Όταν τα ρούχα του Τζον Στόουνχαουζ βρέθηκαν στην παραλία του Μαϊάμι στις 20 Νοεμβρίου 1974, πολλοί υπέθεσαν ότι ο Βρετανός βουλευτής είχε πνιγεί ενώ κολυμπούσε.
Μέχρι τη στιγμή που εντοπίστηκε ζωντανός και καλά στην υγεία του, στην Αυστραλία, την παραμονή των Χριστουγέννων της χρονιάς εκείνης.
Όταν ο Τζον Στόουνχαουζ κατέστρωσε το σχέδιό του να εξαφανιστεί από προσώπου γης, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Η πολιτική του καριέρα είχε πληγεί, οι ύποπτες επιχειρηματικές του συναλλαγές τον είχαν οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή, κατηγορούνταν για κατασκοπεία υπέρ των κομμουνιστικών χωρών και διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τη γραμματέα του.
Με μια κίνηση «δανεισμένη» από το μυθιστόρημα του Frederick Forsyth «Η Ημέρα του Τσακαλιού», ο Στόουνχαουζ πραγματοποίησε επαγγελματικό ταξίδι στο Μαϊάμι, όπου, όπως αναφέραμε, εξαφανίστηκε τον Νοέμβριο του 1974, και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε αεροπλάνο για την Αυστραλία. Το τέχνασμα διήρκεσε λίγο περισσότερο από έναν μήνα. Ήταν ο Βρετανός αριστοκράτης λόρδος Λούκαν, ένας άλλος διαβόητος φυγάς που εξαφανίστηκε περίπου την ίδια εποχή, ο οποίος οδήγησε κατά λάθος στο να συλληφθεί στην Αυστραλία.
Όσο για το πώς εξήγησε ο Στόουνχαουζ τις πράξεις του, ο Βρετανός βουλευτής δήλωσε στο BBC, τον Ιανουάριο του 1975, ότι βρισκόταν σε «ένα ταξίδι ανακάλυψης, όχι μόνο σε γεωγραφικό επίπεδο, αλλά για να βρει τον εαυτό του ως πολιτικό ζώο».
Πώς ξεκίνησαν όλα
Στο βρετανικό κοινό στα τέλη της δεκαετίας του 1960 φαινόταν ως ένας άνθρωπος που τα είχε όλα. Ήταν γενικός διευθυντής ταχυδρομείου σε ηλικία 43 ετών, με μια λαμπερή σύζυγο και τρία παιδιά, και συζητιόταν ότι θα μπορούσε να είναι ο μελλοντικός ηγέτης των Εργατικών.
Ήταν όμως και ερωτύλος. Ενώ ήταν παντρεμένος και είχε παιδιά, σύναψε σχέση με τη γραμματέα του, Σίλα Μπάκλεϊ, 21 χρόνια νεότερή του. Η σχέση αυτή οδήγησε στη σύλληψή της. Θεωρούμενη ως συνεργός στη συνωμοσία εξαπάτησης του Στόουνχαουζ, η Σίλα καταδικάστηκε με αναστολή όταν ο δικαστής αποφάσισε ότι βρισκόταν υπό τον έλεγχο του αφεντικού της. Παρ' όλα αυτά, τον παντρεύτηκε μετά την αποφυλάκισή του και γέννησε τον γιο τους λίγο αργότερα.
Ο Στόουνχαουζ ήταν, επίσης, απατεώνας. Ξεκίνησε μια σειρά από αποτυχημένες και δόλιες επιχειρηματικές συναλλαγές, εξαπατώντας τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ανιψιού του.
Ο Στόουνχαουζ συναντήθηκε με πρόσωπα στην τσεχική πρεσβεία, αδελφοποίησε την εκλογική του περιφέρεια Wednesbury με την τσεχική πόλη Kladno και προσπάθησε να τους πουλήσει εμπορικά αεροπλάνα VC-10 υπό την ιδιότητά του ως βουλευτή. Του έδωσαν το παρατσούκλι «Πράκτορας Τουίστερ».
Ο δικαστής τον έκρινε ένοχο για 21 κατηγορίες κλοπής, απάτης, πλαστογραφίας και εξαπάτησης, μία εκ των οποίων περιλάμβανε την πλαστοπροσωπία δύο νεκρών ψηφοφόρων του. Έκλεψε την ταυτότητά τους και απέκτησε διαβατήριο στο όνομά τους, το οποίο χρησιμοποίησε για να ταξιδέψει στην Αυστραλία.
Η «αυτοκτονία» και η σύλληψη
Τον Νοέμβριο του 1974 σκηνοθέτησε τον θάνατό του αφήνοντας τα ρούχα του διπλωμένα σε μια παραλία του Μαϊάμι, παρουσιάζοντάς το ως αυτοκτονία. Αξίζει να σημειωθεί πως δημοσιεύτηκαν νεκρολογίες παρότι δεν υπήρχε πτώμα.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1974 συνελήφθη στην Αυστραλία. Η αστυνομία αρχικά τον μπέρδεψε με τον λόρδο Λούκαν, έναν άλλον άνδρα που είχε χαθεί περίπου την ίδια χρονική περίοδο.
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, η σύζυγος και η ερωμένη του πέταξαν στην Αυστραλία χωριστά μετά τη σύλληψή του. Προσπάθησε να τις πείσει να του επιτρέψουν να συνεχίσει να βλέπει και τις δύο. Η Μπάρμπαρα Στόουνχαουζ κατέθεσε αργότερα αίτηση διαζυγίου.
Ο ανερχόμενος δικηγόρος Τζέφρεϊ Ρόμπερτσον εκπροσώπησε τον Στόουνχαουζ στο Old Bailey (το Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας) μέχρι που ο Ρόμπερτσον απολύθηκε από τον πελάτη του, ο οποίος αποφάσισε να εκπροσωπήσει τον εαυτό του ενάντια σε κάθε συμβουλή.
Η καταδίκη του και ο θάνατος σε τηλεοπτικό στούντιο
Εκτός από τις άλλες κατηγορίες που του αποδόθηκαν, ο Στόουνχαουζ καταδικάστηκε επίσης για σπατάλη αστυνομικού χρόνου. Κατά τη διάρκεια της δίκης του, που διήρκεσε 68 ημέρες, έκανε τη μεγαλύτερη κατάθεση στην ιστορία της Βρετανίας, η οποία διήρκεσε -πρωτοφανώς- έξι ημέρες. Ως αποτέλεσμα, το αρχαίο αυτό δικαίωμα καταργήθηκε αργότερα.
Όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή στο πλατό ενός τηλεοπτικού στούντιο το 1988, σε ηλικία 62 ετών, ο Στόουνχαουζ είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, είχε εκτίσει τρία χρόνια από την επταετή ποινή φυλάκισης και είχε αυτομολήσει δύο φορές - πρώτα στο Αγγλικό Εθνικό Κόμμα και στη συνέχεια στο SDP, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες».