«Και ξαφνικά, άνοιξαν την μπάρα! Ολοι άρχισαν να τρέχουν! Κι εγώ μαζί». Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989, ο Αντρέας Φάλγκε ήταν ένας από τους πρώτους Ανατολικοβερολινέζους που πέρασε στη Δύση μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Αποσβολωμένος, αυτόπτης μάρτυρας, παρασύρθηκε στη δίνη της Ιστορίας και περιγράφει με βερολινέζικο σαρκασμό το άνοιγμα του πρώτου σημείου διέλευσης από τους ανατολικογερμανούς φρουρούς, παρασυρμένους από μεγάλο πλήθος που φώναζε: «Ανοίξτε την πύλη!».
«Υπήρχε μία ανθρώπινη πλημμυρίδα», που κατευθυνόταν προς το συνοριακό πέρασμα της Μπορνχόλμερ Στράσε λέγοντας ο ένας στον άλλο: «Ακουσες τα νέα;», διηγείται ο Αντρέας Φάλγκε στο σημείο όπου βρισκόταν πριν από 30 χρόνια.
«Το νέο» ήταν μία ανακοίνωση που είχε γίνει νωρίς το βράδυ από έναν αξιωματούχο του κομμουνιστικού καθεστώτος που έπνεε τα λοίσθια. Οι Ανατολικογερμανοί είχαν πλέον την άδεια να ταξιδέψουν στην Δύση.
Ο Αντρέας Φάλγκε, τότε τεχνικός σε σινεμά, κοιτάζει όπως και πολλοί συμπολίτες του την κρατική τηλεόραση να μεταδίδει...ένα ποδοσφαιρικό ματς του γερμανικού κυπέλλου.
Ομως, κατά τις 22.40, ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων ανακοινώνει το άνοιγμα των συνόρων που χωρίζουν εδώ και 28 χρόνια του Βερολινέζους του ανατολικού και του δυτικού τομέα.
«Θεέ μου και όλο αυτό στραβώσει;»
Ο Αντρέας Φάλγκε πετάγεται από τη θέση του. «Δεν είχα την παραμικρή ιδέα αν τα σύνορα είχαν ήδη ανοίξει ή όχι. Ωπ, έφυγα: βάζω το δερμάτινο μπουφάν μου, παίρνω τα χαρτιά μου, 100 μάρκα και έναν χάρτη του Δυτικού Βερολίνου».
Και νά 'τος στην Μπορνχόλμερ Στράσε μαζί με εκατοντάδες άλλους περίεργους, μπροστά στους βλοσυρούς ανατολικογερμανούς φρουρούς. «Ελεγα: "Ω Θεέ μου, κι αν όλο αυτό στραβώσει! Είχα τα μάτια μου ανοικτά για την περίπτωση που κάποιος από αυτούς θα έβγαζε περίστροφο», θυμάται.
«Και ξαφνικά, άνοιξαν την μπάρα! Ολοι άρχισαν να τρέχουν! Κι εγώ μαζί», συνεχίζει ο Αντρέας Φάλγκε. Είναι σχεδόν 23.30 και το Τείχος του Βερολίνου έχει πέσει.
Παραζαλισμένος, περπατά επάνω στην γέφυρα και τελικά διακρίνει δύο δυτικογερμανούς αστυνομικούς. «Εκείνη την στιγμή το συνειδητοποίησα: Ω μαλάκα, είμαι στη Δύση!».
Η νυκτερινή περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει. Η πρώτη του επαφή με την Δύση είναι ένα συνοικιακό μπιστρό, όπου μέσα στους πυκνούς καπνούς των τσιγάρων οι θαμώνες ξαναφτιάχνουν τον κόσμο για όσο διαρκεί ένα ποτήρι μπύρας.
«Ανοιξα την πόρτα και είπα: "Σούπερ. Αυτό είναι. Η Δύση και τα φώτα της...».
Το 1989, δεν υπάρχουν ούτε ειδοποιήσεις στα smartphones ούτε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσουν την πληροφορία με την ταχύτητα του ήχου. Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους διασταυρώνεται αγνοούν μέχρι εκείνη την στιγμή τι έχει γίνει.
«Μα πού είσαι;»
Αυτός ο παθιασμένος με την μουσική και το σινεμά Ανατολικοβερολινέζος, που δεν σκέφτηκε ποτέ να διαφύγει από την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας , αλλά έχει φίλους στην Δύση, δεν έχει άλλο στο μυαλό του: θέλει να επισκεφθεί τους φίλους, που μέχρι τότε εκείνοι έρχονταν να τον επισκεφθούν στον ανατολικό τομέα της πόλης τους, από την άλλη πλευρά του Τείχους.
Από το μπαρ, τηλεφωνεί στον φίλο του Βόλφγκανγκ. «Μου λέει ότι χαίρεται που μ΄ακούει. Του λέω: "Σταμάτα να μιλάς και έλα να με πάρεις". Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής πέφτει σιωπή. "Να σε πάρω; Μα πού είσαι;"».
Ο Αντρέας Φάλγκε του εξηγεί ότι βρίσκεται στην συνοικία Βέντινγκ, στον δυτικό τομέα. «Τι σημαίνει είσαι στο Βέντινγκ;», τον ρωτά ο φίλος του. «Του λέω: ε, μόλις άνοιξαν το Τείχος». Και τότε, ακούω: «Ω ρε π...!».
Από το παράθυρο του ταξί που τον πηγαίνει στον φίλο του, βλέπει να περνά μία πόλη όχι πολύ διαφορετική από την δική του, με την εξαίρεση «των φωτισμένων με νέο μαγαζιών» και των εξωφρενικών τιμών τους.
Ακολουθεί μία λευκή νύκτα με πολύ ποτό σε ένα μπαρ και στο διαμέρισμα του Βόλφγκανγκ, όπου όταν επιστρέφουν οι συγκάτοικοί του αποσβολωμένοι βρίσκουν το Αντρέας Φάλγκε «να κάθεται στον καναπέ με μία Beck's στο χέρι».
Την επομένη, επιστρέφει το Ανατολικό Βερολίνο για να εργασθεί στο σινεμά. «Ο μόνος που βρισκόταν εκεί ήταν το αφεντικό μου». Εργαζόμενοι και πελάτες είχαν πάει στην Δύση.
«Οπότε, κλείσαμε το Babylon. Πήγαμε να γιορτάσουμε την πτώση του Τείχους στην καντίνα του Volksbuhne», του περίφημου αβανγκάρντ θεάτρου που βρισκόταν ακριβώς απέναντι.