Έξι γνωστοί συγγραφείς γράφουν για το βιβλίο που θεωρούν πιο αληθινά δικό τους από όσα έχουν διαβάσει.
Αν αγαπάτε τη Λογοτεχνία, την Ποίηση, την Ιστορία, τη Φιλοσοφία, το διάβασμα εν γένει, αν σας αρέσει να ζείτε μέσα στα βιβλία, αν για εσάς κάθε καινούργια ιστορία που διαβάζετε είναι ένα ολόκληρο χάρτινο ταξίδι, τότε αυτή η έκδοση θα γίνει το... δικό σας βιβλίο.
Υποδεχτείτε το 2024 με ένα πρωτότυπο ημερολόγιο, στο οποίο 51 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για ένα αγαπημένο βιβλίο τους, ένα μυθιστόρημα, ένα ποιητικό έργο ή ένα δοκίμιο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, άλλαξε κάτι μέσα τους ή τους έκανε να δουν τη ζωή με άλλα μάτια.
Το ημερολόγιο με τίτλο «Το πιο δικό μου βιβλίο» είναι ο παράδεισος κάθε βιβλιόφιλου, ένας τρόπος να περνούν όλη τη χρονιά τους σε μια νοητή συζήτηση με τους αγαπημένους τους συγγραφείς, ανακαλύπτοντας τα βιβλία εκείνα που ήταν γι' αυτούς ένας αληθινός έρωτας -κεραυνοβόλος ή από αυτούς τους αργούς, εξελικτικούς, που σου αλλάζουν τη ζωή.
Οι 51 Έλληνες συγγραφείς μιλούν για 51 διαφορετικά βιβλία, συνθέτοντας μια απολαυστική νοητή βιβλιοθήκη που θα σας δίνει όλο το 2024 ιδέες για τα επόμενα αναγνώσματά σας.
Σε 167 σελίδες, μισές αφιερωμένες στους ημεροδείκτες και μισές στα βιβλία που επέλεξαν ελεύθερα οι καλεσμένοι συγγραφείς του Μεταίχμιου, περιλαμβάνονται βιβλία για όλα τα στιλ αναγνωστών, επιλογές για όλα τα γούστα, έργα από διάφορους εκδοτικούς οίκους.
Την επιμέλεια της έκδοσης και τη συγκέντρωση του υλικού έκαναν η Στέλα Ζουμπουλάκη και η Ελένη Μπούρα, ενώ τον σχεδιασμό του ημερολογίου υπογράφει η Δήμητρα Μηλιώρη.
Ποιο βιβλίο καθόρισε έξι Έλληνες συγγραφείς
Το iefimerida μοιράζεται μαζί σας τα κείμενα έξι γνωστών Ελλήνων συγγραφέων για να πάρετε μια γεύση από το πρωτότυπο αυτό ημερολόγιο των εκδόσεων Μεταίχμιο.
Στάθης Καλύβας
«''Η έρημος των Ταρτάρων'', του Ιταλού Ντίνο Μπουτζάτι, είναι ένα βιβλίο που διάβασα στην εφηβεία μου και με καθήλωσε με τρόπο που θυμάμαι ακόμη. Η υπόθεση είναι απλή, εμπνευσμένη από έργα των Καβάφη, Μπέκετ και Κάφκα. Ένας νεαρός φιλόδοξος αξιωματικός μιας χώρας που δεν κατονομάζεται μετατίθεται σε ένα συνοριακό φυλάκιο, σε μια έρημο όπου κατοικούν φυλές βαρβάρων. Όλη η ζωή εκεί είναι προσανατολισμένη στην προετοιμασία και την αναμονή της επίθεσης, όμως τελικά κυλά μέσα σε μια ρουτίνα αδράνειας που απονεκρώνει τους ανθρώπους αφαιρώντας τους κάθε χυμό της ζωής. Όταν ο ήρωάς μας αντιλαμβάνεται πως η ζωή του πέρασε όχι μόνο δίχως τη δόξα που φανταζόταν αλλά και χωρίς τις μικρές, καθημερινές χαρές των απλών ανθρώπων, τότε είναι πλέον αργά. Η σύντομη αυτή περιγραφή αδικεί ένα έργο που καταφέρνει να ταξιδέψει τον αναγνώστη σε ένα ολοκληρωτικό περιβάλλον, όπου η ψευδαίσθηση έχει αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τυραννικά κυρίαρχης αλήθειας. Τα συναισθήματα που γεννιούνται από την ανάγνωση είναι συντριπτικά, και όταν ο έφηβος εαυτός μου έκλεισε το βιβλίο, γεννήθηκε μέσα του μια σφοδρή επιθυμία να αποφύγει την παγίδα της ερήμου των Ταρτάρων».
Χίλντα Παπαδημητρίου
«Στα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ επανέρχομαι, ξανά και ξανά, γιατί κάθε φορά ανακαλύπτω καινούργια σημασιολογικά επίπεδα στη σκέψη και τη γραφή της. Ειδικότερα στο ''Ένα δικό της δωμάτιο'', που παραμένει ένα επίκαιρο μανιφέστο του φεμινισμού, κι ας έχουν περάσει σχεδόν εκατό χρόνια από την κυκλοφορία του. Πράγματι, ακόμα και τον 21ο αιώνα, το αίτημα για ισότιμη και καθολική πρόσβαση των γυναικών στη μόρφωση και τη δουλειά είναι το ζητούμενο. Όπως ζητούμενο παραμένει η δυνατότητα των γυναικών να γνωρίσουν τη δική τους παράδοση, τις γυναίκες συγγραφείς που ξέχασε η Ιστορία λόγω του φύλου τους. Επιπλέον, δεν υπάρχει γυναίκα συγγραφέας που να μην έχει βιώσει στο πετσί της την εμβληματική φράση: ''Μια γυναίκα, αν θέλει να γράψει, πρέπει να έχει χρήματα και ένα δικό της δωμάτιο''. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία ως μέσο αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών, για να ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή τα φύλα θα μπορέσουν να συνυπάρξουν ισότιμα και αρμονικά».
Ηλίας Μαγκλίνης
«''Το θέατρο του Σάμπαθ'', το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ που ή το λατρεύεις ή το μισείς. Ο ίδιος το προτιμούσε απ’ όλα του τα έργα όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του. Να πω ότι το λάτρεψα… δεν ξέρω, αποφεύγω να υπερθεματίζω έτσι. Ο Σάμπαθ όμως σίγουρα με σημάδεψε ως αναγνώστη απ’ όταν το πρωτοδιάβασα, στην έκδοση του Χατζηνικολή ακόμα. Τον διάβασα άλλες τρεις φορές έκτοτε στα αγγλικά, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τις αρετές και τα μειονεκτήματά του. Να ''σπάσω'' τον χειμαρρώδη λόγο που περνά επιδέξια από το τρίτο στο πρώτο κι αποκεί στο δεύτερο πρόσωπο, καταλύοντας χρόνους σαν να έχει διαλυθεί κάθε έννοια γραμμικότητας. Η ερωτική επιθυμία, η λαγνεία μάλλον εδώ, ανάγεται σε κάτι σαν ηθική αξία -μονάχα που με τον πόθο βρίσκεσαι κάπου πέραν του καλού και του κακού. Ο Σάμπαθ είναι ένας μηδενιστής πορνολάγνος μάλλον. Θυσιάζει τα πάντα σε αυτή του τη μανία, βυθιζόμενος σε μια ζοφερή μοναξιά. Και βέβαια αυτή η μανιασμένη, εμμονική λαγνεία εδώ έχει πιστό της σύντροφο τον θάνατο, τη μνήμη του θανάτου, τη φθορά, την απώλεια. Μου είναι, στ’ αλήθεια, πολύ δύσκολο να ξεπεράσω αυτό το βιβλίο».
Ζέφη Κόλια
«''Όμως, ας κατεβούμε προς τον Σηκουάνα. Είναι ένας ποταμός αξιολάτρευτος. Δεν βαριέται κανείς να τον κοιτάζει. Έχω πολλές φορές τραγουδήσει τις όψεις του, της μέρας και της νύχτας. Έπειτα από τη γέφυρα Mirabeau ο περίπατος δεν θέλγει παρά τους ποιητές, τους ντόπιους και τους εργάτες με τα κυριακάτικά τους''. Περιπλανώμενος (flâneur) στους δρόμους, τις βιβλιοθήκες και τα καφέ σ’ ένα Παρίσι που χάνεται, ο Απολλιναίρ ξεθάβει ιστορίες, θραύσματα διαλόγων και τίτλους βιβλίων, αφήνοντας μια ύστατη ματιά σαν χάδι σ’ ένα Παρίσι που χάνεται. Αλλά και για τον ίδιο υπήρξε ένας αθέλητος αποχαιρετισμός, καθώς ''Ο περιπατητής των δύο όχθεων''-Οδοιπορικό στο Παρίσι ήταν το τελευταίο βιβλίο του που εκδόθηκε όσο ζούσε. Το 1918 -μόλις είχε επιστρέψει από τον Μεγάλο Πόλεμο-, η εμβληματική αυτή μορφή του γαλλικού μοντερνισμού υπέκυψε στην επιδημία της ισπανικής γρίπης. Κάποιες φορές, περιπλανώμενη κι εγώ σ’ ένα Παρίσι που έχει χαθεί οριστικά, κρατώ παραμάσχαλα αυτό το μικρό βιβλίο προσπαθώντας να ακολουθήσω τα χνάρια του. Συνήθως χάνομαι, αλλά αυτό είναι το κέρδος».
Στέφανος Καβαλλιεράκης
«Το τελευταίο διάστημα με συλλαμβάνω να γυρνάω στον Καβάφη ξανά και ξανά. Η βαθιά προσωπική απελπισία, καθώς τονίζει την απομόνωση που εισπράττει ο ίδιος, η εσωτερικότητά του που δεν την αφήνει να ξεχειλίσει, η τόσο εύστοχη επισήμανση της διαφορετικότητας, η μεστή γραφή είναι σίγουρα χαρακτηριστικά που όλοι του αποδίδουν. Καμία λέξη του όμως δεν έχει γραφτεί τυχαία, αλλά έχει το δικό της ιδιαίτερο φως, και κουβαλά τη μυστικότητά της, τη βαθιά ιστορική του γνώση, την ελαφρά ειρωνεία, τη βεβαιότητα του αναπότρεπτου των ανθρώπινων δράσεων. Δεν κάνει διδακτισμό και, μέσα από την Ιστορία, το βίωμα, το ζύγισμα, ξέρει ότι οι άνθρωποι λυγίζουν μπροστά στα πάθη τους. Η Ιστορία είναι ο καθρέφτης του Καβάφη, αλλά ζει στο παρόν, και ίσως αυτό είναι που με εντυπωσιάζει: ότι ο ίδιος είναι φορέας μιας γραμματείας χιλιάδων ετών και την παραδίδει πυκνά γραμμένη, πλήρη νοημάτων, προσπαθώντας όχι να συγκινήσει, αλλά να καταγράψει τη γήινη σφαίρα, τον κύκλο της ζωής».
Μαίρη Κόντζογλου
«Κατά καιρούς κολλάω με διάφορα βιβλία, στα οποία επανέρχομαι σε ανάμνηση της αναγνωστικής απόλαυσης που μου έχουν προσφέρει. Ένα από αυτά είναι ''Η μητέρα του σκύλου'', του Παύλου Μάτεσι. Ξεχωριστή γραφή, κυνικό χιούμορ και μεγάλες αλήθειες συνθέτουν την ιστορία της ''δεσποινίς'' Ραραού σε μια επαρχιακή πόλη κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στην Αθήνα μετά τον Εμφύλιο. Πρόκειται για τη θλιβερή ''εποποιία'' του Νεοέλληνα με τις μεγάλες ιδέες και τις μεγαλύτερες διαψεύσεις, την ανθρωποφαγία σερβιρισμένη ως πρώτο και ως κυρίως πιάτο, την πολιτική που είναι μπεγλέρι σε χέρια χωρίς δάχτυλα, την Αντίσταση και την ''αδερφοφαγία'', την εσωτερική μετανάστευση, το αναδυόμενο όνειρο για μια καλύτερη ζωή, τη θέση της γυναίκας, την εκμετάλλευση των ανθρώπινων ονείρων και άλλα πολλά. Ένα αλληγορικό, σουρεαλιστικό μυθιστόρημα γεμάτο καταγγελίες και πικρές αλήθειες, που ξεκινά από μια ευφυή ιδέα και διατυπώνεται με μοναδικό τρόπο. Καλά που μου το θυμίσατε, θα το ξαναδιαβάσω σήμερα κιόλας».