Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ήταν κεντρική ομιλήτρια στο 4ο Ελληνοτουρκικό Φόρουμ Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Ακαδημαϊκών.
Το φόρουμε είχε τίτλο «Ο ρόλος του αθλητισμού και του πολιτισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», στο Μουσείο της Ακρόπολης, σημείωσε, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΥΠΠΟ: «Στόχος του Φόρουμ είναι να κοιτάξουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον, και εν τέλει να δώσουμε προοπτική στην ειλικρινή προσέγγιση των δύο χωρών μας».
Ο πολιτισμός είναι μια βαθιά πολιτική έννοια, είπε η Λ. Μενδώνη
Επεσήμανε, επίσης, ότι «ο πολιτισμός είναι μια βαθιά πολιτική έννοια. Το αποδεικνύει η ίδια η ετυμολογία της λέξης. Άρα, η διαχείριση του πολιτιστικού αποθέματος και η έκφραση της σύγχρονης δημιουργίας, κάθε τόπου και κάθε λαού, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εκάστοτε επικρατούσα ιδεολογία και το εκάστοτε καθεστώς διακυβέρνησης. Αυτό, που ασφαλώς μπορεί να κάνει ο πολιτισμός, είναι να δημιουργήσει προϋποθέσεις, να λειτουργήσει ως υπόβαθρο, ίσως και ως αφετηρία, για όσμωση και αλληλοκατανόηση. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο ρόλος του πολιτισμού στη δημιουργία προϋποθέσεων για τα προηγούμενα, είναι ίσως πιο πρόσφορος».
Όπως τόνισε η Λίνα Μενδώνη, «σήμερα, το ζητούμενο είναι να χαράξουμε μία σχέση πολιτιστικής συνεργασίας με όρους του εικοστού πρώτου αιώνα. Να συστηθούμε, αν θέλετε, εκ νέου.
Να προτάξουμε τον πολιτισμό ως μία αυταξία, ιδανικά απαγκιστρώνοντάς τον από σκοπιμότητες. Να αποκτήσουμε μια θεσμικότητα στη συνεργασία μας, η οποία να συμπληρώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία, στην οποία βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά τα σχήματα πολιτιστικής συνεργασίας, μέχρι πολύ πρόσφατα. Επιθυμούμε συνέργειες τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και στα διεθνή φόρα, κατ΄εφαρμογή της διεθνούς νομολογίας και χαράσσοντας νέους δρόμους, που θα ακολουθούν τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις του σήμερα. Ο πολιτισμός δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Είναι πεδίο συνεργασίας που ωφελεί τα εμπλεκόμενα μέρη».
Η υπουργός αναφέρθηκε, επίσης, στη «στήριξη, την οποία παρέχει η Τουρκία στη χώρα μας, στο εθνικό αίτημά μας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Αυτή η στήριξη εκφράστηκε με τρόπο απόλυτο, που έλαβε και μεγάλη δημοσιότητα, στη Διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO για την Προώθηση της Επιστροφής των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, τον περασμένο Μάιο. Με τον υπουργό Ersoy είχαμε συζητήσει εκτενώς το θέμα και είχε ενθέρμως υποστηρίξει το ελληνικό αίτημα. Χαίρομαι, ιδιαίτερα, που η κ. Zeynep Boz είναι μαζί μας σήμερα, εδώ, ώστε να την ευχαριστήσω και δημόσια για την παρέμβασή της, που ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ο λόρδος Έλγιν δεν είχε λάβει καμία άδεια από τις οθωμανικές αρχές για την αφαίρεση των Γλυπτών, από το μνημείο».
Παράλληλα, εξέφρασε «την αγωνία μας για την τύχη των μνημείων της δικής μας ιστορικής κληρονομιάς, των χριστιανικών μνημείων, που βρίσκονται στην Τουρκία. Γνωρίζω πολύ καλά ότι στην Καππαδοκία -για παράδειγμα- έναν πανέμορφο τόπο με ανερχόμενο τουρισμό, τα χριστιανικά μνημεία αποκαθίστανται σωστά και αποτελούν τόπους προσέλκυσης πολιτιστικού τουρισμού. Όμως, μας θλίβει και μας προβληματίζει σφόδρα η μετατροπή του πλέον εμβληματικού, στην Τουρκία και παγκοσμίως, βυζαντινού μνημείου της Αγίας Σοφίας, σε τέμενος. Το ίδιο συνέβη και με ένα άλλο αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής, τη Μονή της Χώρας. Η αυξημένη επισκεψιμότητα και χρήση, που συνεπάγεται η μετατροπή των μνημείων αυτών σε θρησκευτικούς χώρους και η αλλαγή χρήσης τους από πολιτιστικούς μουσειακούς οργανισμούς, ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τα ίδια τα μνημεία για τον πολύτιμο και μοναδικό διάκοσμό τους. Αυτόν τον κίνδυνο επισημάναμε και θα επισημαίνουμε, όπως έχουμε χρέος, τόσο διμερώς όσο και στο πλαίσιο των διεθνών Οργανισμών».
.