Λίγο πριν από τις εκλογές του 1892 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει για το πνεύμα τους.
«Οι περί τον Μανόλην εγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ακούοντες και άμα προυχώρουν, ώστε παρ’ ολίγον έφθασαν την πρώτην συνοδείαν, ης τα μέλη ηκροώντο τας λεπτομερείς και σπουδαίας ανακοινώσεις του Λάμπρου, κι εκοντοστέκοντο, και πάλιν εβάδιζον. Τότε είς των πέντε ακούσας βήματα εστράφη και είδε την δευτέραν συνοδείαν και την υπέδειξεν εις τους μετ’ αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα.
Εισήλθον πρώτον ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι. Εκ της άλλης συντροφίας, ο Μανόλης και δύο άλλοι ανέβησαν εις την οικίαν του Ζυγαράκια, έχοντος τέσσαρας υιούς και ημίσειαν δωδεκάδα ανεψιών, όλους ψηφοφόρους, δύο δε και εκ της συνοδείας ταύτης έμειναν έξω της θύρας, βιγλίζοντες. Δεύτερον ανέβησαν οι περί τον Λάμπρον εις την οικίαν του ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οι δε περί τον Μανόλην εισήλθον εις την καλύβην του Μαλλιοδήμου του αιγοβοσκού. Ακολούθως επεσκέφθησαν και άλλας οικίας, κατά την αυτήν πάντοτε τακτικήν, δύο εξ εκατέρας συνοδείας μενόντων πάντοτε ως ουραγών έξω της θύρας ή κάτω της λιθίνης κλίμακος. Ήτο δε ογδόη ή δεκάτη εσπέρα αύτη, καθ’ ην ο Μανόλης και ο Λάμπρος μετά των αυτών ή άλλων οπαδών δεν έπαυσαν επισκεπτόμενοι τας οικίας των χωρικών και ψηφοθηρούντες. Παντού ελάμβανον και έδιδαν λιπαράς διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις δαψιλείς, τόσον χορταστικάς, ώστε εις των μετά του Μανόλη, συνοδεύσας αυτόν πολλάς εσπέρας εις τοιαύτας εκδρομάς, αλλά πρώτην φοράν εφέτος βλέπων εκλογάς, καθόσον ήτο ναυτικός και συνήθως απεδήμει, έλεγεν εύπιστος, οικτείρων της αντιθέτου μερίδος τους τόσους δρόμους
Τι χαλνούν τα παπούτσια τους! Τώρα πια οι ψήφοι μάς περισσεύουν!»
Οταν κέρδισε τις εκλογές ο Τρικούπης
Αυτά γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) εν έτει 1892, την τελευταία εβδομάδα των εκλογών στις οποίες θα κερδίσει ο Χαρίλαος Τρικούπης, ενώ έναν χρόνο αργότερα η Ελλάδα θα κηρύξει πτώχευση.
Το διήγημα από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα τιτλοφορείται «Οι Χαλασοχώρηδες», είναι από τα μεγαλύτερα του Παπαδιαμάντη και δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλάει για τους πολιτικούς, για τις εκλογικές συνήθειες, για τις πάγιες αδυναμίες του ελληνικού κράτους, αλλά και για την υπερκινητοποίηση των τοπικών παραγόντων ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά τη λέξη «διαφθορά», ενώ στη δράση δεν υπάρχουν πρωταγωνιστικά πρόσωπα ούτε θετικοί ή αρνητικοί χαρακτήρες.
Ο Παπαδιαμάντης θέλει απλώς να υποδείξει φαινόμενα και καταστάσεις και είναι η εποχή που ετοιμάζεται να περάσει από την ηθογραφία σε μια οξύτερη και περισσότερο κριτική και κοινωνική ματιά. Αν πρωταγωνιστούν κάποιοι στο διήγημά του, αυτοί είναι οι άνθρωποι που ψηφίζουν και οι άνθρωποι που ψηφίζονται. Και οι μεν και οι δε κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να βγουν ωφελημένοι από τις εκλογές. Τόπος, είναι, βέβαια, η γενέτειρα του Παπαδιαμάντη, το νησί της Σκιάθου.
Ο Παπαδιαμάντης συνεχίζει:
«Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ’ ένα έκαστον αν τους είχε συναντήσει, ήτον ικανός διά της ψευτικής, του μόνου όπλου όπερ απέμεινεν εις τους χωρικούς, όπως ανταγωνίζονται κατά τόσων και τόσων πολιτικών ή κοινωνικών και βιοτικών πιέσεων και διωγμών (όπλον, το οποίον ακονίζεται δις της εβδομάδος εις τα πταισματοδικεία και ειρηνοδικεία, όπου ο χωρικός γίνεται σωστός βλαχοδικηγόρος) να τα βγάλει πέρα μαζί των, φενακίζων και τους τρεις κατά πρόσωπον, φασκελώνων και τα δύο κόμματα όπισθεν των νώτων και ορκιζόμενος καθ’ εαυτόν να μαυρίσει περιφρονητικώς όλας κατά σειράν τας κάλπας των αυτοκλήτων αντιπροσώπων του ατυχούς λαού, του τόσον δεινοπαθούντος και τυραννουμένου.
Αλλ’ ενώ η παρουσία του Λάμπρου του Βατούλα καθίστα ήδη ανίσχυρον το μόνον όπλον του, εις επίμετρον προσετέθη και έφοδος του Μανόλη του Πολύχρονου, όστις θα έλεγέ τις ότι ήλθεν επίτηδες διά να παραστεί δωρεάν εις περίεργον οικογενειακήν κωμωδίαν.
Ουδέν άλλο καταφύγιον είχε ή να ζητήσει μικράν ανακωχήν·
Ας είναι, είπε, θα ιδούμε· σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που θα είναι οι εκλογές, θα μας φωτίσει ο Θεός τι να κάνουμε…
Όχι! Όχι! έκραξεν η γυνή γελώσα ακουσίως, αρχίσασα φαίνεται και αυτή να εννοεί το κωμικόν της θέσεως. Όχι! Όχι!
Και εκτύπα θορυβωδώς τον δεξιόν γρόνθον επί της παλάμης της αριστεράς.
Όχι! Να δώσεις τώρα το λόγο σου! Ν’ αποφασίσεις τι θα κάμεις. Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχονται και να ξαναέρχονται χίλιες φορές».
Οι «Χαλασοχώρηδες» προαγγέλλουν βέβαιη λογοτεχνική επιτυχία με τον Γαβριηλίδη να προβλέπει από τις στήλες της εφημερίδας του: «Θα καταλάβουν ‘’Οι Χαλασοχώρηδες’’ πρωτίστην θέσιν εν τη διανοητική παραγωγή του συγγραφέως, δια την ψυχολογικήν επιβολήν και την ηθολογικήν έννοιάν των… Τύποι και ήθη και ιδέαι αποτυπούνται πιστότατα…Αλλά δεν έχουν μόνον σημασίαν υψίστην οι Χαλασοχώρηδες. Και υπό ηθική έποψιν θα επιβληθούν εις τους αναγνώστας. Ο κ. Παπαδιαμάντης δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου» και της «δικαιοσύνης».
Εξελέχθησαν ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας
Και να πώς κλείνει ο Παπαδιαμάντης το διήγημά του:
«Την αγγελίαν ενός εκάστου των αποτελεσμάτων υπεδέχετο έξω ο λαός δι’ επευφημιών, δι’ αλαλαγμών και καγχασμών ευθυμοτάτων. Την αυτήν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας έσπευσε να τηλεγραφήσει εις τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια διά τον εαυτόν του, λόγω ότι καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτην φοράν εκτεθέντα ως υποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν ουχ ήττον να του δώσει τόσας ψήφους.
Μετ’ ολίγας ώρας ήλθε τηλεγραφικώς το γενικόν της επαρχίας αποτέλεσμα και πολλοί τενεκέδες εβρόντησαν ως συνήθως εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου.
Εξελέχθησαν δε ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης διά ψήφων 1239 και ο κ. Αλικιάδης διά ψήφων 1158 απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εις τους τέσσαρας δήμους.
Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος. Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος και δεύτερον δεν εκλείσθη το στάδιον των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον τας διακεκριμένας υπηρεσίας των, ο είς διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας».