Εχοντας επιβιώσει από την πατρική απόρριψη, 39 ριπές ελεύθερου σκοπευτή στην Καμπούλ, οικονομικές κρίσεις και μια πανδημία, ο Τάιλερ Μπρουλέ είναι ο μιντιακός ηγέτης του ήρεμου κοσμοπολιτισμού. Ο εκδότης των περιοδικών Wallpaper* και Μonocle θα είναι τις επόμενες μέρες κάτι σαν ο οικοδεσπότης των Αθηνών, χάρη στο συνέδριό του.
Eνα αστείο με διαστάσεις αστικού μύθου λέει ότι στα γραφεία του περιοδικού Monocle, ένας υπάλληλος του Τάιλερ Μπρουλέ που προς στιγμήν ξεχάστηκε και έβαλε το σακάκι του στην πλάτη της καρέκλας του, βρέθηκε στο τέλος της ημέρας στο λογιστήριο να υπογράφει τα χαρτιά της απόλυσής του -όσοι το λένε αφήνουν στο τέλος να αιωρείται το ερωτηματικό που καλύπτει το κενό μεταξύ πραγματικότητας και επινοημένου αστείου. Είναι αυτή μια από τις εμμονές του Μπρουλέ, όχι μόνο ως προσωπικότητας, αλλά και ως επιχειρηματία, καινοτόμου ηγέτη στον χώρο των media. To ατσαλάκωτο, το αποστειρωμένο οπτικών εμποδίων και στυλιστικής χαλαρότητας.
Μάρθα Στιούαρτ της ελίτ, κ. Zeitgest, νομάς κοσμοπολίτης
Να, ο ατσαλάκωτος κύριος Μπρουλέ θα μπορούσε να είναι μια από τις φράσεις που συνοδεύουν τον ηλικίας 52 ετών σήμερα Καναδό-Εσθονό που θεωρείται ένας μπουτίκ-μεγιστάνας των μίντια, έχοντας ιδρύσει και εκδώσει αρχικά το Wallpaper* και στη συνέχεια το Monocle. Περιοδικά που φέρουν το στέμμα της βίβλου ευζωίας τα τελευταία 25 χρόνια περίπου. Ο ατσαλάκωτος κύριος Μπρουλέ λοιπόν. Πλάι στα ήδη ειπωμένα: Μάρθα Στιούαρτ των ελίτ, κύριος Zeitgest, νομάς κοσμοπολίτης, ο επίμονος ευζωιστής, ο κύριος Fastlane. Kαθόλου άσχημα για τον γιο ενός Καναδού επαγγελματία παίκτη αμερικανικού football και μιας Εσθονής ζωγράφου, που γεννήθηκε στο αγροτικό Γουίνιπεγκ του Καναδά, έζησε σε πολλές διαφορετικές πόλεις του Καναδά, βρέθηκε στα 19 του να δουλεύει στα γραφεία του BBC στο Μάντσεστερ και για λίγο έγινε πολεμικός ανταποκριτής. Η αρχισυντάκτριά του εκείνα τα χρόνια έλεγε ότι είναι αδύνατο να μην εκτιμήσει έναν δημοσιογράφο που είναι καλός στις πολεμικές ανταποκρίσεις και ταυτόχρονα έχει το μοναδικό γούστο να διαλέγει πάντα άψογα παντελόνια.
Ο Τάιλερ Μπρουλέ -το όνομά του είναι Tyler Brûlé και ένας ακόμα αστικός μύθος επιμένει ότι ο ίδιος πρόσθεσε στο επίθετο τους τονισμούς, ουσιαστικά έκανε δηλαδή το design την αρχιτεκτονική της γραφής του. Θα μπορούσε να είναι αλήθεια και αυτό: να κάνει δηλαδή μια μορφή curation στα πάντα, από την καριέρα και την προσωπικότητα ως την υπογραφή του. Μια μορφή επιμέλειας που κάνει ούτως ή άλλως για το παγκόσμιο κοινό μέσα από το περιοδικό Monocle -εκδίδονται δέκα τεύχη τον χρόνο με τιμή 12.5 ευρώ. Eίναι ο curator του τρόπου ζωής της ελίτ, την κομψής ηγεσίας, διανόησης, πολιτικής και επιχειρηματικότας, ο ηγέτης μιας αίρεσης κοσμοπολιτών και ουρμπανιστών. Κάθε σελίδα, κάθε εικόνα, κάθε λέξη της έκδοσής του συγκροτεί ένα σταθερό, διαυγές, αδιαπραγμάτευτο αφήγημα που δεν χωράει καμία παρέκκλιση από την συνταγή του άτεγκτου Μπρουλέ. Η θεματική περνά από τις διεθνείς σχέσεις, στο ντιζάιν, τη διακόσμηση, τη γαστρονομία, τα ταξίδια, το grooming.
Πούλησε το Wallpaper*, ένα χρόνο μετά τη ίδρυση, για 1,6 εκατ.
Στο Monocle που ίδρυσε το 2006 το κάνει αυτό με πιο ξεκάθαρο και εμφατικό τρόπο απ’ότι στο προηγούμενο δημιούργημά του, που τον έκανε γνωστό, το περιοδικό Wallpaper* που δημιούργησε το 1996 και πούλησε ακριβώς ένα χρόνο μετά στην αμερικανική TimeWarner έναντι 1,6 εκατ. δολαρίων! Οταν τον ρωτάνε για τα λάθη που έχει κάνει στη ζωή του, λέει πως ίσως δεν έπρεπε να πουλήσει τόσο νωρίς το Wallpaper*, όμως είχε πραγματικά ανάγκη τα χρήματα αφού υπέφερε από ρευστότητα.
Διατήρησε τη θέση του Διευθυντή Σύνταξης αλλά με μια νομική ρήτρα που του απαγόρευε να δημιουργήσει νέο περιοδικό για περίπου δέκα χρόνια. Ετσι, στράφηκε στη δημιουργία του δικού του δημιουργικού και διαφημιστικού γραφείου Winkreative που σύντομα ανέλαβε από κορυφαίες αεροπορικές γραμμές μέχρι πόλεις, προσδιορίζοντας την εικόνα και την ταυτότητά τους. Κάνοντας rebranding, αυτό που επιμένει ότι έχει ανάγκη η Ελλάδα, η Αθήνα και πώς τώρα είναι η στιγμή για να γίνει αυτό αφού τα υλικά υπάρχουν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου, αποφάσισε να κάνει το ετήσιο συνέδριο του Monocle για την Ποιότητα Zωής στην Αθήνα. Eνα συνέδριο για το οποίο συνεργάστηκε στενά με τον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη και κυρίως με τον υφυπουργό σύγχρονου Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη, ο οποίος θα μιλήσει σε ένα από τα πάνελ του συνεδρίου με θέμα τις Τέχνες, μαζί με την Κατερίνα Γρέγου του ΕΜΣΤ και την Ελίνα Κουντούρη του ΝΕΟΝ.
Την Παρασκευή στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς προσωπικότητες -επιτρέψτε μας να πούμε «επιδραστικές προσωπικότητες»- από όλο τον κόσμο θα παρακολουθήσουν ή θα μιλήσουν στο συνέδριο. Με τον Μπρουλέ να σχεδιάζει ταυτόχρονά την προσωπική του επένδυση στην Αθήνα, με τη δημιουργία γραφείων της εταιρείας του και ίσως και κάποιου από τα υπερcool Μοnocle shops και Μοnocle Café (το πιθανότερο είναι ότι αν έκανε editing σε αυτό το κείμενο θα διέγραφε το υπερcool). Φήμες λένε -και η ως σήμερα καριέρα του μαρτυρά- ότι η παρουσία του στην Αθήνα θα έχει και αντίκρισμα, ότι θα συνεργαστεί με αρχές της χώρας για τον σχεδιασμό της ταυτότητας και το περίφημο rebranding. Τον τρόπο που θα παρουσιαστούμε ξανά στον κόσμο.
«Γενναία δόση ηλιοφάνειας, καλό φαγητό και αισιοδοξία»
Σε διάφορες συνεντεύξεις του ο Μπρουλέ έχει μιλήσει για το πώς η Αθήνα ζει το Lisbon moment της (την Λισσαβονική στιγμή της αναφερόμενος στην ανάπτυξη της πορτογαλικής πρωτεύουσας). Άλλες φορές λέει ότι η Αθήνα είναι η Βηρυτός της Ευρώπης, αναφερόμενος στα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά της Ανατολής που ενσωματώνονται στο μωσαϊκό της αθηναϊκής πρωτεύουσας. Η άνθηση του Πολιτισμού με σημαία τα εικαστικά είναι επίσης στο ραντάρ του. Αν και στα κείμενα για το συνέδριο στην Αθήνα, υπάρχει αναφορά στο τρίπτυχο «γενναία δόση ηλιοφάνειας, καλό φαγητό και αισιοδοξία». Μια σύγχρονη εκδοχή του λίγα αρχαία, ήλιος και θάλασσα. Με το κομμάτι του καλού φαγητού, της γαστρονομίας που είναι καθοριστικό κύτταρο της ταυτότητας της χώρας να μην αναλύεται διεξοδικά στο επικείμενο συνέδριο, όπως καίρια παρατήρησε πρόσφατα ο σεφ και επιχειρηματίας Αρης Βεζενές.
Πάμε όμως από την αρχή. Γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1968, το πρώτο το όνομα που παραλείπει να γράφει είναι Τζέισον, μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο με τα περιοδικά της μητέρας του για τη διακόσμηση, με την τηλεόραση μονίμως ανοιχτή στις ειδήσεις και τις ενημερωτικές εκπομπές και σε ένα περιβάλλον απολύτως μινιμαλιστικό με δανέζικα έπιπλα. Αλλαξε δώδεκα σχολεία σε όλο τον Καναδά μέχρι να αποφοιτήσει, έμαθε ότι από την πρώτη μέρα σε κάθε νέο θρανίο έπρεπε να ακούγεται η φωνή του και να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα για να μην τον αφομοιώσουν, για να γίνει μέρος της αγέλης. Με τον πατέρα του έκανε χρόνια να μιλήσει αφού δεν ενέκρινε το γεγονός ότι ο γιος του ήταν ομοφυλόφιλος… Δεν φαίνεται να έχει τραύματα από αυτό, δεν μοιάζει να του έλειψε το πατρικό πρότυπο, ήταν αρκετά δυνατός για να γίνει ο ίδιος το πρότυπο του εαυτού του. Από 14 ετών τα καλοκαίρια καθάριζε κότερα και με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγάπησε ένα Rolex που δεν αποχωρίζεται.
Διακοπές με τη μητέρα του στην Ελλάδα
Η μητέρα του είναι ο ήρωάς του, είναι η καλύτερη φίλη του, είναι ο άνθρωπος που προσδοκά να συναντήσει. Μαζί έκαναν διακοπές στην Ελλάδα μέχρι τέλη Αυγούστου, τον συνόδευε μάλιστα ακόμα και σε επαγγελματικά γεύματα στα αγαπημένα του εστιατόρια στην Αθήνα.
Όταν ήταν 19 χρονών βρέθηκε να εργάζεται στα γραφεία του BBC στο Μάντσεστερ και ήταν η εποχή που του φαινόταν αδιανόητο να ασχοληθεί με το γραπτό κείμενο. Σύντομα άλλαξε και αυτό -άλλωστε είχα πάντα μέσα του τον θαυμασμό από εκείνες τις πρώτες φορές που διάβασε το περιοδικό Der Spiegel σε κάποια από τα ταξίδια του στην πατρίδα της μητέρας του, στην Εσθονία. Ετσι βρέθηκε να δουλεύει στη δεκαετία του ’90 στο γερμανικό περιοδικό Focus.
Στις 5 Μαρτίου του 1994 βρισκόταν στην Καμπούλ, στο Αφγανιστάν ως ανταποκριτής. Μέσα στο τζιπ αισθανόταν άβολα, κάτι τον ανησυχούσε, ήθελε να ζητήσει να σταματήσουν, όμως οι συνοδοί του δεν γνώριζαν αγγλικά. Ξαφνικά ένιωσε να τον διαπερνά φωτιά: ένας ελεύθερος σκοπευτής άρχισε να πυροβολεί. 39 ριπές. Η μία σφαίρα καρφώθηκε στον ώμο του, η άλλη συνέθλιψε νεύρο του αριστερού του χεριού, η τρίτη τον πέτυχε στο στήθος. Ο γιατρός στο νοσοκομείου του είπε ότι αν εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου αντί για εισπνοή έκανε εκπνοή, θα είχε χτυπήσει την καρδιά του. Ακολούθησε ένα αγώνας μηνών και πόνου με μεταμοσχεύσεις νεύρων, δέρματος, αρτηριών. Δεν τα κατάφερε. Το αριστερό του χέρι είχε εξαιρετικά χαμηλή κινητικότητα.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με δυσκολίες στην κίνηση, εγκλωβισμένος αποφάσισε ότι αυτό που θέλει να κάνει είναι να ζει τη ζωή του, να την απολαμβάνει, να ταξιδεύει. Και έτσι γεννήθηκε η ιδέα για το περιοδικό Wallpaper* που δημιούργησε περίπου δέκα χρόνια μετά. Αλλά και για τον τρόπο ζωής που τον οδήγησε σε αυτό το μονοπάτι. Περισσότερες από τις μισές μέρες του χρόνου ταξιδεύει -προτιμά να κάνει κάθε φορά μικρά τουρ αντί να επιστρέφει σπίτι του και να φεύγει ξανά για τον επόμενο προορισμό. Ζει στο Λονδίνο και στη Ζυρίχη με τον σύντροφό του, λατρεύει το Τόκιο και κυρίως την Κοπεγχάγη αν και λέει ότι είναι ιδανική πόλη για να ζεις, όχι όμως για να είσαι επιχειρηματίας.
Αδιαφιλονίκητος mr Zeitgeist
Όταν λοιπόν το 1996 εξέδωσε το Wallpaper* ήδη από τα πρώτα τεύχη όλοι μιλούσαν για να εκδοτικό φαινόμενο, όλοι μιλούσαν για τον δαιμόνιο, ιδιοφυή εκδότη, που επιμένει να δηλώνει δημοσιογράφος και έχει πάρει τα γονίδια του γόη πατέρα του που τον κάνουν να θυμίζει κάτι μεταξύ Κλαρκ Κεντ και Τομ Φορντ. Μέσα στους πρώτους μήνες από την κυκλοφορία του περιοδικού, ήδη οι New York Times τον αποκαλούσαν αδιαφιλονίκητο mr Zeitgeist.
Το 2006 δημιούργησε το Monocle, με δέκα τεύχη ανά έτος, στο μέγεθος του καταλόγου των Sotheby’s, με διαφορετικά είδη χαρτιού ανά τμήματα κάθε έκδοσης και με εκτενή αφιερώματα σε πόλεις ή θεματικές ενότητες όπως το soft power. Την ενότητα που στο τεύχος Δεκέμβριος-Ιανουάριος έβαλε στο εξώφυλλο πρώτη πρώτη να κυματίζει την ελληνική σημαία και μας έκανε όλους να προσπαθούμε να επιβεβαιώσουμε ότι όντως η Ελλάδα έχει χαρακτηριστικά soft power δύναμης (ακόμα το ψάχνουμε).
Toν Δεκέμβριο του 2020, μέσα στην πανδημία κυκλοφόρησε ένα νέο, τριμηνιαίο περιοδικό ευζωίας, με κάπως πιο έντονο θηλυκό πρόσημο αφού τον «κατηγορούν» ότι το Monocle απευθύνεται κυρίως σε άνδρες. Πρόκειται για το Konfekt, που μάλιστα θα παρουσιάσει στο συνέδριο της Αθήνας μία ομιλία για τα ελληνικά κρασιά.
Εχοντας επιβιώσει από την πατρική απόρριψη, 39 ριπές ελεύθερου σκοπευτή στην Καμπούλ, οικονομικές κρίσεις και μια πανδημία, ο Τάιλερ Μπρουλέ εξακολουθεί να καθορίζει τις τάσεις και τη φαντασίωση ενός ιδανικού τρόπου ζωής -ακόμα και αν γίνεται κάποιος φορές αντικείμενο αστείων ή παρωδίας. Το προφίλ και τα σχέδιά του παραμένουν ατάραχα και προσηλωμένα στον στόχο του, καθώς η ναυαρχίδα του γιγαντώνεται με 24ωρο ιντερνετικό ραδιοφωνικό σταθμό, σειρά podcasts ειδικές εκδόσεις για οδηγούς πόλεων και για την επιχειρηματικότητα. Και ναι, η καρδιά του ανήκει στο Τόκιο και την Κοπεγχάγη, όμως τώρα η Αθήνα είναι αυτή που κάνει τα μάτια του να αστράφτουν. Θα πετύχει άραγε και αυτό το στοίχημά του;