Ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος του πλανήτη, ο Μπιλ Γκέιτς, είναι ταυτόχρονα κι ένας από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μπιλ Γκέιτς δεν ήταν ποτέ αγρότης. Ο ιδρυτής της Microsoft μετά την αποχώρησή του από τον τεχνολογικό κολοσσό, όταν χτύπησε η πανδημία, ασχολείται ενεργά με την κλιματική αλλαγή, τα εμβόλια, και από την έναρξη της πανδημίας με την ανάσχεση της εξάπλωσης του κορωνοϊού. Γιατί λοιπόν το αμερικανικό περιοδικό The Land Report – που παρουσιάζει κάθε χρόνο έναν κατάλογο με τους 100 μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της χώρας -, τον ονόμασε φέτος “Farmer Bill”, κάτοχο μαζί με τη σύζυγό του Μελίντα τεράστiων αγροτικών εκτάσεων;
Ερευνώντας την αγορά έκτασης περίπου 59.000 στρεμμάτων στην πολιτεία της Ουάσιγκτον το περιοδικό ανακάλυψε ότι ο αγοραστής ήταν μια μικρή εταιρεία στη Λουιζιάνα, που ενήργησε για λογαριασμό της Cascade Investments, της επενδυτικής εταιρείας που διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της τεράστιας περιουσίας του Γκέιτς. Όπως φαίνεται ο Γκέιτς έχει αγοράσει εκτάσεις γης στο Ιλινόις, την Άιοβα, τη Λουιζιάνα, την Καλιφόρνια και καμιά δεκαριά ακόμη εταιρείες και με τις πρόσφατες αγορές του εκτιμάται ότι διαθέτει πλέον σχεδόν ένα εκατ. στρέμματα.
Ακολουθώντας τα ίχνη του χρήματος
Οι περισσότερες δραστηριότητες, στις οποίες εμπλέκεται ο Μπιλ Γκέιτς, δίνουν τροφή σε λογής θεωρίες συνωμοσίας κι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Αμερικανός μεγιστάνας αγοράζει χωράφια για να τα αξιοποιήσει για πειράματα δημιουργίας φουτουριστικών αστικών συγκροτημάτων ή τη δημιουργία νέων τροφίμων.
Αλλά ο πραγματικός λόγος των επενδύσεών του σε γη ίσως είναι πιο κοινότοπος: Πρόκειται για μια καλή επένδυση, με χαμηλή μεταβλητότητα, που δεν συνδέεται στενά με το χρηματιστήριο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πληθωριστική αντιστάθμιση. Εδώ και χρόνια ο Γκέιτς βρίσκει διάφορους τρόπους να επενδύει την περιουσία του των 129 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω της Cascade Investments. Ο ιδρυτής της εταιρείας που εδρεύει στην Ουάσιγκτον και διαχειριστής κεφαλαίων Μάικλ Λάρσον, επιβλέπει επίσης το πώς διατίθενται τα κεφάλαια των 50 δισ. του Ιδρύματος Bill and Melinda Gates κι όπως έγραψε η Wall Street Journal σ’ ένα προφίλ του, «ο Λάρσον κερδίζει χρήματα κι ο Γκέιτς τα ξοδεύει». «Η γη αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια μια ελκυστική επένδυση, που παράγει αξιόπιστες αποδόσεις για επενδυτές και ιδιοκτήτες για μεγάλο χρονικό διάστημα, με πρωταρχική εστίαση στη διανομή τροφίμων, ινών και καυσίμων σε έναν κόσμο που πεινάει για πόρους», λέει η διευθύντρια αγροτικής έρευνας της εταιρείας ακινήτων Savills, Έμιλι Νόρτον. «Οι επενδυτές δείχνουν τώρα αυξημένη όρεξη για το επόμενο παράδειγμα οικονομικής σκέψης με μια διαχείριση της γης με τρόπο που να αποδίδει περισσότερα απ’ όσα επενδύονται σ’ αυτήν».
Ένα πρόσθετο κίνητρο είναι ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής με τους επενδυτές να ποντάρουν χρήματα σε μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, όπου αναμένονται μακροπρόθεσμα κέρδη από την ενίσχυση της παραγωγικότητας καθώς η αύξηση του πληθυσμού δίνει ώθηση στο αίτημα για περισσότερα και καλύτερης ποιότητας τρόφιμα.
Τι λέει ο ίδιος ο Γκέιτς για τα σχέδιά του
Ο ίδιος ο Γκέιτς, πάντως, σε μια συζήτηση στο Reddit, απαντώντας σε ερωτήσεις αγνώστων γιατί αγοράζει τόση γη, απάντησε: «Αυτό επέλεξε να κάνει η επενδυτική μου ομάδα. Δεν σχετίζεται με το κλίμα», αφήνοντας να εννοηθεί ότι το κίνητρό του είναι κυρίως το κέρδος. Ο Γκέιτς πρόσθεσε ότι ο κύριος μοχλός των αγορών ήταν η επιστήμη της ανάπτυξης νέων σπόρων και βιοκαυσίμων: «ο τομέας της γεωργίας είναι σημαντικός. Με πιο παραγωγικούς σπόρους μπορούμε να αποφύγουμε την αποψίλωση των δασών και να βοηθήσουμε την Αφρική να αντιμετωπίσει τις κλιματικές δυσκολίες, με τις οποίες βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη. Δεν είναι σαφές πόσο μπορούν να φτηνύνουν τα βιοκαύσιμα, αλλά αν φτηνύνουν, μπορούν να λύσουν το πρόβλημα των εκπομπών ρύπων των αερομεταφορών και των φορτηγών», επεσήμανε (σημειωτέον ότι η Cascade Investment είναι επίσης μέτοχος στις εταιρείες παραγωγής φυτικών πρωτεϊνών Beyond Meat και Impossible Foods, καθώς και στην κατασκευάστρια γεωργικού εξοπλισμού John Deere).
Από τα λεγόμενά του συνάγεται το συμπέρασμα ότι αγοράζει αρόσιμες εκτάσεις για μεγάλα ερευνητικά προγράμματα που αποβλέπουν στο να καταστεί βιώσιμη και πιο παραγωγική η γεωργία. Και πράγματι, το ενδιαφέρον του Γκέιτς για βιώσιμους, παραγωγικούς τρόπους σίτισης του πληθυσμού του πλανήτη δεν περιορίζεται μόνον στη γεωργία, αφού εδώ και καιρό έχουν τραβήξει την προσοχή του εταιρείες παραγωγής «συνθετικού κρέατος», που προσφέρουν μια εναλλακτική στη μαζική εκτροφή ζώων, που αποτελούν βασική πηγή αερίων του θερμοκηπίου και οι οποίες αποβλέπουν στην στην αντιγραφή της γεύσης και της δομής του κρέατος με την αντικατάσταση π.χ. των πρωτεϊνικών κυττάρων μιας μπριζόλας με φυτικά κύτταρα, ή με την εργαστηριακή καλλιέργεια πρωτεϊνικών κυττάρων. Υπ’ αυτή την έννοια η αγορά γης από τον φιλάνθρωπο δισεκατομμυριούχο βγάζει νόημα τόσο ως επένδυση όσο και ως προσωπικό πρότζεκτ να βοηθήσει τον πλανήτη.
«Αν τα κίνητρα του Γκέιτς είναι να βγάλει χρήμα, αλλά και η πρόοδος, ποιος μπορεί να τον ψέξει;», σχολιάζει η βρετανική εφημερίδα The Telegraph, σημειώνοντας ότι πέρυσι το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates δημιούργησε το πρόγραμμα καινοτόμου αγροτικής ανάπτυξης Gates Ag One, για να βοηθήσει «μικροκαλλιεργητές σε αναπτυσσόμενες χώρες – πολλοί εκ των οποίων είναι γυναίκες – να βελτιώσουν με βιώσιμο τρόπο την παραγωγικότητα και να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής».
Τι λένε οι επικριτές του;
Από την άλλη πλευρά οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι ο Γκέιτς κατέχει υπερβολική ισχύ αναφορικά με τη διατροφή και τη γεωργία και το μόνο που τον νοιάζει είναι να πλουτίσει κι άλλο παρά να βοηθήσει τον πλανήτη. Εκφράζουν δε ανησυχίες ότι η αγορά γης από δισεκατομμυριούχους και πολυεθνικές εταιρείες επιταχύνει την βιομηχανοποίηση της γεωργίας αποστερώντας μικροκτηματίες από τη δυνατότητα να βγάζουν τα προς το ζην από την καλλιέργεια της γης με την οποία ίσως συνδέονται για μεγάλο διάστημα.
Σε άρθρο του προ ημερών στον Guardian ο αυτόχθων Αμερικανός, μέλος της φυλής των Lower Brule Sioux και ακαδημαϊκός, Νικ Έστες, υποστήριξε ότι η «μονοπωλιακή» αυτή πρακτική στερεί την πρόσβαση σε γη στους μέσους πολίτες. «Η γη στην οποία ζούμε δεν πρέπει να αποτελεί ιδιοκτησία των ολίγων. Η εκτεταμένη φοροαποφυγή αυτών των τιτάνων της βιομηχανίας θα υπερβαίνει πάντα κατά πολύ τις υποτιθέμενες δωρέες τους στο κοινό. Η νοοτροπία του “ο δισεκατομμυριούχος γνωρίζει καλύτερα” εκτρέπει την προσοχή απο τις βαθιά ριζωμένες πραγματικότητες της αποικιοκρατίας και της θεωρίας της ανωτερότητας της λευκής φυλής και αγνοεί εκείνους που γνωρίζουν στην πράξη καλύτερα πώς να χρησιμοποιούν τη γη και να ζουν απ’ αυτή», σημείωσε.