15 Απριλίου 1912: Ο Τιτανικός, το θρυλικό Βρετανικό επιβατηγό υπερωκεάνιο, βυθίστηκε στον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό μετά από σύγκρουση με ένα παγόβουνο κατά το παρθενικό ταξίδι του από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη.
Η βύθισή του παρέσυρε στον θάνατο πάνω από 1.500 ανθρώπους, σε ένα από τα πιο θανατηφόρα ναυτικά δυστυχήματα στη σύγχρονη ιστορία. Οι ιστορίες συγγενών των θυμάτων, συνεχίζουν να συγκινούν, έναν αιώνα μετά.
Οι χήρες του πληρώματος που χάθηκαν στην καταστροφή του 1912 έμειναν αντιμέτωπες με τη θλίψη και το θάνατο… Μία συγγραφέας θυμάται τη συγκινητική ιστορία της προγιαγιάς της, η οποία έχασε τον άντρα της στο ναυάγιο. Μια ιστορία για τον πόνο και την επιβίωση...
«Ας είναι το όνομά του στη λίστα των επιζώντων»
Καθώς έτρεξε στους δρόμους του Σαουθάμπτον, η Έμιλι Μπέσαντ «έσερνε» το γιο της, δύο ετών, Άλμπερτ, και παρακαλούσε τα άλλα παιδιά της, τον 15χρονο Τσαρλς, τη 12χρονη Γκλάντυς, την 6χρονη Φλόρενς και τον 4χρονο Λέοναρντ, να συνεχίσουν να περπατούν.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με γυναίκες που φορούσαν ποδιές και είχαν αφήσει στη μέση τη μαγειρική, και με παιδιά να ουρλιάζουν. Όλες είχαν στο μυαλό τους την ίδια σκέψη: «Ας είναι το όνομά του στη λίστα των επιζώντων… ας είναι εκεί το όνομά του».
Όταν η Έμιλι έφτασε στο γραφείο της White Star Line στις αποβάθρες, δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Υπήρχαν εκατοντάδες που περίμεναν και σπρώχνονταν, ανάμεσά τους και αγόρια που κρατούσαν πλακάτ από την τοπική εφημερίδα με εικόνες του βυθισμένου πλοίου, που ήταν μέρος της μεγαλύτερης θαλάσσιας τραγωδίας στον κόσμο.
Αυτό ήταν τον Απρίλιο του 1912 και ο «αβύθιστος» Τιτανικός είχε βυθιστεί ημέρες νωρίτερα στο παρθενικό του ταξίδι. Ο σύζυγος της Έμιλι, ο Γουίλιαμ, που ήταν θερμαστής, είχε δουλέψει και στο πλοίο Oceanic.
Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να φωνάζουν: «Πού είναι ο κατάλογος; Υπάρχουν επιζώντες;». Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Εμιλι ήταν να περιμένει τη σειρά της . «Η Έμιλι Μπέσαντ, τότε 38 ετών, ήταν η γιαγιά μου. Στις κοκκώδεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έχω δει για αυτήν, φαίνεται αυστηρή: μια κρύα, μη συναισθηματική γυναίκα», αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας Τζούλι Κουκ.
«Δεν ξέρω αν έκλαψε εκείνη την ημέρα. Τη φαντάζομαι να ελπίζει ότι ο Γουίλιαμ θα επέστρεφε πράγματι, στο σπίτι», προσθέτει. Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ποτέ. Από τους περίπου 2.224 επιβάτες και πλήρωμα στο Τιτανικό, περισσότεροι από 1.500 πέθαναν.
Η αναμονή πρέπει να ήταν αγωνιώδης. Και μερικές εβδομάδες μετά την τραγωδία, η Έμιλι έλαβε μια επιστολή που ανέφερε ότι ο Γουίλιαμ, 40 ετών, είχε «χαθεί στη θάλασσα».
Το ναυάγιο του πολυτελούς πλοίου στον κόσμο είναι γνωστή, καθώς και ο τότε ισχυρισμός ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να βυθιστεί. Μέχρι στιγμής, έχουν γυριστεί πολλές ταινίες και έχουν γραφτεί βιβλία, που έχουν επικεντρωθεί στους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους.
«Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι ο πατέρας μου να παρακολουθεί την ταινία A Night To Remember και να λέει: "Ο παππούς σου πέθανε σε αυτό το πλοίο". Ως παιδί, στοιχειώθηκα από το πόσο τρομακτικό θα ήταν να πνιγώ στο σκοτάδι. Μόνο όταν είχα δικά μου παιδιά συνειδητοποίησα ότι υπήρχε μια άλλη, μέχρι στιγμής ανέγγιχτη, ιστορία: αυτή των χήρων και των απογόνων που άφησαν πίσω», περιγράφει η Κουκ.
«Ήταν τα ξεχασμένα θύματα της καταστροφής του Τιτανικού. Και η μη αναγνωρισμένη γενναιότητά τους είναι το αντικείμενο του νέου μου βιβλίου, “The Titanic And The City of Widows It Left Behind”», συμπληρώνει.
Σε μια εποχή που αντιμετωπίζουμε τους δικούς μας αγώνες, για την ειρήνη, υπάρχουν, ίσως, πολλά που μπορούμε να μάθουμε από αυτές τις γυναίκες που αντιμετώπισαν με στωικότητα αυτή την τραγωδία.
Αρχικά ο Γουίλιαμ δεν ήταν να δουλέψει στον Τιτανικό
Πριν από την τραγωδία, η Έμιλι και ο Γουίλιαμ, που ήταν παντρεμένοι για 20 χρόνια, ζούσαν με τα πέντε παιδιά τους φτωχικά, σε ένα προάστιο του Σαουθάμπτον.
Αρχικά, δεν υπήρχε χώρος για αυτόν στο Τιτανικό: το πλοίο είχε ήδη το πλήρωμά του για τα λεβητοστάσια, εργάτες από το Μπέλφαστ, όπου είχε κατασκευαστεί το πλοίο. Ωστόσο, το πλοίο υπέστη πυρκαγιά σε ένα από τα λεβητοστάσια του πριν ακόμη φύγει από το Μπέλφαστ, με αποτέλεσμα κάποια μέλη του πληρώματος να εγκαταλείψουν τις θέσεις του.
Παρά τους κακούς οιωνούς, ο Γουίλιαμ άδραξε την ευκαιρία και πήρε τη δουλειά. Με μια γυναίκα και πέντε παιδιά για να ταΐσει, ήταν υπό συνεχή πίεση να βρει εργασία. Ο ρόλος της Εμιλι, εν τω μεταξύ, ήταν να κρατά το σπίτι, να φροντίζει τα παιδιά και να τους ταΐζει όλους, με έναν λιγοστό, μερικές φορές ανύπαρκτο, προϋπολογισμό.
«Ο πατέρας μου, ο οποίος πέθανε το 2005, μου είπε ότι η μητέρα του, είχε πει ότι η Έμιλι και τα πέντε της παιδιά ήταν ανάμεσα στο πλήθος χιλιάδων ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στις αποβάθρες του Σαουθάμπτον για να χαιρετήσουν τους δικούς τους και να δουν τον Τιτανικό να αναχωρεί για το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη στις 10 Απριλίου 1912», λέει η Κουκ.
Ο Γουίλιαμ θα ήταν ήδη στη δουλειά, βαθιά στο πλοίο, τροφοδοτώντας το ισχυρό σκάφος καθώς έπλεε. Η ιστορία από εκεί και πέρα γνωστή… Μετά από λίγες ημέρες, ο Τιτανικός θα συγκρουόταν με ένα παγόβουνο και θα βυθιζόταν, παίρνοντας μαζί του, πάνω από 1.500 ψυχές.
Οταν κυκλοφόρησαν τα νέα για τον Τιτανικό
Στο Σάουθαμπτον, η ζωή συνέχιζε να κυλά κανονικά, ώσπου τη Δευτέρα 15 Απριλίου, κυκλοφόρησαν τα νέα. Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλάνε, να μεταδίδουν μπερδεμένα μηνύματα από σπίτι σε σπίτι και από δρόμο σε δρόμο.
Ο Τιτανικός είχε χτυπήσει ένα παγόβουνο… Ο Τιτανικός βυθίστηκε… Όλοι στο πλοίο σώθηκαν… Πολλοί νεκροί … Η Έμιλι και οι άλλες σύζυγοι έκαναν πήγαιναν καθημερινά για να δουν τις λίστες που αποκάλυπταν εκείνους που πέθαναν και αυτούς που επέζησαν.
Μέχρι τις 18 Απριλίου, αρκετές μέρες μετά την τραγική είδηση της βύθισης του Τιτανικού, η Εμιλι ήξερε ότι ο Γουίλιαμ είχε χαθεί στη θάλασσα. Αντί να αρχίσει να κλαίει τη μοίρα της, άρχισε να δουλεύει ως καθαρίστρια σε γείτονες για να κερδίσει χρήματα και να ταΐσει τα παιδιά της.
Οι δρόμοι του Σάουθαμπτον είχαν σιγήσει. Επικρατούσε θλίψη καιπαγωμάρα. «Μια μεγάλη σιωπή κυρίευσε την πόλη γιατί δεν νομίζω ότι υπήρχε δρόμος στο Σάουθαμπτον που δεν είχε χάσει κάποιον σε αυτό το πλοίο», θυμάται ένας κάτοικος.
Εν τω μεταξύ, στις 29 Απριλίου, από τα 165 μέλη του πληρώματος που διασώθηκαν, 85 έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Σάουθαμπτον. Η τοπική εφημερίδα ανέφερε ότι σημειώθηκαν «συγκινητικές σκηνές»: ένας ανώνυμος θερμαστής εξήγησε πώς ο επικεφαλής μηχανικός διέταξε το πλήρωμα να σβήσει τις πυρκαγιές στον Τιτανικό, πιθανώς για να αποτρέψουν μια έκρηξη και ότι οι άντρες συνέχισαν να το κάνουν έως ότου «το νερό ήταν μέχρι τις μέσες τους». Τότε οι προϊστάμενοί τους, τους είπαν να επιβιβαστούν στις σωσίβιες λέμβους.
Η Εμιλι διάβαζε κάθε τοπική και εθνική εφημερίδα σχετικά με την καταστροφή. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα ένιωθε όταν διάβαζε αυτή τη συνέντευξη με τον συνάδελφο του Γουίλιαμ, έναν άντρα που έκανε την ίδια κουραστική δουλειά με την ίδια αμοιβή, αλλά ήταν αρκετά τυχερός για να επιβιώσει.
Ο Γουίλιαμ πέθανε αλλά είχε καταφέρει να σώσει μια ζωή
«Τόσο ο πατέρας μου όσο και η θεία μου, μου είπαν ότι εβδομάδες μετά την τραγωδία, ένας πλούσιος είχε χτυπήσει την πόρτα της Έμιλι, προσφέροντας να στείλει τη μεγαλύτερη κόρη της, την Γκλάντις, σε ιδιωτικό σχολείο, ευχαριστώντας τον Γουίλιαμ που τον βοήθησε να επιβιώσει από την τραγωδία», λέει η Κουκ.
Ο Γουίλιαμ είχε πεθάνει επειδή είχε βοηθήσει έναν άλλο επιβάτη να ανέβει σε μια σωσίβια λέμβο; Η Γκλάντις αρνήθηκε την προσφορά.
Δεν έχει γίνει γνωστό ποιος ήταν ο πλούσιος κύριος. Αλλά η οικογένεια ήταν υπερήφανη για τον Γουίλιαμ. Σε άρθρα εφημερίδων τότε, οι γυναίκες συχνά ανέφεραν περήφανα ότι ο άντρας τους «έκανε το καθήκον του» και είχε πεθάνει γενναία ως ήρωας.
Η πεποίθηση ότι το αγαπημένο τους άτομο δεν πέθανε απλά επειδή ήταν το χαμηλότερο μέλος του πληρώματος και στατιστικά δεν είχε καμία πιθανότητα να τα καταφέρει, αλλά είχε πεθάνει επειδή είχε σώσει άλλους, σήμαινε ότι ένα αίσθημα υπερηφάνειας θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη θλίψη. Ενώ τα νέα ήταν γεμάτα ηρωισμό των ανδρών, πολλοί ξέχασαν ότι τρεις γυναίκες μέλη του πληρώματος έχασαν επίσης τη ζωή τους.
«Οι Χήρες του Τιτανικού»
Όταν τελικά ιδρύθηκε το Ταμείο Ανακούφισης την άνοιξη του 1913, οι γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους, έγιναν «οι Χήρες του Τιτανικού». Μάλιστα, γινόταν έλεγχος στο ταμείο τους και τις ίδιες, για να εξακριβωθεί ότι δεν σπαταλούσαν χρήματα για αλκοόλ και γενικά δεν ασχολούνταν με κακόφημα πράγματα.
Η Εμιλι Μπεσάντ αναφέρεται στα βιβλία του Titanic Relief Fund. Λάμβανε έξι πένες την εβδομάδα - περίπου 60 £ σήμερα - για αυτήν και τα πέντε παιδιά της. Συνέχισε να λαμβάνει το επίδομά της, καθώς ο τρόπος ζωής της φαίνεται ότι θεωρούνταν αποδεκτός.
Δεν ξαναπαντρεύτηκε, κάτι που αν είχε κάνει, το επίδομα θα είχε σταματήσει, ούτε είχε άλλη σχέση ή έμεινε έγκυος ξανά. Η Έμιλι φαίνεται ότι συνέχισε ήσυχα, σχεδόν αόρατα, τη ζωή της.
Σταδιακά σταμάτησε να πλένει και άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο. Μάλιστα, αγόρασε και μία άμαξα, την οποία οδηγούσε ο μεγαλύτερος γιος της, ο Τσαρλς, παίρνοντας πελάτες που πληρώνουν για εκδρομές.
«Όπως μου είπε η θεία μου Ντόρεν για τις αναμνήσεις της Φλόρενς για την Έμιλι: “Η μητέρα μου δεν μίλησε ποτέ για το κλάμα της. Απλά συνέχισε. Επρεπε να συνεχίσει”.
Όλα αυτά τα χρόνια αργότερα, δεν μπορώ παρά να νιώσω υπερηφάνεια για το πώς η γιαγιά μου συνέχισε ήρεμα για χάρη των παιδιών της. Κατά την άποψή μου, η γενναιότητά της –και αυτή των πολλών άλλων συζύγων και των απογόνων τους– είναι εξίσου αξιέπαινη με εκείνων που χάθηκαν με το καταδικασμένο πλοίο», καταλήγει η Κουκ.