged
Βλέπουμε λεπτομέρειες ή ιστορίες που γνωρίζαμε, επικές κόντρες, αδιανόητες φάσεις, αλλά για πρώτη φορά μέσα από αυτό το σφικτό, μεστό, αδιάκριτο ντοκιμαντέρ είναι και σαν να τα ζούμε. Αδρεναλίνη, ρυθμός, σασπένς για ιστορίες με τέλος ήδη γνωστό. Η μόνη ίσως εικόνα που μετατοπίζει όσα νομίζαμε ότι ξέρουμε για τον Τζόρνταν είναι αυτή στα αποδυτήρια, το 1996, μετά τη νίκη που πέφτει στο πάτωμα, μια βουτιά απόγνωσης σχεδόν και να κλαίει γοερά, σπαραξικάρδια, χωρίς ανάσα. Ο γίγαντας πεσμένος στο πάτωμα, the atlas shrugged, για την πρώτη επική νίκη χωρίς να έχει στη ζωή του τον πατέρα του που είχε δολοφονηθεί αρκετούς μήνες πριν.
Το Netflix μέσα στην πανδημία αποφάσισε να δώσει στο παγκόσμιο κοινό του ένα διαμάντι, ένα αριστούργημα. Το «Last dance» ήταν προγραμματισμένο να βγει στον αέρα τον Ιούνιο, όμως η παγκόσμια καραντίνα οδήγησε στη σοφή απόφαση να βγει στις 20 Απριλίου σε ένα κοινό με τεράστια ανάγκη να έχει πρόσβαση σε δυνατές ιστορίες όταν η πραγματική ζωή μοιάζει να έχει παγώσει. Και ναι, το στοίχημα όχι μόνο της επιβίωσης αλλά και της νίκης μπορεί να κερδηθεί, σκέφτεται κανείς βλέποντας την πορεία του Τζόρνταν. Κοιτάζοντας τον, να κάθεται τώρα, ακίνητος σαν βράχος και να μιλάει στις κάμερες, σαν ο σοφός Ινδιάνος μιας φυλής όσο τα γηπεδάκια στις γειτονιές όλο και περισσότεροι κατεβαίνουν για να προπονηθούν κάτω από τις μπασκέτες.