Καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης δεν άκουγες ανάσα. Στο τέλος, πριν καν πέσει η αυλαία φωνές και χειροκροτήματα: όσα έγιναν στην πρεμιέρα του «Χορός με τη Σκιά μου» που χορογράφησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος πάνω σε τέσσερα έργα του Μάνου Χατζιδάκι, νοηματοδοτώντας μια νέα αφήγηση που έφερε απροσδόκητα στοιχεία μιας «ελληνικότητας» που λησμονούμε.
Τέσσερα έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Κάθε ένα από αυτά έγινε ένα σημείο του ορίζοντα στην παράσταση που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος Ρήγος και ακούμπησε στη σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος το «Χορός με τη σκιά μου», ακουμπώντας τελικά έναν χειροποίητο χάρτη της ελληνικότητας που κάθε τόσο απεγνωσμένα αναζητούμε στρεφόμενοι ξανά στο έργο και τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι. Μόνο που ο Ρήγος, σε αυτή την παράστασή του -που ήταν σαν να περιέχει ό,τι έχει κάνει, ό,τι είναι, και ταυτόχρονα σαν με ένα σπρώξιμο του Χατζιδάκι- έκανε το επόμενο βήμα προς τη νέα αφήγηση, χορογράφησε κάτι πιο βαθύ από τη δικό του ανάγκη και σχέση με το Χατζιδάκι. Βλέποντας τα τέσσερα μέρη της παράστασης ήταν αδύνατο μέσα από την ακαταμάχητη έλξη της οικείας μουσικής και τη νέα εικονογραφία του Ρήγου να μην βρεις δικά σου κομμάτια εαυτού.
«Ο κύκλος του C.N.S.», ο «Καπετάν Μιχάλης», «Το καταραμένο φίδι», το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», έγιναν μια ελεγεία, ένας κόσμος τόσο πυκνός σε ιστορίες, εικόνες, συναισθήματα. Επικός, ελεγειακός, με μια ανάγκη επείγουσας έκφρασης. Τα σώματα του μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ως σημεία στίξης, ως λέξεις, ως αστραπές βιωμάτων (το κρεβάτι στο χωριό με τις εικόνες και το καντήλι -διαρκής αίσθηση της ελληνικής ενδοχώρας), ως εικόνες βιωμένες (βόλτα στο Σόχο της Νέας Υόρκης και κάποιος να ακουμπά στα κάγκελα της εξόδου κινδύνου), έγιναν ελαιογραφίες του Γκόγια, σελιλόιντ του Βισκόντι. Το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής στην πιο ώριμη στιγμή του, πιο εκφραστικό από ποτέ και με μια χημεία, μια όσμωση πρωτόφαντη.
Στην αρχή ο Βορράς – κύματα αφρίζουν στους τοίχους, οι ναυαγοί της Αγάπης καταλαμβάνουν τη σκηνή, 15 άνδρες χορευτές και ο Διονύσης Σούρμπης, ο βαρύτονος από την πρώτη στιγμή να κερδίζει την αίθουσα με τη στιβαρή ερμηνεία του. Στιβαρός, μέρος του τοπίου, του βράχου πάνω στον οποίο ανέβηκε, ειλικρινής. Το να βλέπεις τον Βαγγέλη Μπίκο (ψυχή) και τον Ντανίλο Ζέκα (άνδρας) να χορεύουν μαζί ήταν μια απόλαυση, ο τρόπος που εξελίσσονται οι δυο σημαντικοί χορευτές είναι εξαιρετικός.
Ακολούθησε ο Νότος, ο Καζαντζάκης και η Κρήτη όλη, με τις μινωικές τοιχογραφίες, τις μοιρολογίστρες, τα μεγάλα τραπέζια της χαράς και του πένθους, την αίσθηση της τιμής και του αγριμιού μαζί. 32 χορευτές επί σκηνής να παλεύουν με τους δαίμονες των ηρώων του Καζαντζάκη, την αγωνία του: «όταν άρχισα τώρα στα γεράματα να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός μου σκοπός ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας το με λέξεις, τ' όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ' όραμα του κόσμου, θέλω να πω το όραμα της Κρήτης». Στον τοίχο η διαρκής προβολή του Καπετάν Μιχάλη (στον ρόλο του Καπετάν Μιχάλη ο Κώστας Βόμπρας για το βίντεο που δημιούργησε ο Βασίλης Κεχαγιάς), ως γίγαντα που επιβλέπει, ως του πανόπτη θεού που έχει επιλέξει αυτός ο λαός .
Εδώ, στον Νότο -που τρίζει ο θάνατος-, μετά την ήσυχη εισαγωγή του Βορρά, αρχίζει και η καταλυτική επέλαση των κοστουμιών που σχεδίασαν οι Deux Hommes, προσδίδοντας στην εικονογραφία του Ρήγου (υπογράφει και τα σκηνικά) την καθοριστική υφή, την τρίτη διάσταση. Μαύρο, βαθύ μαύρο, και λεπτομέρειες χρυσού και βαθύ κόκκινου σε μια βαθιά ανάγνωση της αισθητικής της Κρήτης, χωρίς να γίνεται φολκλόρ. Υπέροχος, λυρικός, σπαρακτικός ο Στέλιος Κατωπόδης ως Κοσμάς, μια λευκή αστραπή μέσα στο σκοτεινιασμένο τοπίο. Αρχετυπική, γυναίκα ιέρεια της Κρήτης τη Μαρία Κουσουνή.
Ακολούθησε η Ανατολή, το «Καταραμένο Φίδι», μια έκρηξη χρωμάτων χωρίς προηγούμενο, με τους ήρωες να βλέπουν τον εαυτό τους γύρω, να γίνονται καθρέπτες και μαύρο χρώμα. Ο Ρήγος δεν συνέχισε απλώς αλλά βάθυνε, έκανε εντατικές τις εικόνες και τις αναφορές, του. Μια τόσο πυκνή αφήγηση, καταιγίδα πληροφοριών, ένας πραγματικός στρόβιλος που ακούμπησε με ευγνωμοσύνη πάνω στον Μάνο Χατζιδάκι για να εκτοξευθεί ψηλά. Ηταν προφανές πόσο απελευθερωμένος και με την ανάγκη να μιλήσει για όλα ήταν ο Ρήγος, κοιτάζοντας διαρκώς απέναντί του τον Μάνο Χατζιδάκι. Αυτό που σημαίνει για τον Κωνσταντίνο Ρήγο ο Χατζιδάκις, το πώς στράφηκε σε αυτόν σε καθοριστικές στιγμές της δημιουργίας και της ζωής του για να βρει ένα νεύμα σχεδόν πατρικό «ναι γίνεται, μπορείς».
Και αν αυτή τη σκέψη την έκανα ήδη από την Ανατολή, όταν ήρθε η ώρα της Δύσης με το «Χαμόγελο της Τζοκόντας», τότε αυτό το προσωπικό έγινε πιο απτό από ποτέ. Τη σκηνή ανοίγει ο ίδιος ο Ρήγος και αρχίζει να χορεύει με χέρια πουλιού που δεν απλώθηκαν μόνο για το δικό του πέταγμα-χορό, αλλά και για να αγκαλιάσουν τους χορευτές, να τους καθοδηγήσουν, να τους τινάξουν ψηλά. Πατρική φιγούρα ο ίδιος πλέον, ο ίδιος το όχημα και η έμπνευση για τους νέους δημιουργούς -ακόμα και όταν θέλησε σωματικά σχολιάσει τη δυσκολία του να σηκωθείς ξανά, μερικές φορές, όταν πέσεις. Εδώ στιβαρή η αφήγηση του Ρήγου, πυκνή πάντα βέβαια, με τις μοναδικές προβολές στον τοίχο των χορευτών του που βιντεογράφησε ο Βασίλης Κεχαγιάς. Αφημένοι βαριεστημένα σε καναπέδες ντυμένοι αισθαντικά και σοφιστικέ από τους Deux Hommes (κάποιες στιγμές ήταν σαν να βλέπω να τρέχουν στιλπνές φωτογραφίες του Peter Lindbergh), σε ένα κρεβάτι να σπαράζουν για έναν έρωτα που χάθηκε, σε μια πολυθρόνα αποτραβηγμένοι στον δικό τους κόσμο ενώ γύρω το πάρτι μαινόταν. Ο Στέλιος Κατωπόδης στην «Προσωπογραφία της μητέρας μου» σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές του τέταρτου μέρους, καθώς μπροστά στο καθρέπτη κατεβάζει αργά το φόρεμα από πάνω του πριν στραφεί να κοιτάξει το κοινό.
Σε όλη την παράσταση ούτε ένας ψίθυρος, ούτε ένας βήχας στην αίθουσα, μόνο ξεσπάσματα χειροκροτημάτων κάθε τόσο για τους χορευτές ή τον Διονύση Σούρμπη. Και στο τέλος, η αυλαία δεν έχει καν πέσει, ο Κωνσταντίνος Ρήγος είναι πάλι στη σκηνή, οι πλάτες του μπαλέτου γυρισμένες προς το κοινό, ο χορός συνεχίζεται, αλλά το κοινό ασυγκράτητο χειροκροτεί και φωνάζει.
Είναι προφανές ότι ο Μάνος Χατζιδάκις αποτελεί «κτήμα» του καθενός μας –έχουμε συνδεθεί με το έργο του με αυστηρά προσωπικό τρόπο και επενδύοντας ο καθένας ολόκληρα κομμάτια τού ποιος είναι και πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από τη μουσική και μέσα από το ατόφιο και αέναο που εκπροσωπεί ο Χατζιδάκις. Είμαι σίγουρη ότι κάποιοι ίσως δυσκολεύθηκαν να βγουν από την προσωπική συνθήκη, ίσως ένιωσαν να αιφνιδιάζονται από τα νέα νησιά που δημιούργησε ο Ρήγος και κατοίκησαν οι χορευτές του, ο Σούρμπης, αλλά και η ορχήστρα υπό τη μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος μέσα από τη δική του σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι, ξεδίπλωσε όμως κάθε δυνατό κομμάτι του χάρτη που είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, του τρόπου με τον οποίο ορίζει την ιδανική πατριδογνωσία μας και τη διαρκή απάντηση στο διαρκές ερώτημα τι είναι σήμερα ελληνικότητα.
*Επόμενες παραστάσεις στις 16, 17 και 24 Νοεμβρίου