Όταν μια βρετανική κυριακάτικη εφημερίδα, έχοντας πληροφορίες από τη Σκότλαντ Γιαρντ, δημοσίευσε το 1964 μια ιστορία για την παράνομη σχέση μεταξύ ενός μέλους της Βουλής των Λόρδων και ενός γκάνγκστερ από το Ανατολικό Λονδίνο, ο Sir Robert Boothby αμέσως της έκανε μήνυση, παρ’ όλο που δεν αναφερόταν κανένα όνομα. Σύμφωνα όμως με τον ίδιο, τον φωτογράφιζε.
Ο δικηγόρος του, Άρνολντ Γκούντμαν, επέμεινε για ανάκληση του άρθρου και ο Sir Boothby έλαβε σε εξωδικαστικό διακανονισμό 40.000 λίρες (800.000 λίρες σε σημερινά χρήματα). Όταν ο υπουργός Εσωτερικών ήρθε αντιμέτωπος με τον Λόρδο Boothby, ο τελευταίος αναφέρθηκε στον γκάνγκστερΡόνι Κρέι, ο οποίος όντως είχε επισκεφθεί το διαμέρισμά του, στην πλατεία Eaton: «Ούτε τότε, ούτε τώρα ξέρω κάτι από το ιστορικό του. Φαινόταν ένα ευχάριστο παιδί», φαίνεται να είπε.
Ο Λόρδος Boothby διαβεβαίωσε επίσης κατηγορηματικά τους προϊσταμένους του, ότι δεν ήταν ομοφυλόφιλος (η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικό αδίκημα εκείνη την εποχή) και δεν είχε παρευρεθεί ποτέ σε πικάντικα πάρτι. Όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Σμιθ, ο Sir Boothby, «είχε ρίξει έναν ιστό ψεμάτων».
Για μερικά χρόνια, ο λόρδος πήγαινε σε αγώνες πυγμαχίας και υπόγεια νυχτερινά κέντρα που ανήκαν στους δίδυμος αδερφούς Κρέι και ανέπτυξε μια φιλία με τον Ρόνι. Αυτό που είχαν κοινό οι δύο άνδρες, ήταν «η αγάπη τους για σεξ με νέους άνδρες».
Το 1959, σε ένα από τα κλαμπ των Κρέι, ο Λόρδος Boothby συνάντησε έναν 17χρονο, τον Ρόμπερτ Μπέβαν, με τον οποίο έφαγε σε ένα ακριβό εστιατόριο και έπειτα πήγε σε μια «βραδινή παράσταση της Gigi», πριν επιστρέψει στο διαμέρισμα του στην Eaton Square για να περάσουν μαζί τη νύχτα.
Ο λόρδος Boothby κατηγόρησε τότε το αγόρι ότι του έκλεψε το ρολόι. Η υπόθεση έφτασε στη Δικαιοσύνη. «Ποιος ήταν ο Μπέβαν για να θέσει υπό αμφισβήτηση τα λόγια ενός κυρίου σαν τον Boothby;» ρωτάει ο Ντάνιελ Σμιθ ρητορικά.
Ένας άλλος 17χρονος, ο Τζέιμς Μπάκλεϊ, στάλθηκε στο αναμορφωτήριο κατηγορούμενος ότι έκλεψε το μπλοκ των επιταγών του Boothby - αν και αργότερα βρέθηκε κλειδωμένο στο γραφείο του λόρδου. Στη συνέχεια, ήρθε στη ζωή του λόρδου o Λέσλι Χολτ, ένας νεαρός κρουπιέρης, στον οποίο ο Boothby είχε αγοράσει μία E-type Jaguar και τον πήγαινε στην όπερα.
Όπως αναφέρει ο Ντάνιελ Σμιθ, ο λόρδος Boothby, είχε αρκετές σχέσεις με νεαρούς άνδρες και επίσης συμμετείχε σε όργια στο σπίτι των Κρέι στο Hackney. Όλα αυτά, λέγεται ότι παρακολουθούνταν από την MI5. Εκτός όμως από τον Boothby, υπό στενή επιτήρηση ήταν και οι αδελφοί Κρέι. Εκείνη την περίοδο αρχεία της αστυνομίας και μάρτυρες εξαφανίστηκαν και εκείνοι έμεναν ατιμώρητοι.
Το μεγάλο ερώτημα είναι: γιατί υπήρχε μια τέτοια συνωμοσία σιωπής μεταξύ του κοινοβουλίου, των πολιτικών κομμάτων, του Τύπου και των υπηρεσιών ασφαλείας; Η θεωρία του Σμιθ είναι ότι, λίγους μήνες μετά την υπόθεση Profumo, η κυβέρνηση απλά δεν μπορούσε να αντέξει άλλο ένα ντροπιαστικό σκάνδαλο.
Από την πλευρά του, ο λόρδος Boothby ήξερε ότι «η ζωή του δεν μπορούσε να αντέξει πάρα πολύ στενή εξέταση» και ότι η ύπαρξή του ήταν ένας «ασταθής χάρτινος πύργος», οπότε η στρατηγική που σχεδίασε ο δικηγόρος του, ο Γκούντμαν, δεν ήταν να υπερασπιστεί, να αποκηρύξει ή να αντιμετωπίσει την ιστορία, αλλά προληπτικά να την κλείσει. Η κυβέρνηση, με τη σειρά της, ακολούθησε μια πολιτική «παθητικότητας και άρνησης».
Και γιατί η αντιπολίτευση δεν αντέδρασε; Ο Χάρολντ Γουίλσον, όντως, συνωμότησε με τη συγκάλυψη, καθώς δεν ήθελε η δική του σχέση με τη Μάρσια Γουίλιαμς, η οποία διεύθυνε το γραφείο του και ήταν - όπως λέει ο Σμιθ - η «ερωμένη του για πολλά χρόνια», να τεθεί υπό εξονυχιστικό έλεγχο. Υπήρχαν επίσης ζητήματα που αφορούσαν τον βουλευτή των Εργατικών, Τομ Ντράιμπεργκ, στον οποίο άρεσε το ανώνυμο σεξ «στις πόρτες, τις δημόσιες τουαλέτες και τους τηλεφωνικούς θαλάμους» και ο οποίος ήταν άλλος ένας που προστατευόταν από τις αρχές, συμπεριλαμβανομένης της MI5.
Ο λόρδος Boothby και ο Ντράιμπεργκ είχαν συνηθίσει να αξιοποιούν τις κοινωνικές επαφές τους για να εξομαλύνουν τα πράγματα όταν η ιδιωτική τους ζωή απειλούσε να προκαλέσει προβλήματα. Προφανώς, το ότι ήταν VIP, ήταν αυτό που τους έβγαζε πάντα από τις δύσκολες καταστάσεις. Η ιδέα ήταν, ότι έπρεπε να «σωθούν από τη δημόσια ντροπή» για το μεγαλύτερο καλό του κόμματος ή της κυβέρνησης.
Ο λόρδος Boothby είχε επίσης την εύνοια της αστυνομίας, ακόμη και όταν ήταν τύφλα στο μεθύσι. «Υπήρχε ένας άγραφος κανόνας: ο Boothby δεν έπρεπε να "μαζευτεί" και να συλληφθεί αν τον έβρισκαν κάπου». Αν και η εντύπωση που ήθελε να δώσει ήταν αυτή του «αγαπημένου πολιτικού της βρετανικής πολιτικής», ο λόρδος Boothby ήταν στην πραγματικότητα ένας «παρακμιακός, τζογαδόρος μοιχός» τον οποίο ο ξάδερφος του Λούντοβιτς Κένεντι αποκάλεσε «ως σκ@@@ της υψηλότερης τάξης».
Ποιος ήταν ο Λόρδος Robert Boothby - Η σχέση του με τη γυναίκα του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού, Χάρολντ Μακμίλαν
Ο λόρδος Boothby, γεννήθηκε το 1900, και έγινε ιππότης το 1953. Του άρεσαν τα φανταχτερά εστιατόρια και το εκλεκτό κρασί. Είχε πάθος για τα τυχερά παιχνίδια και συχνά χρωστούσε. Σπούδασε στο Ίτον και την Οξφόρδη. Ο εραστής του λόρδου Boothby στην Οξφόρδη ήταν ο Μάικλ Λουέλιν Ντέιβις, ο οποίος αποτέλεσε την έμπνευση για τον Πίτερ Παν του Τζέιμς Μάθιου Μπάρι.
Ήταν Συντηρητικός βουλευτής του Αμπερντίν σε ηλικία 24 ετών. Αποπλάνησε τη σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, Χάρολντ Μακμίλαν, Ντόροθι Κάβεντις και όπως λέγεται, έκαναν «πολύ λίγα για να συγκαλύψουν τη φύση της σχέσης τους», με τον Τύπο να μη γράφει ποτέ καμία κουβέντα για αυτό. Λέγεται μάλιστα, πως ο λόρδος Boothby ήταν ο πραγματικός πατέρας της κόρης του Μακμίλαν, Σάρα, η οποία αυτοκτόνησε το 1970, έπειτα από μια ζωή βυθισμένη στο αλκοόλ.
Αυτό που έμαθε νωρίς ο λόρδος Boothby ήταν ότι αν είσαι θρασύς, μπορείς να συμπεριφερθείς όπως θέλεις. Ωστόσο, δεν κατάφερε ποτέ να «σκαρφαλώσει» σε κάποιο υψηλό αξίωμα.
Ως κατώτερος υπουργός, απολύθηκε επειδή έκανε σκοτεινές συμφωνίες με Τσεχοσλοβάκους πρόσφυγες, που ζητούσαν να παγώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία κατά τη διάρκεια του πολέμου: υπήρχε μια «άτυπη κατανόηση» ότι ο λόρδος Boothby θα λάμβανε ένα ποσοστό.
Ο λόρδος Boothby πέθανε το 1986 από καρδιακή προσβολή. Μέχρι τότε, ήταν παντρεμένος για σχεδόν μια δεκαετία με μια «λαμπερή» κυρία της Σαρδηνίας, 34 χρόνια νεότερη του. «Δεν νομίζεις ότι είμαι τυχερό αγόρι;» είχε σχολιάσει την ημέρα του γάμου του.