Ο σεφ Αντώνης Δέτσης έχει δημιουργήσει ένα ελληνικό εστιατόριο στο 9ο διαμέρισμα της πόλης του φωτός, κάνοντας τους Παριζιάνους να ερωτευθούν την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα.
Πειραιάς, Περιστέρι, Ζωφριά, Παρίσι... Αυτή είναι η διαδρομή της οικογένειας του σεφ Αντώνη Δέτση που μετανάστευσε από την Αθήνα στη Γαλλία πριν από μισό αιώνα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ο ίδιος, αν και γεννήθηκε στο Παρίσι, κράτησε τη φλόγα της Ελλάδας μέσα του αναμμένη. Πήγε σε ελληνικό σχολείο, όπως άλλωστε κάνουν τώρα και τα δύο παιδιά του, σπούδασε πρώτα επιπλοποιός και συντηρητής αντικέ επίπλων στη σχολή χειροτεχνίας και εφαρμοσμένων τεχνών École Boulle στο Παρίσι και στη συνέχεια γαστρονομία. Αφού εργάστηκε σε εστιατόρια πολυτελών ξενοδοχείων στη γαλλική πρωτεύουσα δημιούργησε το δικό του εστιατόριο αφιερωμένο στην ελληνική κουζίνα, θέλοντας έτσι να τιμήσει τις ρίζες του.
Ένα ταξίδι από τη Ζωφριά στο Παρίσι
Η ιστορία ξεκίνησε τη δεκαετία του '60, όταν ο πατέρας του Αντώνη Δέτση έφυγε, με βαριά καρδιά, από την Ελλάδα, για να αναζητήσει την τύχη του στη Γαλλία που λάτρευε. Εκεί στην αρχή έπιασε δουλειά για δέκα χρόνια ως ανθρακωρύχος, παντρεύτηκε, έκανε ένα παιδί και μετά το διαζύγιό του, σε ένα από τα ταξίδια του πίσω στην Αθήνα, γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, τη μητέρα του Αντώνη, με την οποία επέστρεψε στο Παρίσι κάνοντας πέντε παιδιά.
Αν και η οικογένεια ζούσε μόνιμα στο Παρίσι, οι γονείς ήθελαν και τα έξι παιδιά τους να μεγαλώσουν κρατώντας τις ελληνικές παραδόσεις. Ήθελαν να τα κάνουν να αγαπήσουν την πατρίδα τους, να μάθουν να μιλούν ελληνικά, να μη σταματήσουν ποτέ -αν και Γάλλοι πολίτες δεύτερης γενιάς- να νιώθουν Έλληνες. Έτσι, τα παιδιά πήγαν όλα σε ελληνικό σχολείο, έρχονταν τα καλοκαίρια στην ελληνική κατασκήνωση προσκόπων του Αγίου Ανδρέα στη Νέα Μάκρη, τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ελληνική ομάδα Αετός του Παρισιού και κάθε Κυριακή πήγαινε όλη η οικογένεια ανελλιπώς στην ορθόδοξη εκκλησία της γειτονιάς τους, όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους αλλά και κοινωνικοποίησης, αφού στο εξωτερικό οι ελληνικοί ναοί λειτουργούν έντονα ως ισχυρός κοινωνικός ιστός που ενώνει τις ελληνικές κοινότητες και τους εμφυσεί την ελληνική κουλτούρα.
Ο πατέρας του Αντώνη Δέτση, ο οποίος στην πορεία είχε αλλάξει αντικείμενο εργασίας, μεταπηδώντας στη γαλλική ραδιοφωνία, γύριζε τα καλοκαίρια στα πάτρια εδάφη, χτίζοντας ένα εξοχικό σπίτι στη Ζωφριά, όπου ζούσε η υπόλοιπη οικογένειά του: ο παππούς του Αντώνη που είχε καταγωγή από τη Νάξο, οι θείοι, τα ξαδέρφια του σεφ. Η οικογένεια Δέτση κάθε καλοκαίρι, στις διακοπές έρχονταν πάντα σε αυτό το σπίτι στα Άνω Λιόσια, το οποίο θεωρούσαν και θεωρούν ρίζα τους.
Εδώ ο Αντώνης έμαθε να αγαπά την ελληνική κουζίνα, εδώ έμαθε να εκτιμά τα φρέσκα λαχανικά της ελληνικής γης, τη σημασία της απλότητας μιας μεσογειακής χώρας που σε αντίθεση με το πολύβοο λαμπερό Παρίσι, διατηρούσε ακόμα την αγνότητα του Νότου, με τους περιπλανώμενους μανάβηδες και τους αγρότες που πουλούσαν τα αγαθά τους σε πάγκους στην άκρη του δρόμου.
Ο Αντώνης από μικρός, χάρη στη μητέρα του που ήταν παθιασμένη μαγείρισσα, ερωτεύθηκε τη λιτότητα, τη σοφία και τη μαγεία της μεσογειακής κουζίνας, έμαθε να χρησιμοποιεί μυρωδικά, να πιάνει από το καφάσι ενός ντάτσουν μια ντομάτα και να ονειρεύεται πώς θα τη μεταμορφώσει σε ένα πιάτο που μυρίζει Ελλάδα.
Έχοντας σαν έδρα της αυτό το σπίτι στη Ζωφριά, η οικογένεια Δέτση ταξίδευε στα ελληνικά νησιά, στην ύπαιθρο, στα χωριά της ελληνικής ενδοχώρας, μαζεύοντας ήλιο και αρώματα, κύματα και γευστικές μνήμες. Όλη αυτή η κληρονομιά ήταν, τελικά, η κινητήρια δύναμη που θα χρησιμοποιούσε λίγο πριν τα 30 του χρόνια ο Αντώνης για να αλλάξει εντελώς τη ζωή του, μετατρέποντας το γαλλικό του εστιατόριο σε ελληνικό μαγειρείο στη γειτονιά του Moulin Rouge:το «Ola Kala» που σερβίρει από γιουβαρλάκια, γεμιστά και μελιτζανοσαλάτες μέχρι κεφτεδάκια, τζατζίκι και μουσακά.
Πώς το gourmet γαλλικό εστιατόριο έγινε ελληνικό μαγειρείο
Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Αντώνης Δέτσης, μιλώντας στο iefimerida, αν και έμπειρος μάγειρας σε απαιτητικές κουζίνες υψηλής γαστρονομίας, γρήγορα βαρέθηκε όλη αυτή την κλασική gourmet ιεροτελεστία των degustation menu με τα πολλαπλά γαστρονομικά στάδια που σερβίρονται αυστηρά σε συγκεκριμένο χρόνο.
«Όταν τελείωσα τη σχολή χειροτεχνίας δεν ήθελα με τίποτα να γίνω επιπλοποιός. Αγαπούσα πιο πολύ το φαγητό και το ποδόσφαιρο. Ποδοσφαιριστής δεν μπορούσα, όμως, να γίνω, οπότε είπα “ας ασχοληθώ με το φαγητό που το λατρεύω”. Αν και πολύ λεπτός, έτρωγα λες και είχα ταινία. Ε, αυτό το πάθος που είχα με το φαγητό, το έκανα τελικά επάγγελμα. Μετά τις σπουδές μαγειρικής, ξεκίνησα να δουλεύω σε εστιατόρια ξενοδοχείων».
Για εννέα χρόνια, ο Αντώνης Δέτσης, δούλεψε στο πλάι βραβευμένων σεφ και πριν από έξι χρόνια πήρε την απόφαση να ανοίξει το δικό του εστιατόριο. Σήμερα, στα τριάντα τρία του χρόνια, καταστάλαξε αφού, όπως λέει, δεν ήθελε να φάει όλη τη ζωή του μέσα σε μια κουζίνα υψηλών απαιτήσεων που πιέζει αφόρητα έναν σεφ και τον αποξενώνει από τη χαρά που έχει η απλή μαγειρική. «Έβαλα κάτω το κεφάλι, όπως λέμε στην Ελλάδα, δούλεψα σκληρά για να μαζέψω χρήματα, ώστε να καταφέρω να ανοίξω ένα δικό μου εστιατόριο που θα είχε τους ρυθμούς και την αισθητική που ήθελα εγώ. Επιπλέον, από μικρός ονειρευόμουν να φτιάξω ένα εστιατόριο μαζί με τους γονείς μου, να είμαστε ευτυχισμένοι, να τους έχω στην καθημερινότητά μου, στην κουζίνα μαζί μου. Στην αρχή το εστιατόριο είχε γαλλική κουζίνα, έκανα ακριβώς ό,τι είχα διδαχθεί. Μετά αποφάσισα να τολμήσω να κόψω εντελώς το gourmet γαλλικό μενού και να αρχίσω να μαγειρεύω μόνο ελληνικά πιάτα. Έπαιξε μεγάλο ρόλο η μητέρα μου σε αυτό. Με τις ιδέες της, το πάθος και τις συνταγές της με παρακίνησε να κάνω αυτή τη μεγάλη αλλαγή».
Το «Ola Kala» σήμερα είναι ένα απολύτως ελληνικό εστιατόριο που φέρνει μέσα στη γαλλική κουλτούρα άρωμα και γεύση Ελλάδας. Πώς αντέδρασαν όμως οι Γάλλοι σε αυτή την αλλαγή; Πώς υποδέχτηκαν την ελληνική κουζίνα, ρωτάω τον Αντώνη Δέτση. «Τους αρέσει πολύ! Το βρίσκουν πολύ χαλαρό. Εδώ, στην περιοχή που είμαστε, έχει πολλά γαλλικά εστιατόρια και κάποια ιταλικά. Η ελληνική κουζίνα έκανε τη διαφορά», απαντά.
Τζατζίκι στη σκιά του Moulin Rouge
Η αντίθεση του ταραμά και του τζατζικιού στη γειτονιά του Moulin Rouge ακούγεται εξωτική, αλλά η έκπληξη δεν σταματά μόνο εδώ. Ο χώρος επίσης κάνει τον επισκέπτη να νιώθει παράξενα. Περπατώντας στους δρόμους του 9ου διαμερίσματος του Παρισιού, ξαφνικά, ανάμεσα σε gourmet εστιατόρια και μουσεία, σε μοντέρνες γκαλερί και design boutique hotels, συναντά και ένα ελληνικό μικρό μαγειρείο. Μια βιτρίνα με κουρτίνες και παλιά βάζα σαν αυτά που έχουν οι θείες στα παλιά σύνθετα και τους μπουφέδες του '70. Όλα εδώ, παραπέμπουν σε συνοικιακή απλή ταβέρνα.
Η διακόσμηση σκοπίμως θυμίζει ελληνικό σπίτι στα προάστια της Αθήνας, αποπνέοντας έναν vintage αέρα με πορσελάνες, κορνίζες με ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες, με πετσέτες φαγητού στολισμένες με κοφτή δαντέλα, με μπιμπελό και φυσικά με ελληνικά πιάτα: χωριάτικη, σουβλάκι, χταπόδι, μπουγιουρντί, καλαμαράκια, ταραμοσαλάτα κ.ά.
«Όσοι έρχονται εδώ τρώνε σαν να είναι φιλοξενούμενοι σε ένα ελληνικό σπίτι» λέει ο Αντώνης Δέτσης. «Αυτή είναι η φιλοσοφία του Ola Kala. Τίποτα στημένο, τίποτα εξεζητημένο, απλές, αυθεντικές, νόστιμες ελληνικές γεύσεις, σε έναν χώρο που θυμίζει Ελλάδα. Το μενού ακολουθεί τις εποχές. Οι επιρροές είναι από τον Πειραιά όπου μεγάλωσε η μητέρα μου και από τη Θεσσαλονίκη όπου κατάγεται η σύζυγός μου. Όταν έφαγαν οι Γάλλοι γιουβαρλάκια με αυγολέμονο τρελάθηκαν!».
Αν κάποτε, ο Αντώνης Δέτσης, επέστρεφε στην Ελλάδα, όπως ονειρεύεται, Ίσως άνοιγε εδώ ένα εστιατόριο. Πώς θα έκανε όμως την αντίθεση; «Μα πώς αλλιώς; Κάνοντας το αντίστροφο: Μαγειρεύοντας γαλλικά πιάτα στην καρδιά της Ελλάδας».